Μέχρι και πριν από μερικά χρόνια, το παιδικό θέατρο ήταν λουσμένο στη χρυσόσκονη και την ροζ τσιχλόφουσκα. Η ενασχόληση των παιδικών θεατρικών έργων με «ενήλικα» θέματα όπως η απώλεια, η μοναξιά, η αναπηρία, o εκφοβισμός, η κρίση στην οικογένεια, φάνταζε απαγορευτική κι άλλοτε τύχαινε περιορισμένης ανταπόκρισης. Όχι πια. Η ελληνική παιδική σκηνή μοιάζει αρκετά πιο θαρραλέα, τόσο ώστε να βάζει συνειδητά στο κέντρο της θέματα ταμπού. Τι έχει αλλάξει;
Νέα δεδομένα, νέα έργα«Κατά καιρούς, η παιδική σκηνή κάνει άλματα που εκπλήσσουν· κι άλλοτε παραμένει αγκιστρωμένη σε συντηρητικές επιλογές. Δεν υπάρχει μια σταθερή πορεία προς τα μπροστά. Εκείνο που έχει αλλάξει, είτε πρόκειται για σχολεία, είτε για τις νεότερες γενιές γονιών είναι πως φοβούνται λιγότερο να επιλέξουν έργα με λιγότερο ανώδυνα θέματα. Κάτι μου λέει πως σε αυτό έπαιξε κι ένα ρόλο ο εγκλεισμός. Ίσως κάτι μετακινήθηκε στον πυρήνα μας και στον τρόπο που διαβάζουμε τη ζωή» εκτιμά η Σοφία Πάσχου, η ψυχή των Patari Project (μιας ομάδας που έφερε τα πάνω κάτω στο παιδικό θέατρο) και πλέον στενή συνεργάτιδα του Θωμά Μοσχόπουλου και του Θεάτρου Πόρτα με την γνωστή, μακρά παράδοση στο παιδικό θέατρο.
Η «Πόρτα» ανεβάζει φέτος το έργο της Ξένιας Καλογεροπούλου «Οικογένεια Νώε», ένα έργο που παρακολουθεί το μηχανισμό της οικογένειας με τα προβλήματα και τα τρωτά του σημεία και την ίδια ώρα καταπιάνεται με το φλέγον ζήτημα της κλιματικής κρίσης, μέσα από το μύθο της Κιβωτού. Εν τω μεταξύ, στο Μικρό Εθνικό ανεβαίνει «Η Χάιντι και τα βουνά», το νέο έργο του Ανδρέα Φλουράκη βασισμένο στο διάσημο μυθιστόρημα της Γιοχάνα Σπίρι σε σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαράκη, με ηρωίδα ένα κοριτσάκι που μένει ορφανό από πατέρα και μητέρα. Ερευνά, δηλαδή, όπως εξηγεί ο συγγραφέας του, «τα κομβικά συναισθήματα της απώλειας, της τρωτότητας και του πένθους, αλλά και τους τρόπους που κανείς μπορεί να ξεπεράσει αυτά τα περίπλοκα, για μικρούς και μεγάλους, συναισθήματα».
Ανδρέας Φλουράκης: Όπως και τα καλύτερα παραμύθια, έτσι κι ένα έργο για παιδιά δεν χρειάζεται να αποφεύγει την σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, αλλά να διαπραγματεύεται τους τρόπους που μπορεί κανείς να διαχειριστεί μια τέτοια πλευρά
Σταθερή στην προωθημένη θεματολογία και «Η Συντεχνία του Γέλιου» που εμπιστεύεται για μια ακόμα φορά έργο από το φλεγόμενο ρεπερτόριο του γερμανικού θεάτρου Grips. Φέτος, ο Βασίλης Κουκαλάνι σκηνοθετεί το «Είμαστε πάτσι» του Βόλκερ Λούντβιχ, κείμενο που σχολιάζει την ισότητα των φύλων και των έμφυλων στερεοτύπων «σε μια εποχή που συζητάμε διαρκώς για τις συνέπειες και τα συμπτώματα της πατριαρχίας».
