Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, δοκιμάσαμε νέες γεύσεις, πήγαμε θέατρο, είδαμε σειρές και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Στο εικαστικό σύμπαν του Γιάννη Μόραλη στο Μουσείο Μπενάκη«Γιάννης Μόραλης. Χώρος ιδιωτικός». Από τις εκθέσεις που αξίζουν σίγουρα μια επίσκεψη στο Μουσείο Μπενάκη αυτή την περίοδο (και μέχρι τις 8 Ιανουαρίου του νέου έτους). Θέλοντας να τιμήσει τη σπουδαία αυτή καλλιτεχνική φυσιογνωμία του ελληνικού 20ού αιώνα και φυσικά την πολύπλευρη προσωπικότητά του, η έκθεση του Μουσείο Μπενάκη μάς καλεί να περιηγηθούμε στον «ιδιωτικό χώρο» του Μόραλη – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Συγκεκριμένα μια αναπαράσταση του χώρου του εργαστηρίου του μάς μεταφέρει κάτι από την ατμόσφαιρα του εργαστηρίου της οδού Δεινοκράτους 9 – εκεί όπου εργάστηκε κατά το μεγαλύτερο διάστημα της καλλιτεχνικής του ζωής – ενώ ταυτόχρονα έχουμε την ευκαιρία να δούμε αντιπροσωπευτικά έργα από όλες τις περιόδους δημιουργίας του, αλλά και προσωπικά αντικείμενα, ώστε να γνωρίσουμε περισσότερο τον καλλιτέχνη, αλλά κυρίως τον «άνθρωπο», Γιάννη Μόραλη. Με αφετηρία την παιδική του ηλικία και φτάνοντας ως και την περίοδο της αναγνώρισής του, η έκθεση αποτελείται από συνολικά τρεις μεγάλες ενότητες, με περισσότερα από εκατό ζωγραφικά έργα, σχέδια και χαρακτικά, καθώς και μελέτες, μακέτες, γλυπτά, κεραμικά, εικονογραφήσεις βιβλίων και εξώφυλλα δίσκων, τα οποία είχαμε την ευκαιρία να δούμε από κοντά για πρώτη φορά. Ψηφιακές εφαρμογές και φωτογραφίες από το οικογενειακό αρχείο του ζωγράφου πλαισιώνουν τα έργα τέχνης, κάτι που ενίσχυσε σημαντικά την όλη βιωματική διάσταση της εμπειρίας μας. Μη τη χάσετε!
Ευδοκία Βαζούκη
«Το Χελιδόνι» του βραβευμένου Καταλανού συγγραφέα Γκιλιέμ Κλούα παρουσιάζεται στο ιστορικό Θέατρο Μουσούρη, σε σκηνοθεσία Αντώνη Γαλέου με τους Κατερίνα Διδασκάλου και Δημήτρη Τσίκλη. Και είναι ο λόγος ακόμη και το μη θεατρόφιλο κοινό να περάσει το κατώφλι του θεάτρου, να καθίσει αναπαυτικά στην θέση του και να παρακολουθήσει την ιστορία της Αμέλια και του Ραμόν. Γιατί; Η απάντηση μου έρχεται σχεδόν αυθόρμητα. Η ιστορία αυτή πρέπει να ιδωθεί από όσο περισσότερο κόσμο γίνεται γιατί πραγματεύεται τα «αυτονόητα» και σε «αγγίζει» καθοριστικά.
Ο συγγραφέας ορμώμενος από την τρομοκρατική επίθεση της 12ης Ιουνίου 2016 στο gay bar «Pulse» του Ορλάντο γράφει αυτό το σπουδαίο και βαθιά ανθρώπινο σύγχρονο έργο. Η Αμέλια παρουσιάζεται αυστηρή ως δασκάλα φωνητικής και συγκρατημένη ως προς την επαφή με τους ανθρώπους γύρω της. Έχει απομονωθεί συνειδητά μετά τον χαμό του γιού της, του Ντάνι, που ήταν ένα από τα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης. Το έργο ξεκινάει με την συνάντηση της Αμέλιας με έναν νεαρό, τον Ραμόν, ο οποίος θέλει να προετοιμάσει με την βοήθεια της το τραγούδι «Χελιδόνι», έτσι ώστε να το τραγουδήσει σε μια τελετή για τη μνήμη της μητέρας του. Ο Ραμόν είναι ένας νέος με κέφι και ενέργεια, κουβαλά μια αθωότητα και μια αισιοδοξία κόντρα στην απώλεια και τον πόνο. Αυτή η συνάντηση καθίσταται καθοριστική και για τους δύο αλλά και για εμάς. Μια συνάντηση γεμάτη χρώματα και εναλλαγές. Από το γέλιο στις αναπολήσεις και στις αποκαλύψεις, στην μετακίνηση, τη συγκίνηση και τη λύτρωση.
