Οι διασημότερες top-10 λίστες σκηνοθετών -σαν αυτές του Ορσον Γουέλς, του Κιούμπρικ και του Ταρκόφσκι – έχουν στις ψηλές θέσεις τους «Τα φώτα της πόλης». Το αριστούργημα του Τσάρλι Τσάπλιν, μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά, παρότι έμεινε πεισματικά αγκιστρωμένη στην φόρμα του βωβού, αναζητά πάλι τους θεατές της. Αυτήν την φορά τους καλεί στο θέατρο -και μάλιστα στο Εθνικό– μετασχηματισμένο σε ένα πρωτότυπο μιούζικαλ: Δίχως φωνή αλλά με την ποιητική και απελευθερωτική δύναμη της σωματικής αφήγησης.
Γεύση από πρόβαΧρειάζονται λίγα δευτερόλεπτα για να αφομοιώσεις την ιδέα πως ο ηθοποιός που στέκεται απέναντι σου δεν είναι το copy cut ενός κινηματογραφικού πλάνου με τον Τσάρλι Τσάπλιν ως Σαρλώ. Είναι ο Προκόπης Αγαθοκλέους που, σε ένα εντυπωσιακό makeover (μουστάκι Δικτάτορα, κούρεμα 30s κτλ), ζωντανεύει εντυπωσιακά έναν από τους πιο κλασικούς ήρωες της παγκόσμιας κινηματογραφίας. Αν πια, τον δεις να περπατά με το χαρακτηριστικό βηματισμό του πιγκουίνου ή να μορφάζει με ανατριχιαστική ακρίβεια, το θέαμα γίνεται με κάποιον τρόπο μεταφυσικό. Στις σκηνές που προβάρουν τώρα, συντροφιά με τον Έκτορα Λυγίζο – τον ολίγο αλκοολικό, πολύ αυτοκτονικό και πολύ περισσότερο πλούσιο ήρωα των «Φώτων της πόλης» – είναι και οι δύο χάρμα οφθαλμών. Άλλοτε στην έπαυλη όπου ο δεύτερος προσπαθεί μάταια να αυτοπυροβοληθεί, άλλοτε στην προβλήτα που επιχειρεί (επίσης με αποτυχία) να δέσει μια πέτρα στο λαιμό του και να πέσει στη θάλασσα, ο Σαρλώ με την ζεστή καρδιά είναι εκεί για να τον αποτρέψει.
Σε απόσταση αναπνοής, η Αμάλια Μπένετ πότε ψαλιδίζει, λειαίνει και πότε μεγαλώνει τις κινήσεις τους, οδηγώντας τους σε έναν τέλεια αστείο συντονισμό μπουφόνικων κινήσεων, σωμάτων που τινάζονται σαν ελατήρια και σλάπστικ δράσεων. Όταν πια εμφανίζεται στο κάδρο και ο αφόρητα σνομπ μπάτλερ του εκατομμυριούχου, ο Κώστας Μπερικόπουλος κρατώντας το λούτρινο αρκουδάκι με το οποίο ο εργοδότης του πέφτει για ύπνο, οι λιγοστοί της πλατείας ξεσπούν σε δυνατά γέλια.
Ο Όσον Γουέλς είχε επιλέξει στα «Φώτα της Πόλης» την αγαπημένη του ταινία όλων των εποχών. O Aντρέι Ταρκόφσκι, στο ίδιο mood, είχε σχολιάσει πως «ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι ο μοναδικός άνθρωπος που, χωρίς καμιά αμφιβολία, έχει περάσει στην κινηματογραφική ιστορία. Οι ταινίες του δεν μπορούν ποτέ να παλιώσουν». Με αυτό το αριστουργηματικό υλικό, μια ομάδα καλλιτεχνών του Εθνικού Θεάτρου τολμά να σχετιστεί θεατρικά. Και μάλιστα με ένα ευφυή τρόπο: Μετατρέποντας την κινηματογραφική ιστορία σε μιούζικαλ, αντλώντας από τους όρους και την αισθητική του βωβού σινεμά, όπου και πρωτοδιατυπώθηκε.
