Συν & Πλην: «Ο συνεργός» στο Επί Κολωνώ
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Συνεργός» σε σκηνοθεσία Γιώργου Χριστοδούλου που ανεβαίνει στο Επί Κολωνώ.
Το πρώτο έργο που δημοσιεύει ο ηθοποιός Γιώργος Χριστοδούλου, καταπιάνεται με το κοινωνικό φαινόμενο της γυναικοκτονίας. Αντλώντας από ένα πραγματικό φόνο που συνέβη το 2005 στην πόλη της Βέροιας, ο Χριστοδούλου ακολουθεί το χρονικό της δολοφονίας και της συγκάλυψης της, μέσα από τα μάτια του συνεργού. Η δραματουργική, αυτή, επιλογή απομακρύνει τον συγγραφέα από την εύκολη, μετωπική αντιμετώπιση της ανάγνωσης ανάμεσα στο θύτη και στο θύμα· και τοποθετεί το φακό πρωτίστως στο κοινωνικό περιβάλλον ενός γυναικοκτόνου που πιθανώς να γνωρίζει, να εμπλέκεται ή έστω να υποψιάζεται πως κάτι συμβαίνει και να το υποθάλπει.
Η αφήγηση ξεκινάει στιγμές πριν το φόνο. Μια επαρχιακή πόλη, μια μικρή κοινωνία. Ο Αποστόλης και η γυναίκα του Τασούλα βρίσκονται στο σπίτι τους, όταν εμφανίζεται ο «κολλητός» και ξάδερφος του πρώτου, Θάνος ζητώντας παρηγοριά για τον καινούργιο καβγά με την κοπέλα του, την Βίκυ που, όπως φαίνεται, έχει οδηγήσει σε οριστικό χωρισμό. Η νύχτα κυλάει αναμενόμενα με ένα παρηγορητικό μεθύσι, μέχρι τη στιγμή που ο Θάνος ομολογεί στον Αποστόλη πως μέσα στο σπίτι του βρίσκεται νεκρή η Βίκυ. Την στραγγάλισε το πρωί, όταν ανακάλυψε ένα ύποπτο μήνυμα από άλλον άνδρα στο κινητό της. Και τώρα, του ζητάει να τον βοηθήσει να εξαφανίσουν το πτώμα της.
Παρά την πρώτη αντανακλαστική αντίδραση να πάει στην αστυνομία και να τον καταδώσει, ο Αποστόλης τελικά συνεργάζεται στην αποτρόπαια πράξη. Γίνεται ο συνεργός του δολοφόνου. Από το επόμενο πρωί, η Βίκυ παρουσιάζεται ως εξαφανισθείσα, που έριξε μαύρη πέτρα πίσω της και στη μίζερη επαρχιακή ζωή της και έφυγε σιωπηρά για τη μεγάλη πόλη.
Το έργο του Γιώργου Χριστοδούλου βασίζεται, εν πολλοίς, στην πραγματική υπόθεση γυναικοκτονίας που συντάραξε τη Βέροια την Άνοιξη του 2005. Τότε, ο 23χρονος Δάνος Μουρατίδης, έχοντας μόλις χωρίσει με την κοπέλα του, την 20χρονη Κική Κούσογλου, της ζητεί να βρεθούν με σκοπό να την πείσει να επανασυνδεθούν. Μετά από πέντε χρόνια σχέσης με έντονα ξεσπάσματα ζηλοτυπίας, η κοπέλα είναι αποφασισμένη να μην ξαναγυρίσει κοντά του. Με άλλοθι την ανακάλυψη ενός μηνύματος στο κινητό της από άλλον άνδρα, ο Μουρατίδης της προκαλεί ασφυκτικό θάνατο και με τη βοήθεια του εξαδέλφου του πετάει το άψυχο κορμί της σε μια ερημική περιοχή στις όχθες του Αλιάκμωνα. Η οικογένεια της κοπέλας αρχίζει να την αναζητά ενώ στις αστυνομικές έρευνες συμμετέχει και ο ίδιος ο δολοφόνος. Μέχρι που εμφανίζεται και στο «Φως στο Τούνελ» της Φωτεινής Νικολούλη, μιλώντας για την σχέση τους και δηλώνοντας πως το μόνο που τον νοιάζει είναι να «είναι καλά»! Ο δολοφόνος ομολογεί την πράξη του τέσσερις μήνες μετά, τον Αύγουστο του 2005.
Ακολουθώντας τους κανόνες του θεάτρου του ρεαλισμού, πάνω στην νεόκοπη δραματουργία του Γιώργου Χριστοδούλου, γεννιέται μια καλοκουρδισμένη, δυναμικών ερμηνειών και, κοινωνικής βαρύτητας, παράσταση που αφομοιώνει με ειλικρίνεια μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ελληνικής πραγματικότητας.