Η Κατερίνα Διδασκάλου και ο Δημήτρης Τσίκλης απέδωσαν εξαιρετικά τον ψυχικό κόσμο των ηρώων τους, ένας ψυχικός κόσμος νωπός ακόμη από το πένθος. Η χημεία τους στην σκηνή ήταν αρμονική και βαθιά συγκινητική. Η σκηνοθεσία του Αντώνη Γαλέου πετύχαινε λιτά και ανεπαίσθητα να σε εντάξει στην συνάντηση των δύο ηρώων και στις διαδρομές της μνήμης τους. Ξεχώρισα ακόμη τα σκηνικά της Ματίνας Μέγκλα ως ιδανικός χώρος αντικατοπτρισμού της Αμέλια, τους φωτισμούς της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου και ειδικά εκείνο το φως που εισβάλει από το παράθυρο το βρήκα αρκετά εντυπωσιακό, την μουσική του Alex Sid που δημιούργησε το κατάλληλο έναυσμα για μια βαθιά συγκίνηση. Ένα έργο που θέλει να μιλήσει για την αποδοχή και να κρατήσει ζωντανή την λέξη αγάπη. Ένα έργο που σε συγκλονίζει γιατί σου «μιλάει» απευθείας στην καρδιά και σε ακολουθεί ως μια γλυκιά ανάμνηση. Μετά από ένα θερμό χειροκρότημα και αρκετά δακρυσμένα πρόσωπα ευχόμουν να μπορούσα να αναβιώσω αυτή την πρώτη μου επαφή και εμπειρία με το έργο. Αν μετά από την παράσταση ακούσετε και το τραγούδι «Το Χελιδόνι» που γράφτηκε ειδικά για το συγκεκριμένο ανέβασμα σε ερμηνεία Δήμητρας Γαλάνη, μουσική Alex Sid και στίχους Ουρανίας Πατέλλη η εμπειρία ολοκληρώνεται και αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη.
Νατάσα Μιχελάκου
Από την ομώνυμη κινηματογραφική επιτυχία του Τόμας Βίντεμπεργκ μεταφερόμαστε μέσω της σκηνοθετικής προσέγγισης του Θοδωρή Αθερίδη σε μια… «μεθυστική» παράσταση, η οποία έχει όλα τα συστατικά για να ζωντανέψει το ενδιαφέρον μας γύρω από τα θέματα του αλκοόλ, της παρέας, του παλιμπαιδισμού, του πειράματος, των προσωπικών ορίων…
Στο κέντρο της υπόθεσης τέσσερις καθηγητές που, εν είδει πειράματος και χάρη στο αξίωμα ενός Νορβηγού, αποφασίζουν να πίνουν τις εργάσιμες ώρες διατηρώντας ένα ελαφρύ επίπεδο μέθης. Στόχος αυτού τίποτα άλλο πέρα από το να ανοίξουν ένα παραθυράκι στη σκέψη, όπως πίστευαν και οι μεγάλοι συγγραφείς. Η σκηνοθεσία αφορμάται από το ευέλικτο σκηνικό το οποίο επιτρέπει την ανάδειξη συμβολισμών καίριων για το έργο. Μια τσουλήθρα δηλωτική της κατρακύλας, μια τραμπάλα και μια κούνια για τις συναισθηματικές διακυμάνσεις… Η υποκριτική ομάδα, που απαρτίζεται από τους Νίκος Ορφανός, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Αλέξανδρος Μπαλαμώτης και Θάνος Γρίβας, δημιουργεί την αίσθηση της εγγύτητας, του παρεΐστικου ύφους που προσιδιάζει στο έργο. Πρόκειται για μια παράσταση διαδραστική, ευχάριστη και έξυπνη. Μια καλή θεατρική επιλογή για όσους έχουν ή δεν έχουν δει τη ταινία. Αν σου λείπει και σένα ένα 0,05%, τότε αυτή η παράσταση θα το αναπληρώσει.
