Όταν το 1976 επισκεπτόταν για πρώτη φορά την Ελλάδα με την οικογένειά της, η 17χρονη Βικτόρια Χίσλοπ δεν ήξερε πως αυτή η χώρα θα γινόταν η δεύτερη πατρίδα της. Μπορεί να το είχε ευχηθεί, όμως σίγουρα δεν το περίμενε. Τα χρόνια περνούσαν και η ίδια θα γυρνούσε στην Ελλάδα για διακοπές με τη δική της οικογένεια πλέον.
Η Κρήτη αυτή τη φορά ήταν το μέρος που την μάγεψε και μαζί με τη μαγεία της, της χάρισε και μία νέα καριέρα, αυτή της συγγραφέως. Πιο συγκεκριμένα όμως, η Σπιναλόγκα και η ιστορία της αποικίας των λεπρών που κάποτε φιλοξενούσε, κατάφερε να εμπνεύσει τη Βικτόρια Χίσλοπ και την ώθησε να βάλει πλώρη για το πλούσιο πλέον συγγραφικό της ταξίδι.
Έτσι, το 2005 γεννήθηκε το «Νησί», το οποίο εκτός από τη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία που γνώρισε στην Ελλάδα το 2010, έγινε παγκόσμιο και πολύ-μεταφρασμένο best seller. Η Βικτόρια Χίσλοπ δεν σταμάτησε ποτέ να αγαπάει την Ελλάδα και ούτε να γράφει για αυτή, ενώ το 2020 αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στην ιστορία που είχε καθηλώσει το κοινό, εκδίδοντας το sequel του «Νησιού», με τίτλο «Μία Νύχτα του Αυγούστου».
Σήμερα, η επισήμως Ελληνοβρετανή συγγραφέας μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αγγλία και μάς παρουσιάζει τη δραματοποίηση του μυθιστορήματός της «Μία Νύχτα του Αυγούστου», κάθε Κυριακή στην ΕΡΤ1.
Με αφορμή τη φετινή τηλεοπτική της συνεργασία, η Βικτόρια Χίσλοπ παραχώρησε σε εμάς μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, αναφερόμενη μέσα σε άλλα, στο πλούσιο λογοτεχνικό της ταξίδι, αλλά και στις απόψεις της σχετικά με το φλέγον ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Επισκέφτηκα την Ελλάδα για πρώτη φορά το 1976 με τη μητέρα και την αδερφή μου. Τότε ήμουν περίπου 17 ετών και την ερωτεύτηκα αμέσως: πρώτα από όλα την Αθήνα, όπου μείναμε μία εβδομάδα, και έπειτα τα νησιά των Κυκλάδων, στα οποία αφιερώσαμε ακόμα μία εβδομάδα.
Τώρα που είστε και επίσημα Ελληνίδα πολίτης τα τελευταία 2 χρόνια, θα σκεφτόσασταν να ζήσετε μόνιμα στην Ελλάδα για το υπόλοιπο της ζωής σας;Μου αρέσει να βρίσκομαι στην Ελλάδα και με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα έμενα εδώ μόνιμα. Όμως η οικογένειά μου βρίσκεται αλλού, οπότε πρέπει να μοιράζω τον χρόνο μου σε διαφορετικά μέρη. Βέβαια, αυτό που θα ήθελα να “εξαφανιστεί” από την Ελλάδα αν ζούσα μόνιμα εδώ θα ήταν σίγουρα το κάπνισμα, με το οποίο υπάρχει ακόμα μεγάλο θέμα. Με ενοχλεί αρκετά, σε σημείο που με πιάνει πονοκέφαλος μόνο που βρίσκομαι δίπλα σε φίλους μου που καπνίζουν.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι διακοπές σας στην Ελλάδα ήταν η αφορμή που ξεκινήσατε το λογοτεχνικό σας ταξίδι;Ως ταξιδιωτικός συγγραφέας (η δουλειά που έκανα για περίπου μια δεκαετία πριν γίνω μυθιστοριογράφος), ήμουν πάντα ένας πολύ παρατηρητικός «τουρίστας». Πάντα κοίταζα πέρα από την επιφάνεια και ήθελα να μάθω περισσότερα για ένα μέρος, ίσως πιο πολλά από ό, τι θα ήθελαν οι περισσότεροι, έτσι ξεκίνησα να ψάχνω και την ιστορία της Σπιναλόγκας!