Τι παράγει αυτή η σκέψη; Το πρώτο «βωβό» μιούζικαλ: Χωρίς διαλόγους αλλά με καρτέλες που προλογίζουν τα επόμενα «κεφάλαια» (όπως στο βωβό σινεμά), ερμηνευμένο με μια εξωφρενική, σλάπστικ σωματικότητα, όπου οι σκέψεις και τα συναισθήματα των ηθοποιών μόνον τραγουδιούνται από τους τραγουδιστές της διανομής. Και που, επί σκηνής, ανασυντίθεται ένας κινηματογραφικός κόσμος του Μεσοπολέμου.
Όλα ξεκίνησαν από μια ιδέα του συνθέτη Θοδωρή Οικονόμου να γράψει μουσική πάνω στο φιλμ του Τσάπλιν. ‘Οταν, πια, πρότεινε στην χορογράφο Αμάλια Μπένετ να το σκηνοθετήσει, η ιδέα άρχισε να παίρνει σχήμα.
Η τρυφερή ιστορία του πάμφτωχου παλιάτσου που ερωτεύεται μια φτωχή και τυφλή ανθοπώλισσα και αγωνίζεται για να βρει το φως της – ενώ, την ίδια ώρα, αποτρέπει από την αυτοκτονία έναν εκατομμυριούχο αλλά δυστυχισμένο τύπο – γίνεται μια πρωτότυπη αλληλουχία σωματικής και μουσικής αφήγησης. «Λέμε την ιστορία με τον δικό μας τρόπο, αφού το τραγούδι θα είναι το παραθυράκι στον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων. Όλα τα υπόλοιπα είναι δουλειά των ηθοποιών» σημειώνει η σκηνοθέτιδα Αμάλια Μπένετ ενώ ο συνθέτης Θοδωρής Οικονόμου διευκρινίζει πως «ο λόγος, με την έννοια της πρόζας, δεν μας απασχόλησε από την αρχή. Τα τραγούδια που θα συνοδεύουν την παράσταση θα απηχούν το αίσθημα των ρόλων. Κι έτσι η δραματουργία θα προκύπτει μέσα από την κίνηση των ηθοποιών και τη μουσική».
Τα δώδεκα τραγούδια της παράστασης σε στίχους του Σταύρου Σταύρου είναι, εδώ, η μοναδική πηγή λόγου. «Όντως το τραγούδι στη συγκεκριμένη παραγωγή διαδραματίζει έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο, μιας και καλείται να ‘ντύσει’ με λέξεις τη βουβή φύση του έργου. Αυτό ήταν για μένα μια τεράστια πρόκληση. Από τη μια, ο στίχος έχει τον ρόλο να αποτυπώσει τους διαλόγους και την εξέλιξη της δράσης και από την άλλη να φωτίσει τα συναισθήματα των ηρώων. Γι’ αυτό και αναφερόμαστε στην παράσταση χαρακτηρίζοντας την, ως ένα ‘διαφορετικό μιούζικαλ’» εξηγεί ο ίδιος.
Είναι σαφές πως η πρόκληση στην οποία πρέπει να υπακούσουν τα θεατρικά «Φώτα της πόλης» είναι παραπάνω από μεγάλη. «Πρέπει να απαντήσουμε στο γιατί αξίζει να φέρουμε στο θέατρο κάτι τόσο άρτιο και ανθεκτικό στο χρόνο. Γιατί να το βγάλουμε από την κινηματογραφική του διάσταση και να το συνθέσουμε από την αρχή με ένα χειροποίητο και σωματικό λεξιλόγιο, με μιαν άλλη παρτιτούρα. Σε αυτήν την ερώτηση με βοήθησαν πολύ δύο στοιχεία της δικής οπτικής: Πως η σκηνοθεσία της Αμάλια δίνει σε όλους ένα γκρο πλαν και πως ο Τσάρλι Τσάπλιν ξεκίνησε την καριέρα του δουλεύοντας σε θεάματα βαριετέ» σημειώνει η Αλεξάνδρα Αϊδίνη ερμηνεύοντας την νεαρή ανθοπώλισσα που ευεργετείται από τον αγώνα του Σαρλώ να αποκαταστήσει την όραση της.