Τα Συν (+) Η συγγραφή ενός νέου έργουΈνα ακόμα παράδειγμα νέου ηθοποιού που μπαίνει στην συγγραφική διαδικασία με ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ο Γιώργος Χριστοδούλου καταπιάνεται με το ζήτημα των γυναικοκτονιών, μια κοινωνική μάστιγα που ολοένα και γιγαντώνεται χωρίς να τυγχάνει των απαραίτητων αντανακλαστικών από τους θεσμούς για την πρόληψη του. Με απλή, καθημερινή γλώσσα, ο «Συνεργός» του Χριστοδούλου δίνει έμφαση στην ψυχολογία των χαρακτήρων. Εδώ το θύμα απουσιάζει καθώς η αφήγηση εστιάζει στα γεγονότα μετά το φόνο: Στη συμπεριφορά, την τακτική και τον χαρακτήρα του γυναικοκτόνου αλλά κυρίως μεγεθύνει τον εφιάλτη των ενοχών που κυνηγούν τον συνεργό του. Ένα δυναμικό κείμενο, ένα καλό έργο.
Οι ερμηνείεςΈνα έργο που επενδύει στα πρόσωπα, διερευνώντας το πλαίσιο ενός εγκλήματος και τον ρόλο της τοπικής κοινωνίας σε αυτό έχει ανάγκη από καλές ερμηνείες. Στην περίπτωση του «Συνεργού» εξασφαλίζει ένα πολύ δυνατό πρωταγωνιστικό δίδυμο.
Καταρχάς, τον Χρήστο Κοντογεώργη στο ρόλο του συνεργού εξαδέρφου. Ο τρόπος που, λεπτό το λεπτό, χτίζει την εσωτερική του διάλυση, ο παλμός της σκηνικής του παρουσίας είναι μια συνταρακτική φέτα ζωής. Στο ίδιο μοτίβο, μικρό ρεσιτάλ δίνει ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης. Στο άλλο άκρο της μανίας αυτός, στα όρια του κτηνώδους, αποδίδει ένα γνήσιο τέκνο της πατριαρχικής αντίληψης που οδηγεί, από ναρκισσισμό και άκρατο κυνισμό, γυναίκες στο σκοτάδι. Η Μαρία Προϊστάκη εμφανίζεται στο ρόλο της συντρόφου του Αποστόλη, Τασούλας η οποία δεν γνωρίζει τα τεκταινόμενα αλλά στην πορεία της αποκαλύπτεται η ζοφερή αλήθεια. Ο ρόλος της είναι, ενδεχομένως, πιο κρίσιμος σε ψυχικές διακυμάνσεις από του ίδιου του συνεργού, παρόλα αυτά δεν πετυχαίνει να τον φορτίσει πάντα με την ίδια εσωτερική ένταση. Μαζί τους, η Φανή Παναγιωτίδου στο ρόλο της μητέρας του θύματος που αποτυπώνει το σπαραγμό του ανθρώπου ο οποίος ζητά απαντήσεις – σε κάποιες στιγμές πιο επιφανειακά από το απαιτούμενο.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου σκηνοθετεί σοφά και ισορροπημένα. Πρωτίστως, καθοδηγεί τους πρωταγωνιστές του στην απαιτούμενη ψυχική ένταση. Εν συνεχεία, χτίζει επιτυχώς το σασπένς, υιοθετεί έναν κινηματογραφικό ρυθμό και – τηρουμένων των αναλογιών μιας μικρής παραγωγής – δεν του λείπουν οι ιδέες για παράλληλες αφηγηματικές λύσεις.
Το σκηνικόΠαρότι, η πρόσοψη ενός απλού επαρχιακού σπιτιού είναι μια αναμενόμενη πρόταση, το λευκό σκηνικό των Αλέξανδρου Γαρνάβου και Τζίνας Ηλιοπούλου, αναβαθμίζεται όταν λερώνεται με χώμα. Τότε, η ρεαλιστική απεικόνιση μπαίνει σε μια περιοχή συμβολισμού που φορτίζει σιωπηλά και την ίδια την ανάγνωση του έργου.
Τα τραγούδια που ακούγονται ενδιάμεσα στις σκηνές της παράστασης (επιμέλεια Γιάννης Λατουσάκης) δεν είναι πάντα ευεργετικά για την αφήγηση κι άλλοτε επιχειρούν να χειραγωγήσουν το συναίσθημα.
Ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα της νέας σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, που κορυφώνεται σε μια δυναμική παράσταση.