Η αγάπη σας για την Ελλάδα είναι πλέον εμφανής, όμως πώς εμπνευστήκατε από μια τόσο ιδιόμορφη ιστορία, αυτή της Σπιναλόγκας και την αποτυπώσατε στο «Νησί» σας;Πήγα στη Σπιναλόγκα για πρώτη φορά ως τουρίστρια, μαζί με τα παιδιά μου. Το μνημείο αυτό της Κρήτης που συνδέεται τόσο έντονα με τον 20ό αιώνα μ.Χ. μου κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον. Η ιστορία του αφορά απλούς ανθρώπους, που χτυπήθηκαν από μια ασυνήθιστη ασθένεια και όχι ένα μέρος που ζούσαν πολεμιστές ή βασιλιάδες. Κυρίως λοιπόν με ενδιαφέρουν ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, ανθρώπων σαν και εμάς, που έχουν ζήσει όμως τελικά αξιοσημείωτες ζωές.
Τι θυμάστε περισσότερο από τη διαδικασία συγγραφής και έκδοσης του «Νησιού»;Το μυθιστόρημα «Μία Νύχτα του Αυγούστου», κατά κάποιο τρόπο είναι μια κάθαρση. Ίσως αυτό να ήταν που έψαχνα και εγώ.
Το κύριο εμπόδιο που συνάντησα εκείνη την περίοδο ήταν η γλώσσα, καθώς τότε δεν μιλούσα καθόλου ελληνικά, οπότε δεν μπορούσα να συνομιλήσω με κάποιον που γνώριζε την ιστορία της Σπιναλόγκας από πρώτο χέρι. Μάλιστα, όταν αποφάσισα να γράψω το βιβλίο, αναρωτήθηκα αν έπρεπε να μάθω πρώτα ελληνικά. Υπολόγισα ότι θα χρειαζόμουν περίπου δεκαπέντε χρόνια, και επειδή ήμουν ανυπόμονη, αποφάσισα να προχωρήσω και να βασιστώ στη φαντασία μου. Και αυτό είναι τελικά «Το Νησί», μια εντελώς φανταστική αλλά έντονα ερευνημένη ιστορία, που διαδραματίζεται σε ένα πραγματικό μέρος.
Μία πολύ σημαντική θα ήταν η απλή απάντηση. Η συγγραφή του σηματοδότησε την αρχή μιας πολύ σημαντικής σχέσης για μένα, της σχέσης μου με την Ελλάδα και κυρίως την Κρήτη. Είναι ένα βιβλίο που έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και με έχει πάρει και εμένα μαζί του. Και τώρα έχω γράψει μια έκδοση για παιδιά, η οποία είναι και graphic novel.
Το «Νησί» γνώρισε τεράστια λογοτεχνική και τηλεοπτική επιτυχία. Αυτή τη σεζόν, στην ΕΡΤ προβάλλεται η συνέχεια αυτής της αγαπημένης ιστορίας. Πότε και πώς προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας του «Μία Νύχτα του Αυγούστου»;Έγραψα το μυθιστόρημα κατά την περίοδο του lockdown. Με την οικογένειά μου ζούσαμε σε απομόνωση, με τον φόβο της ανίατης αυτής ασθένειας και πολλούς απροσδόκητους θανάτους γύρω μας. Η μητέρα μου πέθανε στην αρχή αυτής της περιόδου και δεν μπόρεσα να βρεθώ κοντά της. Αυτό το γεγονός μου θύμισε τον τρόπο που πέθανε η Ελένη στη Σπιναλόγκα, μακριά από τον Γιώργο, τη Μαρία και την Άννα. Ένιωσα έτσι μία ανάγκη να ανατρέξω στην ιστορία αυτών των χαρακτήρων και να προσπαθήσω να μάθω τί συνέβη στη ζωή τους, με περισσότερες λεπτομέρειες. Το αποτέλεσμα ήταν το μυθιστόρημα «Μία Νύχτα του Αυγούστου», το οποίο κατά κάποιο τρόπο είναι μια κάθαρση. Ίσως αυτό να ήταν που έψαχνα και εγώ.