Την ίδια ώρα, ο θεματικός πυρήνας της ταινίας, ο μέγας ανθρωπισμός για τον οποίο υμνήθηκε ο Τσάπλιν (εδώ τοποθετημένος στην εποχή του οικονομικού Κραχ, την πρώτη παταγώδη πτώση του Καπιταλισμού) είναι ο πιο προφανής λόγος για να επανέρθει κανείς σε αυτό το έργο. Σε μια εποχή ακραίας φτώχειας, επιβιώνει ο αλτρουισμός και η αγάπη στο πρόσωπο ενός καλόψυχου φτωχοδιάβολου, αξίες που θέλει να μοιραστεί με όσους βρίσκονται στο διάβα του. «Θίγονται δύο βασικά θέματα: Η αγνή, αληθινή αγάπη και η ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτά θέλησα να φωτίσω μέσα από τους στίχους μου. Καταρχάς, αγγίζουν όλες τις πτυχές της αγάπης: Το πάθος, το δόσιμο, τη χαρά, την απογοήτευση, τη συγκίνηση. Όσον αφορά στο θέμα της κοινωνικής αδικίας, αποτυπώνουν την ανάγκη του απλού, καθημερινού ανθρώπου να υπερβεί τα εμπόδια και να κυνηγήσει το όνειρό του» εξηγεί ο στιχουργός Σταύρος Σταύρου ενώ ο ιθύνων νους της προσπάθειας, Θοδωρής Οικονόμου σχολιάζει πως «είναι τόσο ανοιχτή η θεματολογία του, γι’ αυτό και τόσο δύσκολη. Προσωπικά μου ξυπνάει την συγκίνηση σε καιρούς ζοφερούς και σε ένα μέλλον άγνωστο. Είναι θεραπευτική αυτή η επαφή με την παιδική ματιά ενός τεράστιου δημιουργού».
Οι ήρωες – Οι ηθοποιοίΗ εκπληκτική ομοιότητα του ηθοποιού Προκόπη Αγαθοκλέους με τον Τσάρλι Τσάπλιν μοιάζει να είναι το πρώτο τουβλάκι στο οικοδόμημα της προσπάθειας, ειδικά όταν η Αλεξάνδρα Αϊδίνη η συμπρωταγωνίστρια και sweet heart του, επιβεβαιώνει πως «ο Προκόπης είναι σαν να έχει καταπιεί τον Σαρλώ». Η εμβληματική και εξόχως απαιτητική κινησιολογία του Τσάπλιν έβαλε τον Αγαθοκλέους σε μια πολύμηνη διαδικασία αυτοεκπαίδευσης «προκειμένου να κατακτήσω ένα επίπεδο σωματικότητας που θα μου επιτρέπει να τον μιμηθώ στην εντέλεια. Θυμάμαι να περπατάω στο δρόμο και να ανεβαίνω τις σκάλες στο μετρό με τον χαρακτηριστικό του τρόπο για μήνες» λέει. Συνεργάτης, μεταξύ άλλων, του Θόδωρου Τερζόπουλου, του Δημήτρη Παπαϊωάννου και του Μιχαήλ Μαρμαρινού, δημιουργών απόλυτα ταυτισμένων με τη σωματική λειτουργία στο παραστατικό θέαμα, αντιλαμβανόταν από νωρίς την πρόκληση της συγκεκριμένης συνθήκης: Το σώμα ως ακραιφνές μέσο αφήγησης. «Φυσικά, μετά από αυτό, το επόμενο μεγάλο στοίχημα είναι να βρω την ψυχή αυτού του ήρωα, να μην μείνω στην επιφάνεια του. Ένας άνθρωπος που, παρότι δεν έχει στον ήλιο μοίρα, δεν παραιτείται και παλεύει για όσα πιστεύει. Όταν πια ερωτεύεται, φτάνει στο σημείο να μπει σε ένα πραγματικό ρινγκ για να κατακτήσει το στόχο του. Είναι μια συμβολική πορεία στον αγώνα επιβίωσης του καθημερινού ανθρώπου» προσθέτει.