Το σπάσιμο το κανόναΜπορεί, βέβαια, αυτοί οι δημιουργοί και τα θέατρα να παραμένουν οι εξαιρέσεις στην παιδική σκηνή, έχουν ωστόσο προκαλέσει ρήγμα στον κανόνα του παιδικού θεάτρου. «Έχουμε συνδέσει το παιδικό θέατρο με την εύκολη διασκέδαση ή/και την σχολική μάθηση, αφήνοντας συχνά απέξω κρίσιμα ζητήματα συναισθηματικής ωρίμανσης, αλλά και κοινωνικού και ταυτοτικού προβληματισμού. Το καλό θέατρο, όμως, δεν είναι μια διαδικασία εκμάθησης σχολικών αντικειμένων, ένα εγχειρίδιο ηθικοδιδακτικών κανόνων, ούτε φυσικά ένας χώρος για να «παρκάρει» κανείς το παιδί ή μαθητή /-τριά του για μιάμιση-δύο ώρες. Το θέατρο είναι μια μύηση στην ανθρώπινη ψυχή και κοινωνία που ανοίγει δρόμους ωρίμανσης, κατανόησης και υπέρβασης των, όποιων, δυσκολιών. Όπως και τα καλύτερα παραμύθια, έτσι κι ένα έργο για παιδιά δεν χρειάζεται να αποφεύγει την σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, αλλά να διαπραγματεύεται τους τρόπους που μπορεί κανείς να διαχειριστεί μια τέτοια πλευρά» υπογραμμίζει ο συγγραφέας Ανδρέας Φλουράκης.
Τι φοβούνται οι γονείς;Που, όμως, οφείλεται αυτή η θεώρηση για τα θέματα που «επιτρέπεται» ή όχι να τεθούν σ’ ένα παιδί; Η ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος Μαριάννα Μιχαλάκη, εντοπίζει την συχνή αιτία σε «μια παλιά, στερεοτυπική αντίληψη κάποιων γονιών να μιλήσουν για πιο επώδυνα θέματα, όπως είναι ο πόλεμος, ο θάνατος, η διαφορετικότητα, η ταυτότητα. Στην πραγματικότητα, η άρνηση τους να φέρουν σε επαφή τα παιδιά με ανάλογα ζητήματα αποκαλύπτει τον δικό τους φόβο να εκτεθούν σε αυτά. Είναι η δική τους δυσκολία και το δικό τους κενό που βγαίνει στην επιφάνεια και ‘κρύβεται’ πίσω από την πρόφαση της προστασίας του παιδιού».
Μαριάννα Μιχαλάκη, παιδοψυχολόγος: Αν δεν φέρουμε τα παιδιά μας σε επαφή με την κοινωνία, αργά ή γρήγορα το πρόβλημα θα εμφανιστεί
Πολλές διαλεκτικές δυνατότητες της τέχνης, όπως η ανάγνωση ενός βιβλίου ή ο αφηγηματικός τρόπος του θεάτρου είναι οι πιο ‘ανοιχτοί’ δρόμοι για να τεθούν ‘δύσκολες’ ερωτήσεις. «Τι καλύτερο από μια θεατρική παράσταση να διαχειριστεί ευαίσθητα μηνύματα ή δύσκολα νοήματα;» συμφωνεί η κ. Μιχαλάκη. «Είναι χρήσιμο τα παιδιά να μπαίνουν από νωρίς στην διαδικασία του προβληματισμού γιατί ναι, μεν είναι παιδιά μα είναι και κοινωνικά όντα. Η αξία του ατόμου, ακόμα και σε νεαρή ηλικία, είναι να ανήκει, να συνομιλεί. Αν, λοιπόν, δεν φέρουμε τα παιδιά μας σε επαφή με την κοινωνία, αργά ή γρήγορα το πρόβλημα θα εμφανιστεί. Ειδικά, η σημερινή γενιά παιδιών, που είναι πολύ προχωρημένη τόσο εξελικτικά όσο και σε επίπεδο ερεθισμάτων, θα έρθουν αναπόφευκτα αντιμέτωπα με εύφλεκτα ζητήματα. Κι αν έχουν αφήσει ατροφική την κριτική τους σκέψη, δεν θα ξέρουν τι να τα κάνουν».
Όχι στα ταμπούΣτην «Χάιντι» του Εθνικού, το ορφανό κορίτσι, απευθυνόμενο στη γιαγιά του λέει σπαρακτικά πως «όλοι οι άνθρωποι που αγαπάω πεθαίνουν»· για να του απαντήσει εκείνη: «Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν, κοριτσάκι μου. Όλοι. Κάποιοι νωρίτερα, κάποιοι αργότερα». Η σκηνοθέτρια της παράστασης, Ιώ Βουλγαράκη σημειώνει πως «χωρίς να το περιμένουμε, ανύποπτοι, αφύλαχτοι μπροστά στο Αναπάντεχο, όλοι οι άνθρωποι αναμετριόμαστε στη ζωή μας με την απώλεια και το άγνωστο που αυτή φέρει. Το να αναρωτηθούμε πώς μιλάμε στα παιδιά για την αναμέτρηση αυτή, ίσως τελικά δεν είναι κάτι άλλο από το να αναρωτηθούμε πώς μιλάμε και σ’ εμάς, στους ενήλικους εαυτούς μας».
