Μπορεί να είχα επισκεφτεί αρκετές φορές την Θεσσαλονίκη στο παρελθόν αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να παρακολουθήσω το Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Η ευκαιρία ήρθε φέτος, η παρέα κατάφερε να οργανωθεί και με μεγάλη όρεξη, ανεβήκαμε με το τρένο στην συμπρωτεύουσα.
Πώς είναι λοιπόν η εμπειρία του μεγαλύτερου κινηματογραφικού φεστιβάλ της χώρας μας για κάποιον που δεν έχει ξαναπάει; Η δική μου εμπειρία ήταν κάπως έτσι…
Σάββατο 5/11: Ημέρα ΠρώτηΈχοντας φτάσει μεσημέρι, είχαμε όλη την ημέρα μπροστά μας αλλά φυσικά προείχε να τακτοποιηθούμε -ο καθένας σε διαφορετικά σπίτια γιατί ως γνωστών όλο και κάποιος θα υπάρχει στην Θεσσαλονίκη για να σε φιλοξενήσει. Με μια μικρή βόλτα στο ενδιάμεσο, κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία Αριστοτέλους και τον κινηματογράφο Ολύμπιον -τον πιο όμορφο, εντελώς υποκειμενικά.
Εκεί μας περίμενε ο Γερμανός σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν με τη νέα του ταινία «Το Χρυσάφι του Ρήνου». Βιογραφική ταινία για τη ζωή του Κούρδου ράπερ Xatar, ο οποίος ζώντας στη Γερμανία και πριν γίνει διάσημος ράπερ, διέπραξε μια από τις πιο θρυλικές ληστείες της χώρας. Μετά την ταινία ακολούθησε q&a με τον σκηνοθέτη, τον ηθοποιό Arman Kashani και τον ίδιο τον Xatar! Ομολογουμένως, η ταινία ήταν πολύ καλή και έλαβε θερμό χειροκρότημα από μια κατάμεστη αίθουσα. Ήταν το ιδανικό ξεκίνημα…
Το πρώτο πρωινό στην Θεσσαλονίκη δεν μπορούσε να μη περιλαμβάνει ένα brunch. Με μεγάλη δυσκολία να επιλέξουμε ανάμεσα σε τόσα ωραία μαγαζιά και με την βοήθεια των ντόπιων φίλων, καταλήξαμε στο «Insane Souls the Concept Store». Πρόκειται για έναν πολύ cozzy, μοντέρνο χώρο με neon φώτα και μεγάλους λευκούς πάγκους αλλά και λίγα τραπέζια έξω για τις ζεστές μέρες. Δοκιμάσαμε τα εξαιρετικά σάντουιτς που περιλαμβάνονται στο μενού του brunch και ήμασταν πια γεμάτοι ενέργεια για τις κινηματογραφικές εμπειρίες που μας περίμεναν.
Η Κυριακή αυτή μας βρήκε με ομπρέλες στο χέρι και τα πιο ζεστά ρούχα που είχαμε φέρει. Καθώς αναμέναμε την δωρεάν προβολή της «Αναπαράστασης» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου που θα πρόβαλαν το απόγευμα στο Ολύμπιον, αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ότι η μέρα είναι πράγματι αφιερωμένη σε αυτόν, μιας και ο καιρός είχε ντύσει την Θεσσαλονίκη στο…αγγελοπουλικό ύφος που τόσο της ταιριάζει.
Για να τιμήσουμε περαιτέρω το μεγαλείο του, επισκεφτήκαμε τις δύο εκθέσεις που βρίσκονται στο λιμάνι και πραγματοποιούνται στα πλαίσια του αφιερώματος για τον Αγγελόπουλο, με αφορμή τα δέκα χρόνια από τον θάνατό του. Η πρώτη είναι έκθεση φωτογραφίας, βρίσκεται στο Glass House και θα διαρκέσει έως τις 04/12. Έχουν συγκεντρωθεί οι φωτογραφίες του Νίκου Νικολόπουλου από τα γυρίσματα της τελευταίας και ανολοκλήρωτης ταινίας του Θεόδωρου Αγγελόπουλου με τίτλο «Η Άλλη Θάλασσα», κατά τη διάρκεια των οποίων ο Αγγελόπουλους έχασε τη ζωή του. Αυτές οι φωτογραφίες μου γέννησαν ανάμεικτα συναισθήματα καθώς περικλείουν τον καρπό ενός έργου που δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί ποτέ και τον χαμό ενός τεράστιου σκηνοθέτη. Σε πολλές φωτογραφίες βλέπουμε και τον Ιταλό ηθοποιό Toni Servillo, o οποίος είχε τον διακαή πόθο να συνεργαστεί με τον Αγγελόπουλο.