Για την Αλεξάνδρα Αϊδίνη που υποδύεται την sweet heart του ήρωα με το πρόβλημα όρασης, ο στόχος δεν είναι να αποδώσει με σαφήνεια και ρεαλισμό την τυφλότητα της. «Αυτό πιστεύω θα με περιόριζε πολύ ερμηνευτικά. Σκέφτομαι το κορίτσι αυτό ως ένα πλάσμα που θέλει να βγει στο φως μέσα από την αγάπη και είναι αυτό που πρέπει να κυριαρχήσει στην ερμηνεία μου: Η τρυφερή ατζαμοσύνη της στον έρωτα και το χαμόγελο της στη ζωή» εξηγεί. Ο, επίσης, βιρτουόζος του σωματικού θεάτρου Έκτορας Λυγίζος εμφανίζεται εδώ στο ρόλο του ματαιωμένου ζάμπλουτου που θέλει διαρκώς να αυτοκτονήσει, θυμίζοντας στιγμές από τις δικές του σκηνοθεσίες στο «Room Service» και στο «Σώσε». «Είναι ένα κλασικό μοτίβο ήρωα· όσο πάμπλουτος είναι, άλλο τόσο είναι και δυστυχισμένος. Αν και πιστεύω, εμβαθύνοντας στο έργο πως όλα τα πρόσωπα είναι alter ego του Τσάπλιν, είναι φιγούρες ρέπλικες. Γι’ αυτό και μας προσφέρουν μια πολύ μεγάλη ελευθερία να τους πλάσουμε εξ αρχής».
Η βασική διανομή των χαρακτήρων συμπληρώνεται με τον μπάτλερ του εκατομμυριούχου που υποδύεται ο Κώστας Μπερικόπουλος και την Υβόννη Μαλτέζου στο ρόλο της γιαγιάς του τυφλού κοριτσιού. Το ενδιαφέρον είναι πως κάθε κεντρικός ήρωας βρίσκει τη φωνή του στο τραγούδι ενός άλλου ερμηνευτή. Έτσι, η φωνή του τυφλού κοριτσιού αρθρώνεται από τη Σαββίνα Γιαννάτου, η φωνή του εκατομμυριούχου από τον Μίκη Παντελούς, του Μπάτλερ από το Νικόλα Ντούρο. Η Σαββίνα Γιαννάτου, της οποίας οι παρουσίες πληθαίνουν πλέον στη θεατρική σκηνή, εξηγεί πως έχει έρθει η στιγμή να απαντήσει σε εκείνους οι οποίοι της αποδίδουν ένα χαρακτηρισμό «αποστασιοποίησης όταν ερμηνεύω. Όμως και το τραγούδι έχει σχέση με το θέατρο. Μπορεί να μην είσαι μέσα σε ένα ρόλο, ωστόσο κάτι αφηγείσαι, μια ιστορία. Σε αυτή την περίπτωση, στόχος μου είναι να δημιουργήσω σκηνικό χώρο μέσα από τον ήχο. Πάντως, όσο περισσότερο ‘μπαίνω’ σε αυτό τόσο πιο πολύ συνειδητοποιώ ότι είναι μια ψυχαναλυτική διαδικασία. Οι ηθοποιοί κάνουν τρομερή εσωτερική δουλειά για να ζωντανέψουν τους ρόλους τους».
Το καστ της παράστασης συμπληρώνουν οι Στέλλα Αντύπα, Θοδωρής Βράχας, Νίκος Ιατρού, Γρηγορία Μεθενίτη, Μάριο Μπανούση, Ιωάννα Μπιτούνη, Κρις Ραντάνωφ, Θανάσης Ραφτόπουλος, Μαριάμ Ρουχάτζε και Κωνσταντίνος Σάμαα.