Υπάρχουν δύο κεντρικά ερωτήματα στην ιστορία. Το ποιος είναι στην πραγματικότητα ο πατέρας της Σοφίας, της κόρης της Άννας, είναι το πρώτο. Και το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα μπορέσει ποτέ ο Μανώλης να ξεπεράσει τον θάνατο της αγαπημένης του Άννας. Η τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος εμβαθύνει αρκετά στο ψυχολογικό υπόβαθρο του κάθε χαρακτήρα. Έτσι, βλέπουμε τα ψυχικά τους βάσανα και πολλές σκοτεινές νύχτες της ψυχής τους, αλλά χωρίς να κάνω κάποιο «spoiler» στο κοινό, θα πω μόνο ότι οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες μας στο τέλος θα βρουν λίγη ευτυχία ξανά.
Η μοίρα έχει μια εξέχουσα θέση στα μυθιστορήματά σας και ειδικά σε αυτές τις 2 ιστορίες. Εσείς πιστεύετε στη μοίρα;Κατά κάποιο τρόπο ναι, πιστεύω στη μοίρα. Σίγουρα όμως δεν πιστεύω πως ολόκληρο το ταξίδι της ζωής μας έχει σχεδιαστεί εκ των προτέρων. Βλέπω τη μοίρα με αυτόν τον τρόπο: στη ζωή μάς μοιράζονται κάποια χαρτιά, όμως εμείς πρέπει να επιλέξουμε πώς θα τα παίξουμε.
Ζήσαμε μια υπέροχη περίοδο γυρισμάτων, στην Κρήτη αυτή τη φορά, που μάς χάρισε πολλά υπέροχα μέρη με ξεχωριστή ατμόσφαιρα το καθένα. Χάρη στην ιδιαίτερη μορφή του «Καρτ Ποστάλ» με τις εν μέρει αυτόνομες ιστορίες του, κάθε επεισόδιο είχε διαφορετικούς ηθοποιούς, κάτι που μου ήταν πολύ ευχάριστο. Και γενικότερα, η ιστορία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να βρει έναν λόγο για να ζήσει, αποτελεί σίγουρα μια πολύ δυνατή πλοκή.
Όταν σχεδιάζετε τα μυθιστορήματά σας, γνωρίζετε το τέλος τους από την αρχή ή αφήνετε την έμπνευσή σας να σας οδηγήσει μέχρι το τέλος;Συμβαίνουν και τα δύο. Μου αρέσει να με εκπλήσσει ο ίδιος μου ο εαυτός και πολύ συχνά όταν γράφω οι ίδιοι οι χαρακτήρες μου με οδηγούν σε ένα «μέρος» που δεν περίμενα να φτάσω. Οπότε, πρέπει τότε να προσαρμόσω ανάλογα και την πλοκή μου. Αυτή η διαδικασία είναι που κάνει το γράψιμο μια πολύ συναρπαστική και πολύ «ζωντανή» εμπειρία.
Αν μπορούσατε να διαβάζετε μόνο ένα βιβλίο σε όλη σας τη ζωή, ποιο θα ήταν αυτό;Το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι. Κρύβει τα πάντα μέσα στις σελίδες του – διάφορες σχέσεις και μικρές ιστορίες – αλλά στο φόντο του υπάρχει και η χαρακτηριστική ρωσική ιστορία εκείνης της περιόδου.