H δεύτερη έκθεση που επισκεφτήκαμε βρίσκεται στο Momus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών και είναι η κεντρική έκθεση του φεστιβάλ με τίτλο «Αναπαράσταση (Anaparastasi): Reconstruction, Reenactment, Reconstitution» και διάρκεια έως τις 27/11. Δώδεκα Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες καλέστηκαν να εμπνευστούν από την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου και να δημιουργήσουν έργα γύρω από τις έννοιες της αναπαράστασης και της ανακατασκευής. Και πράγματι το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό με πολλές ευφάνταστες ιδέες και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις!
Ακολούθησε μεσημεριανή προβολή με την ταινία «The Uncle» των Κροατών Andrija Mardešić και David Kapac στις αίθουσες του λιμανιού. Η πλοκή αφορά μια οικογένεια που ζει στη Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του 1980 και καλωσορίζει τον θείο που έρχεται για Χριστούγεννα από τη Γερμανία. Ωστόσο, όλα δεν είναι όπως φαίνονται και η αποκάλυψη αργεί να συμβεί, ξετυλίγεται αργά μέσα από μοτίβα επανάληψης. Έχει αυτή η ταινία κάτι από Λάνθιμο και κάτι από Χάνεκε, συγκρίσεις αναπόφευκτες που κάναμε και με την παρέα μου στο τέλος αλλά γίνονταν και στο ίντερνετ, όπως ανακαλύψαμε αργότερα.
Και, όπως, προαναφέρθηκε η κινηματογραφική εμπειρία της Κυριακής έκλεισε με την προβολή του σκηνοθετικού ντεμπούτου του Αγγελόπουλου. Δεν χωράνε λόγια για το αίσθημα του να βλέπεις δική του ταινία σε μεγάλη οθόνη και, πόσο μάλλον μια τόσο σημαντική ταινία που άνοιξε τον καλλιτεχνικό δρόμο σε έναν από τους καλύτερους σκηνοθέτες της χώρας μας!
Μιας και η κακοκαιρία είχε υποχωρήσει, αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε το ηλιόλουστο πρωινό και ανεβήκαμε στα κάστρα. Με θέα όλη την πόλη, καταστρώσαμε τα σχέδιά μας για την υπόλοιπη ημέρα, πράγμα που είναι μια πρόκληση όταν πρόκειται να συνδυαστούν δύο ή και τρεις προβολές σε μια μέρα μαζί με βόλτες στο κέντρο. Κατηφορίζοντας είχε έρθει πια η ώρα για ένα ολόφρεσκο τρίγωνο πανοράματος -το ονειρευόμουν τουλάχιστον μια εβδομάδα πριν- και επιλέξαμε το ζαχαροπλαστείο «Ελενίδης» που φημίζεται. Ήταν αυτή μια από τις καλύτερες στιγμές του ταξιδιού; ΝΑΙ!
Περπατώντας παραλιακά -μια διαδρομή που πρέπει να κάναμε τουλάχιστον 20 φορές- φτάσαμε στο λιμάνι για να παρακολουθήσουμε το «Piaffe», μια γερμανική ταινία παρουσία της σκηνοθέτη Ann Oren και του ηθοποιού Bjørn Melhus, οι οποίοι απάντησαν στο τέλος στις ερωτήσεις μας. Στην ταινία η πρωταγωνίστρια είναι μια foley artist -δημιουργεί δηλαδή ήχους για ταινίες, διαφημίσεις κ.α.- η οποία καθώς δουλεύει πάνω σε μια διαφήμιση με ήχους αλόγων, η ίδια αρχίζει να αποκτά μια δική της ουρά αλόγου. Φυσικά και θέλαμε να δούμε μια πιο ιδιαίτερη πλοκή, φυσικά και ξέραμε που πηγαίναμε και φυσικά στο τέλος «τσακωνόμασταν» μεταξύ μας γιατί οι μισοί την λάτρεψαν και οι άλλοι μισοί όχι!