Η σκηνοθεσίαΣτην πρώτη της θεατρική σκηνοθεσία, η Αμάλια Μπένετ νιώθει ασφαλής. Για την ακρίβεια, αισθάνεται πως η διαδικασία της αφήγησης δεν της είναι κάτι ξένο αφού «σ’ όλη μου τη ζωή διδάσκω στους ηθοποιούς τον τρόπο που θα σχετιστούν με το σώμα τους. Η αλήθεια είναι πως ελευθερώθηκα πολύ από το βάρος του κειμένου κι έτσι μπορώ να πω ότι νιώθω σαν στο σπίτι μου». Σκηνοθετικά, ξεκαθαρίζει πως «δεν θέλω να φανώ πιο έξυπνη από τον Τσάρλι Τσάπλιν». Αυτό μεταφράζεται στην πρόθεση να αναδείξει αυτόν τον ύμνο στην αγάπη και την ανθρωπιά δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον ψυχισμό των χαρακτήρων. «Μέλημα μου είναι να προκύψουν τα πρόσωπα τρισδιάστατα, γι’ αυτό και αντλούμε από διάφορες τεχνικές του Τσάπλιν, τα λεγόμενα dream sequences, είτε από τα ‘Φώτα της πόλης’ είτε κι από άλλες ταινίες του. Mε ενδιαφέρει πολύ να αποτυπωθεί μια ποιητική και ονειρική ατμόσφαιρα μέσα στην πολιτική χροιά του έργου».
Συμπαραστάτες σε αυτή την προσπάθεια είναι οι ηθοποιοί της, «μια ομάδα που με εκπλήσσει με τη θέληση της. Νιώθω σαν να οδηγώ ένα έλκηθρο κι εκείνοι είναι τα χάσκι που καλπάζουν από χαρά στο χιόνι. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να κρατήσω σωστά τα σχοινιά». Υπάρχει, όμως, και ένα «τρίτο μάτι» στην πρόβα που το οφείλει στον πολύπειρο και πολυδιακεκριμένο στην Ελλάδα Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς – με τον οποίο μοιράζεται και τη ζωή της. «Με το Νικίτα συμπληρωνόμαστε με πολλούς τρόπους. Εδώ αισθάνομαι πως είναι η δύναμη της παράστασης. Είναι εκείνος που παρατηρεί 1000 λεπτομέρειες και με τη φρέσκια του ματιά μας σώζει από αυτές. Ο Νικίτα μου θυμίζει τη γενναιοδωρία που έχει το θέατρο, στις πρόβες νιώθω πως είναι το δίχτυ ασφαλείας μας».
Η μουσικήΜε την φιγούρα του Τσάρλι Τσάπλιν να είναι εντυπωμένη στην παιδική ανάμνηση πολλών – αν όχι όλων- από εμάς, ο Θοδωρής Οικονόμου ταξιδεύει πίσω για συνθέσει τη μουσική της παράστασης. Στην πληγωμένη παιδικότητα του «μεγάλου» Τσάπλιν, στα δικά του παιδικά χρόνια και στο συναίσθημα που εξωτερικεύεται και επικάθεται πάνω στη μελωδία. «Όπως και το ένστικτο έτσι και οι μελωδίες δεν εξηγούνται, έχουν συγκινησιακά φορτία» σχολιάζει.
Παρόλα αυτά, φροντίζει να αγγίξει την εποχή γέννησης του έργου, τις αρχές της δεκαετίας του ’30 «μια εποχή που εκτός από τις μεγάλες οικονομικές και πολιτικές δονήσεις ήταν και ένα φανταστικό πεδίο για την άνθιση όλων των τεχνών. Παρόλα αυτά, η μουσική της παράστασης αγγίζει και το σήμερα, ίσως λίγο πιο μαλακά. Άλλωστε, η μουσική είναι ένας τρόπος για να γλιστράς πιο εύκολα στη ζωή και στο χρόνο». Στην παράσταση ο ίδιος θα βρίσκεται επί σκηνής παίζοντας πιάνο μαζί με τους μουσικούς Διονύση Βερβιτσιώτη, Παρασκευά Κίτσο, Ιώ Λε Μολλέρ και Δημήτρη Χουντή.