Λίνα Ρόκα
Bao buns θα μπορούσα να τρώω κάθε μέρα και να μη τα βαρεθώ ποτέ. Τόσο το αφράτο ψωμάκι τους που μπορεί να ταξιδέψει τον καθένα στα σύννεφα, όσο και οι πραγματικά άπειροι συνδυασμοί που μπορούν να “φωλιάσουν” μέσα σε αυτό, συνθέτουν ένα ιδανικό snack για κάθε ώρα, μέρος και διάθεση. Τα bao του Thess Bao όμως-που ευτυχώς το μοιράστηκε μαζί μας η συμπρωτεύουσα και δε το κράτησε μόνο για αυτή-, ανεβάζουν πολλά επίπεδα την αγάπη μου για το ασιατικό αυτό πιάτο, μιας και μόλις δοκίμασα την πρώτη αφράτη μπουκιά τους ίσως και να… ερωτεύτηκα. Αν όλα αυτά σας φαίνονται υπερβολικά, μία δοκιμή σίγουρα θα σας πείσει και όταν και εσείς βρεθείτε στη δύσκολη θέση της επιλογής από το πλούσιο μενού τους, πάρτε ή το Ceasar’s Style bao (Τραγανό κοτόπουλο με βρώμη, ψητό μπέικον, σάλτσα Ceasar’s και παρμεζάνα) ή το Hot Dog Berlin Style bao (Λουκάνικο Βαυαρίας, σαλάτα coleslaw, τηγανιτό κρεμμύδι, καυτερή κέτσαπ) και θα με ευγνωμονείτε. Και επειδή εκτός από ονειρικά bao στο Thess Bao της Περικλέους στο κέντρο θα βρείτε και μία μεγάλη επιλογή από τηγανιτές πατάτες αλλά… αλλιώς, κάντε ακόμα μία παρασπονδία και δοκιμάστε και αυτές.
Ειρήνη Μωραΐτη
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Έχοντας ακούσει πολλά για το περιβόητο αθηναϊκό μπαρ, μιας και ανήκει σταθερά από το 2016 στα 50 καλύτερα μπαρ παγκοσμίως, δώσαμε ραντεβού στην στάση Πανεπιστήμιο και από εκεί περπατήσαμε περίπου 10 λεπτά για να φτάσουμε στην Πραξιτέλους. Η ώρα ήταν περασμένη αλλά το μαγαζί ήταν κατάμεστο από παρέες που χόρευαν, συζητούσαν, γελούσαν και απολάμβαναν τα ποτά τους σε ρυθμούς alternative hip-hop και RnB. Διασχίζοντας την neon φωτισμένη είσοδο, βρεθήκαμε στο εσωτερικό του μπαρ το οποίο χωρίζεται σε επιπλέον αίθουσες που μπορείς να κάτσεις αναλόγως με την διάθεση. Πέτρινοι τοίχοι, φυτά, σειρές με πολύχρωμα φώτα και ξύλινα τραπεζοκαθίσματα σε ένα σκηνικό που θυμίζει κάτι από εκείνα τα λατινοαμερικάνικα μπαρ που βλέπουμε σε διαφημίσεις τύπου Bacardi Rum. Δεδομένου ότι έχω μία μεγάλη αδυναμία στον καφέ -και κατ’επέκταση σε όσα ροφήματα εμπεριέχουν καφέ- πήρα ένα cocktail που κατά βάση ήταν Negroni με εκχύλισμα espresso. Η εσάνς καφέ που περιείχε ήταν τόση όση χρειαζόταν. Ήταν ακριβώς αυτό που φανταζόμουν και που ήθελα να πιω εκείνη την στιγμή. Δοκίμασα άλλο ένα ιδιαίτερο cocktail με βάση την tequila το οποίο είχε φράουλα και νότες tabasco. Για τους λάτρεις των «πικάντικων» είναι ό,τι πρέπει, με την φράουλα να αφήνει στο τέλος μια γλυκιά επίγευση. Το Clumsies ανταποκρίθηκε απόλυτα στις προσδοκίες μας και μας αρέσει πολύ που έχουμε ένα από τα καλύτερα μπαρ του κόσμου στην πόλη μας!