Καθώς είχαμε χρόνο έως την βραδινή προβολή, κάναμε μια βόλτα στην πλατεία Ναυαρίνου για φαγητό κι έπειτα επισκεφτήκαμε το βιβλιοπωλείο «Ακυβέρνητες Πολιτείες», στο οποίο μπορεί κανείς να απολαύσει και τον καφέ ή την μπύρα του ή απλώς να βρει το βιβλίο που ψάχνει, με ορισμένα να είναι δικής τους έκδοσης -εμείς κάναμε τις αγορές μας. Αν και καφέ δεν καταφέραμε να πιούμε εκεί, το ζεστό κλίμα του χώρου με την ωραία μουσική και τα ατελείωτα ράφια, με έκαναν να θέλω να το επισκεφτώ ξανά οπωσδήποτε την επόμενη φορά που θα βρεθώ στην Θεσσαλονίκη.
Η βραδινή προβολή έγινε στον κινηματογράφο Μακεδονικόν, πολύ κοντά στον Λευκό Πύργο. Είδαμε την ταινία «Leοnor Will Never Die» της Martika Ramirez Escobar. Δεν βρίσκω έναν εύκολο τρόπο να περιγράψω την πλοκή αυτής της ταινίας -συγκαταλέγεται σίγουρα στις πιο «καμμένες» ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ. Η Leonor είναι μια ηλικιωμένη δημιουργός ταινιών, η οποία όταν την χτυπά μια τηλεόραση στο κεφάλι και πέφτει σε κώμα, γίνεται η ίδια η πρωταγωνίστρια του τελευταίου της σεναρίου και πρέπει να αναλάβει δράση. Όμως και πάλι, αυτή η μια πρόταση δεν προετοιμάζει κανέναν πραγματικά για το τι θα δει. Δίνει απλώς μια γεύση.
Κι αν πιστεύετε πως η μέρα αυτή είναι ατελείωτη, ναι έχετε δίκιο! Είναι! Έπειτα από την τελευταία προβολή, ο δρόμος μας έβγαλε στο «Ύψιλον», ένα από τα πιο in μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, όπου εκείνη την βραδιά φιλοξενούσε ένα από τα πολλά πάρτι του φεστιβάλ. Χορέψαμε λοιπόν στους ρυθμούς του dj, ήπιαμε δροσιστικά ποτά, συζητούσαμε παθιασμένα για τις ταινίες που είδαμε και οι πιο τολμηροί της παρέας όλο και μίλησαν και σε κάποιον σκηνοθέτη που βρήκαν κάπου εκεί…
Η τελευταία μέρα μας στην Θεσσαλονίκη είχε το βάρος της επιστροφής που κανένας δεν ήθελε να έρθει. Έμεναν δύο βασικά πράγματα που έπρεπε να κάνουμε πριν φύγουμε: μπουγάτσα και τσουρέκια. Έτσι, φάγαμε από την μια και μοναδική μπουγάτσα «Ο Γιάννης», την σπεσιαλιτέ μπουγάτσα με κιμά και γιαούρτι από πάνω -και βεβαίως μια γλυκιά για το τέλος. Έπειτα, προμηθευτήκαμε το καθιερωμένο τσουρέκι κάστανο «Τερκενλής» για να ταξιδέψει μαζί μας.
Η τελευταία ταινία με την οποία αποχαιρετήσαμε για φέτος το 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης ήταν το «Flux Gourmet», παρουσία του σκηνοθέτη Peter Strickland και του πρωταγωνιστή Μάκη Παπαδημητρίου. Πριν την προβολή της, προβλήθηκε η μικρού μήκους ταινία του ίδιου σκηνοθέτη με τίτλο «Κενός Νάρκισσος (Τα Πάθη του Βάλτου)». Η μεγάλου μήκους αφορά μια ομάδα που κάνει παραστάσεις βασισμένες στην γαστρονομία και σε μαγειρικούς ήχους, η οποία πηγαίνει σε ένα ειδικό ινστιτούτο όπου εκεί βιώνει συγκρούσεις και καλλιτεχνικές μεταπτώσεις. Ακόμη μια ταινία που δύσκολα περιγράφει σε μια φράση όλα όσα είναι. Σίγουρα γελάσαμε πολύ αλλά όπως ειπώθηκε και στο πολύ ενδιαφέρον q&a που ακολούθησε, δεν ήταν απλώς χιουμοριστική αλλά κρύβει πιο σοβαρά και θλιβερά ζητήματα σε μια δεύτερη ανάγνωση. Θίγει θέματα που δεν θίγονται και εξερευνά πτυχές της τέχνης που εξαπατά και προκαλεί. Όπως και να έχει, ήταν ένα πάρα πολύ καλό κλείσιμο!