Όταν «ξεκουράζετε την πένα σας», πού μοιράζετε τον χρόνο σας; Σας απολαύσαμε πρόσφατα στο Dancing With The Stars, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε πως σας αρέσει να ρισκάρετε;Το Dancing With The Stars ήταν πράγματι μια τόσο ευχάριστη εμπειρία! Γενικά, λατρεύω τη θάλασσα και θεωρώ πως το κολύμπι είναι το καλύτερο είδος ψυχικής και σωματικής άσκησης. Ακόμα, μου αρέσει το τένις, και φυσικά η μουσική-όλα τα είδη της, από κλασική μέχρι και μουσική για κλαμπ. Πηγαίνω μάλιστα αρκετά χρόνια στο Glastonbury, το πιο διάσημο μουσικό φεστιβάλ της Βρετανίας, όπου για πέντε ημέρες αφήνομαι να βυθιστώ στη μουσική. Τότε είναι που χορεύω πάρα πολύ και βέβαια, είναι η μοναδική φορά που κοιμάμαι σε σκηνή!
Έχετε ενεργό ρόλο στην εκστρατεία για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Με αφορμή την πρόσφατη έκκληση της UNESCO για την επιστροφή τους, θα θέλατε να μοιραστείτε τις σκέψεις σας για αυτό το φλέγον ζήτημα;Οι σκέψεις μου είναι αισιόδοξες. Εκτός από το νέο κύμα πίεσης που ασκείται πλέον στο Βρετανικό Μουσείο, υπάρχει γενικά μια σημαντικά αυξανόμενη άποψη στο βρετανικό κοινό, σχετικά με το γεγονός ότι επειδή κάποια αντικείμενα ελήφθησαν-παράνομα ή με βία- από άλλες χώρες και μεταφέρθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο τους προηγούμενους αιώνες δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραμείνουν εκεί. Πολλοί πλέον, και κυρίως οι νεότεροι νομίζω, αμφισβητούν σοβαρά και πολύ κριτικά την αποικιoκρατική ιστορία της Βρετανίας.
Υποθέτω πως στο νέο σας μυθιστόρημα το ελληνικό στοιχείο θα δώσει το παρόν, όπως πάντα!Γράφω πράγματι ένα νέο μυθιστόρημα και ναι, υπάρχει το ελληνικό στοιχείο!
Και τέλος, τι συμβουλή θα δίνατε σε κάποιον που ενδιαφέρεται να ακολουθήσει μια καριέρα ως συγγραφέας;Εάν έχετε μια ιστορία που θέλετε με πάθος να πείτε, τότε οι λέξεις πιθανότατα θα «πετάξουν» από μόνες τους στο χαρτί σας. Εάν δεν νιώθετε ενθουσιασμό ή πάθος όταν γράφετε, τότε θα χρειαστεί να σκεφτείτε μια νέα ιστορία! Εάν πάλι βαριέστε έστω και για ένα λεπτό να γράψετε την ιστορία αυτή, τότε είναι απίθανο να κρατήσετε την προσοχή του αναγνώστη. Μία συμβουλή που θα έδινα είναι να διαβάζετε πολύ. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που λένε «Δεν διαβάζω ποτέ βιβλία, αλλά θέλω πραγματικά να γράψω ένα». Νομίζω πως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς είναι και παραγωγικοί αναγνώστες. Πρέπει να αγαπάτε τις λέξεις με κάθε τρόπο. Και αν τελικά αποφασίσετε να ακολουθήσετε αυτή την καριέρα, προετοιμαστείτε για μια ήρεμη και μοναχική ζωή!
Η σειρά «Μία Νύχτα του Αυγούστου» προβάλλεται κάθε Κυριακή στις 22:00 από την ΕΡΤ1.
Το ομώνυμο μυθιστόρημα της Βικτόρια Χίσλοπ, καθώς και όλα τα υπόλοιπα μυθιστορήματά της, κυκλοφορούν σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Ψυχογιός.