Χριστιάνα Τσατσαρώνη
Ανά διαστήματα, άκουγα συχνά να μιλάνε γνωστοί μου -με μεγάλο ενθουσιασμό- για τα σάντουιτς του Guarantee… Όταν δοκίμασα κατάλαβα το γιατί! Στη Βεΐκου λοιπόν, στο Κουκάκι, βρίσκεται το μαγαζί που εδώ και 34 χρόνια φτιάχνει καταπληκτικά σάντουιτς, που δεν θα βρεις πουθενά αλλού πέρα από εκεί. Με μια ουρά που φανερώνει πως δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν το συγκεκριμένο μαγαζί, μπορώ να πω με βεβαιότητα, πως η μικρή αναμονή θα σε ανταμείψει. Αυτό που μου έκανε τρομερά καλή εντύπωση είναι η βάση που δίνουν στην καλή πρώτη ύλη. Στο Guarantee θα βρεις μεγάλη ποικιλία σε τυριά, αλλαντικά, κρέατα, ψάρια, αλλά και διάφορες (πεντανόστιμες) σπιτικές σάλτσες και άφθονα (και το πιο σημαντικό φρέσκα) λαχανικά. Μεγάλη ποικιλία υπάρχει επίσης στα ψωμιά τους (το πιο σημαντικό για εμένα σε ένα καλό σαντουιτσάδικο). Φυσικά θα βρεις φραντζολάκια, λαγάνες, ψωμιά πολύσπορα και πολυτελείας, παραδοσιακά, αλλά εγώ ξεχώρισα την κλασική τσιαπάτα και το ψωμί dunkel χωρίς γλουτένη. Μεγάλο συν: Τα σάντουιτς φτιάχνονται εκείνη τη στιγμή, που θα κάνεις την παραγγελία σου. Ένας ακόμη λόγος για να περάσεις από το Guarantee, είναι για να δοκιμάσεις τους ολόφρεσκους χυμούς του, που φτιάχνονται από φρούτα και λαχανικά και είναι ό,τι χρειάζεσαι για να συνοδέψεις τη βόλτα σου στο κέντρο της πόλης.
Ελένη Πάικου
Το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης εβδομάδας το πέρασα στο σπίτι -με το που πέφτει η θερμοκρασία κάτω από 15 βαθμούς δεν μπορείς να με πείσεις εύκολα να βγω έξω. Τα περισσότερα βράδια μου λοιπόν ήταν αφιερωμένα στο bingewatching και συγκεκριμένα στο Traces, μία crime σειρά μυστηρίου, με πρωταγωνίστρια την 23χρονη Emma, που 18 χρόνια μετά τη δολοφονία της μητέρας της, επιστρέφει στον τόπο που γεννήθηκε, αυτή τη φορά ως ενήλικας και μάλιστα βοηθός στο Ινστιτούτο Ιατροδικαστικής της Σκωτίας – έχοντας δηλαδή τα μέσα να ερευνήσει σωστά την πολύ προσωπική για εκείνη υπόθεση. Η ιστορία ήταν ενδιαφέρουσα, οι ερμηνείες πολύ καλές (με αγαπημένη μου εκείνη της Laura Fraser, που ίσως την αναγνωρίζετε ως Lydia από το Breaking Bad) και η πλοκή με κράτησε σε αγωνία μέχρι το τέλος. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο όμως ήταν το γεγονός ότι το καστ ήταν κυρίως γυναικείο και η ομάδα που τελικά έλυσε την υπόθεση δεν ήταν οι (ας το παραδεχτούμε συνήθως πολύ “ματσό” στην TV) ντετέκτιβ, αλλά τρεις πανέξυπνες επιστήμονες. Η δεύτερη σεζόν θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα (συγκεκριμένα στις 20/11 από την COSMOTE TV), οπότε αν σου αρέσουν τα crime dramas προλαβαίνεις άνετα να δεις τα έξι επεισόδια της πρώτης σεζόν.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Ένας παραμορφωτικός καθρέφτης που έχει την ικανότητα να αναδεικνύει και όχι να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που μου δημιουργήθηκε καθώς παρακολουθούσα την παράσταση «Η Νύχτα των Μυστικών» στο Θέατρο Μπέλλος. Σε αυτόν τον παράξενό, σαγηνευτικό, αλλοπρόσαλλο και ολίγον τι επικίνδυνο «παραμορφωτικό καθρέφτη», που στήνει με την πένα του ο Άκης Δήμου και μεταφέρει στη σκηνή η Αικατερίνη Παπαγεωργίου– τον κόσμο μιας παράστασης τσίρκου- οι ήρωες, ένα νεαρό ζευγάρι που χάνει τον δρόμο του μια, εν τέλει, όχι και τόσο συνηθισμένη νύχτα καθώς και τέσσερα μέλη ενός «παρακμιακού» θιάσου έρχονται αντιμέτωπα με το ίδιο το είδωλο τους αλλά και ο ένας με τον άλλον, καθώς προσπαθούν να πλοηγηθούν- εντός τους και εκτός τους-σε έναν ονειρικό «λαβύρινθο» γεμάτο απατηλή λάμψη και σκοτεινά μυστικά.