Τα 30s ως μια από τις πλέον χαρακτηριστικές αισθητικά εποχές του 20ου αιώνα καταλαμβάνουν την σκηνή του Rex. Από τη μια τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, γνήσιοι και καλαίσθητοι μάρτυρες της μεσοπολεμικής αισθητικής, και από την άλλη τα σκηνικά της Τίνα Τζόκα. Η σκηνογράφος της παράστασης αποκαλύπτει όλο το μηχανισμό της σκηνής του Rex για να δώσει την αίσθηση ενός παρασκηνίου, «λες και μεταφερόμαστε σε ένα στούντιο γυρισμάτων. Κυρίως δίνουμε τέλειες εικόνες για ο,τιδήποτε θα μπορούσε να μπει στο κινηματογραφικό πλάνο, αλλά μας ενδιαφέρει να τονιστεί και το backstage». Δημιουργούνται, έτσι, πολλές εστίες επί σκηνής (το σπίτι του εκατομμυρίου, το σπίτι της φτωχής ηρωίδας, η προβλήτα του λιμανιού, το ρινγκ όπου θα αγωνιστεί ο Σαρλώ) ενώ σε μια ανάγκη να υπογραμμιστεί το vintage στοιχείο, η σκηνογράφος αποφάσισε να δώσει πνοή σε παλιά υλικά σκηνικών: Από την πόρτα ενός αρχοντικού μέχρι το εμβληματικό άγαλμα της πόλης, όπου εκτυλίσσεται η πλοκή.
Την ίδια ώρα, η Χριστίνα Θανάσουλα επιμελείται το φωτιστικό σχεδιασμό για μια παράσταση που θέλει… φώτα. «Έχουμε πηγές φωτός από διαφορετικές κατευθύνσεις για να δώνουμε την αίσθηση ενός κινηματογραφικού γυρίσματος κι ενός στούντιο. Έχουμε εμφανείς φωτισμούς αλλά και πιο κρυμμενους, vintage φωτιστικά στοιχεία και γενικότερα φώτα που θα κυνηγούν την δράση». Μάλιστα από τα πρώτα στοιχεία που δόθηκαν στους ηθοποιούς ήταν μικρά φωτάκια προκειμένου οι ίδιοι να γίνουν φωτιστές του «πλάνου» τους.
«Τα φώτα της πόλης» κάνουν πρεμιέρα στις 23 Νοεμβρίου στο Rex του Εθνικού Θεάτρου.
Διασκευή: Αμάλια Μπένετ-Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς-Θοδωρής Οικονόμου
Σκηνοθεσία-Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Στίχοι: Σταύρος Σταύρου
Σύμβουλος δραματουργίας: Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς
Σκηνικά: Τίνα Τζόκα
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Ηχητικός σχεδιασμός: Κωνσταντίνος Μπώκος
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Παίζουν: Προκόπης Αγαθοκλέους, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Φίλιππος Άνθης, Στέλλα Αντύπα, Θοδωρής Βράχας, Σαββίνα Γιαννάτου, Νίκος Ιατρού, Έκτορας Λυγίζος, Υβόννη Μαλτέζου, Γρηγορία Μεθενίτη, Μάριο Μπανούσι, Ιωάννα Μπιτούνη, Κώστας Μπερικόπουλος, Νικόλας Ντούρος, Μίκης Παντελούς, Γιάννης Πρωτόπαππας, Κρις Ραντάνοφ, Θανάσης Ραφτόπουλος, Μαριάμ Ρουχάτζε, Κωνσταντίνος Σάμαα.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20:30, Κυριακή στις 19:00