Ο κόσμος αυτός- ελκυστικός και απωθητικός συνάμα για τους ήρωες που συμμετέχουν με περισσότερη ή λιγότερη θέληση σε αυτόν- παρουσιάζεται μέσα από την κίνηση των σωμάτων, τα δυνατά συναισθήματα, τα χρώματα, τα εκκεντρικά κοστούμια, την υπέροχη μουσική του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου, τις γενναιόδωρες ερμηνείες και μια ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία. Είτε παρηγορητικός είτε ανελέητος- ανάλογα με την οπτική του εκάστοτε χαρακτήρα- δεν προσφέρει διαφυγή ή εύκολες λύσεις, αντίθετα μιλά. Μιλά για την κακοποίηση, την έμφυλη βία, την αποξένωση, την σκληρότητα με την οποία μεταχειριζόμαστε τους γύρω μας, τις πληγές, τους φόβους, τις φρούδες ελπίδες, τις εθελούσιες αυταπάτες και όλες εκείνες τις αλήθειες που πασχίζουμε να θάψουμε όσο πιο βαθιά γίνεται. Εγώ ως θεατής ομολογώ δεν μπόρεσα να αντισταθώ στη «δίνη» μιας τέτοιας σαγήνης παρά τον φόβο μου να κοιτάξω κατάματα τον δικό μου «παραμορφωτικό καθρέφτη».
Αριστούλα Ζαχαρίου
Ο Freddie Mercury δεν είναι ένας εύκολος άνθρωπος να τον υποδυθεί κανείς, τόσο από άποψη προσωπικότητας όσο και από άποψη εμφάνισης, ο Rami Malek όμως σε αυτή την ταινία κάνει εξαιρετική δουλειά. (Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την εξαιρετική τηλεοπτική σειρά “Mr Robot” θα γνωρίζουν τις εξαιρετικές υποκριτικές ικανότητές του). Έτσι και στο Bohemian Rhapsody ο Malek καταφέρνει να αποτυπώσει την φωνή, τους μανιερισμούς και τις σκηνικές κινήσεις του Mercury. Οι Queen έγραψαν τραγούδια και κυκλοφόρησαν άλμπουμ τα οποία οι κριτικοί καταδίκασαν για τους εντελώς λάθος λόγους (όπως και αυτή η ταινία), αλλά το κοινό τα λάτρεψε για τους σωστούς λόγους (όπως και αυτή η ταινία). Αν η μακροβιότητα και η διηνεκής ζωή είναι κάποιοι δείκτες, τότε μερικά από τα τραγούδια τους -ιδιαίτερα το Bohemian Rhapsody- σίγουρα αξίζουν τη θέση τους στη λίστα μεταξύ των σπουδαιότερων ροκ τραγουδιών που γράφτηκαν ποτέ. Αυτή η εξαιρετική βιογραφική ταινία δεν έχει ποτέ μια βαρετή στιγμή, καθώς ακολουθεί την πρώτη συνάντηση του Freddie Mercury με τα άλλα μέλη του συγκροτήματος, μέχρι τη ραγδαία άνοδό τους, τη γενναιότητά τους να αντιμετωπίσουν τη δισκογραφική τους εταιρεία, επιμένοντας να κυκλοφορήσει το Bohemian Rhapsody ως single, την επιτυχία τους στην Αμερική και τον δρόμο προς την αυτογνωσία του Mercury σχετικά με τη σεξουαλικότητά του. Η ταινία είναι εξαιρετικά διασκεδαστική, με σκηνές που μένουν σίγουρα στο μυαλό σου όπως και πολλά τραγούδια των Queen. Είναι ένα απόλυτα απολαυστικό αφιέρωμα, που κακώς δεν είχα δει νωρίτερα.
Έλενα Μάτσα
Στη μειοψηφία των καλλιτεχνών που βάζουν στο επίκεντρο μιας δραματουργίας την κλιματική κρίση, το μεγαλύτερο αυτή τη στιγμή πρόβλημα που αντιμετωπίζει η παγκόσμια κοινότητα, ανήκει ο Γιώργος Βαλαής. Thumbs up, λοιπόν, και μόνο για τη χειρονομία – την ώρα που η υπόλοιπη κοινωνία στρουθοκαμηλίζει στην μίζερη καθημερινότητα της. Σε έναν ουδέτερο χώρο, όπως είναι ο χώρος αναμονής ενός αεροδρομίου, εκτυλίσσεται η δράση (μη δράση στην πραγματικότητα) του «Weather in Europe» όπου μοναχικοί ταξιδιώτες βρίσκονται καθηλωμένοι εξαιτίας «ακραίων καιρικών συνθηκών». Σύντομα, διακρίνουμε πως η καθήλωση τους δεν έχει να κάνει μόνο με την ακύρωση των πτήσεων· αλλά κυρίως με την αποξένωση τους από τους άλλους, την διάρρηξη των δεσμών με τη φύση, την σχέση του αδιάφορου παρατηρητή στο θέαμα μιας ολοσχερούς καταστροφής του κόσμου γύρω τους, την νωθρή υπακοή στους κανόνες ζωής και σκέψης που θέτει ο καπιταλισμός και η δικτατορία της κατανάλωσης. Έχει μια βαθιά τσεχωφική χροιά αυτή η αναμονή προς το επερχόμενο τέλος που περιγράφει ο Βαλαής (σε δραματουργική επιμέλεια του Πρόδρομου Τσινικόρη) και, κατά συνέπεια, έχει και ποίηση. Ο μονόλογος του Μάνου Βαβαδάκη καθώς πλέκει το εγκώμιο της πλαστικής σακούλας και η παιδική φαντασίωση του Ρωμανού Καλοκύρη για την ευτυχία είναι δύο πολύ δυνατές στιγμές της παράστασης που ενώ δεν καταργούν την σχέση με το πραγματικό, υψώνονται σε κάτι πιο ονειρικό. Ωστόσο, κι ενώ το project φέρει κι άλλες ενδιαφέρουσες ιδέες προς συζήτηση – άρτιο και αισθητικά (σκηνογραφία Ελένη Στρούλια και φωτισμοί Τάσος Παλαιορούτας) – μπάζει λόγω ελλείμματος συνοχής. Και το χειρότερο είναι πως αυτή δεν είναι μια ατυχής συγκυρία, αλλά μια ειλημμένη απόφαση που θέλει τη δράση να αφεθεί στην αποσπασματικότητα και την βραδύτητα. Το δεύτερο μέρος της παράστασης, πάντως, λειτουργεί αισθητά καλύτερα.
Στέλλα Χαραμή
Τοποθετημένη πάνω στην πλατεία Καρύτση, η ‘Δραχμή’ είναι πλέον ένα από τα βασικά στέκια της βραδινής ζωής της Αθήνας. Ένα μπαρ – ή μάλλον δύο, δεξιά και αριστερά- που μαζεύει πολύ κόσμο στο εσωτερικό του και ακόμα περισσότερο πάνω στον δρόμο του. Αυτόν τον χρόνο έχω βρεθεί εκεί αρκετές φορές, μιας και το κόνσεπτ του να πίνεις το ποτό σου σε ένα δρόμο γεμάτο ανθρώπους και μουσική μου φαίνεται αρκετά ελκυστικό. Επειδή ακριβώς πληροί φαινομενικά όλες τις προδιαγραφές για καλοπέραση -ωραίος χώρος, ωραία μουσική, ωραίος κόσμος- δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι να με χαλάει στη Δραχμή. Κι όμως, μέσα στη βδομάδα που την επισκέφτηκα ξανά, εντόπισα κάποια πράγματα που με έκαναν να σκεφτώ πως ως μαγαζί, τελικά, είναι υπερεκτιμημένη: αρχικά, η μουσική μέσα στο μπαρ παραείναι δυνατή για να μιλήσεις, ενώ έξω από αυτό ακούγεται ελάχιστα. Αυτό που με ενόχλησε περισσότερο ήταν η κατάσταση στον δρόμο: κάθε λίγο περνάει κάποιο αμάξι με αποτέλεσμα όλος ο κόσμος να πρέπει να μετακινείται και να προσαρμόζεται. Αυτό, από ένα σημείο και μετά, είναι κάπως άβολο. Τα παραπάνω η αλήθεια είναι πως παλεύονται και το ενδεχόμενο να ξαναπάω στη Δραχμή δεν το αποκλείω, ωστόσο, όπως είπα και πριν, είναι μάλλον ένα υπερεκτιμημένο μπαρ.
Ανδρομάχη Αρβανίτη