Σοφία Πάσχου: Όσα χρόνια ασχολούμαστε με το παιδικό, δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι κάνουμε παιδικό. Δεν βάζουμε αυτή την ταμπέλα
Στην «Οικογένεια Νώε» υπάρχει μια σκηνή όπου ο πατέρας χαστουκίζει το γιο του. Η σκηνή κρατήθηκε ως είχε. «Σκεφτήκαμε πως ήταν σημαντικό να το δείξουμε. Όχι για να κουνήσουμε το δάχτυλο στον γονιό που παρακολουθεί την παράσταση, προκειμένου να μην χτυπάει το παιδί του· αλλά κυρίως για να έρθει αντιμέτωπος με την ίδια του την πράξη. Για να κοιταχτεί ακαριαία στον καθρέφτη» σχολιάζει η Σοφία Πάσχου. Αντίστοιχα, στο «Είμαστε πάτσι» υπάρχει ένα στιγμιότυπο όπου το κορίτσι φοράει αγορίστικα ρούχα και το αγόρι τα κοριτσίστικα. «Είναι ένα σχόλιο για την έμφυλη ρευστότητα και για τα στερεότυπα με τα οποία φορτώνει η κοινωνία τόσο τα κορίτσια όσο και τα αγόρια», παρατηρεί ο Βασίλης Κουκαλάνι. Στιγμή δεν σκέφτηκε κι αυτός να λειάνει τη σκηνή.
Η παρεξήγηση του παιδικούΗ πρακτική των καλλιτεχνών και των ομάδων που δεν διστάζουν να μπουν σε πιο ηλεκτρισμένες περιοχές, μοιάζει να έχει έναν κοινό τόπο: Δεν περνάει από το κανάλι της ωραιοποίησης, της αστερόσκονης που συχνά κάνει το παιδικό θέατρο να ασφυκτιά. «Όσα χρόνια ασχολούμαστε με το παιδικό, δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι κάνουμε παιδικό. Δεν βάζουμε αυτή την ταμπέλα. Ίσως μόνο να εξαιρούμε πιθανές βρισιές που μπορεί να υπάρχουν στο αρχικό κείμενο» λέει η Σοφία Πάσχου. Όλα αυτά, φυσικά, στον αντίποδα μιας γενικότερης τάσης, όπου οι παιδικές παραστάσεις θέλουν να είναι θεαματικές για να ανταγωνίζονται τα, ολοένα και πιο εξελιγμένα, οπτικά μέσα, θέλουν να επιλέγουν τη φαντασμαγορία εις βάρος της φαντασίας. «Μα αν παρατηρήσεις πως ένα παιδί αρκείται να παίζει με την κούκλα του, εκεί καταλαβαίνεις την αξία της παιδικής φαντασίας. Το θέατρο είναι μια οδός που αφήνει την φαντασία να καρποφορήσει. Ειδικά σε ηλικίες όπου οι θεατές είναι αρκετά μικροί και δεν είναι ‘μολυσμένοι’ από το οπτικό θέαμα» συνεχίζει η σκηνοθέτρια.
Βασίλης Καραμπούλας: Ας μην ξεχνάμε την δυνατότητα των παιδιών να μεταφράζουν τα ερεθίσματα
Ο έμπειρος ηθοποιός Βασίλης Καραμπούλας παίζει για πρώτη φορά σε παράσταση παιδικού θεάτρου, καθώς υποδύεται τον παππού της Χάιντι – εκείνον, δηλαδή, που καλείται να αναθρέψει ένα παιδί ‘αναπληρώνοντας’ τους γονείς του. Ομολογεί πως προβληματίστηκε για το πως θα καταφέρει να απευθυνθεί σε παιδιά αναφορικά με το πένθος και την βίαιη ενηλικίωση. «Αυτή ήταν και είναι η έγνοια μου. Αναζήτησα ότι πιο αθώο και ευαίσθητο έχω για να περιγράψω μια σκληρή, επώδυνη κατάσταση. Συνειδητοποίησα πως ο τρόπος για να μην τραυματιστεί ένα παιδί από μια ‘δύσκολη’ συζήτηση είναι να του δοθεί ανάγλυφα, μαλακά, με ειλικρίνεια. Σ’ αυτόν τον κόσμο μεγαλώνουν τα παιδιά μας, οφείλουμε να βρούμε τρόπους ν’ αγγίξουμε πράγματα που νομίζουμε ότι θα τα σοκάρουν. Εμείς με τη βοήθεια της μουσικής του Δημήτρη Τάσαινα προτείνουμε έναν τρόπο. Ας μην ξεχνάμε την δυνατότητα των παιδιών να μεταφράζουν τα ερεθίσματα».
Από τη «Γιορτή στου Νουριάν» που καταπιανόταν με την προσφυγιά και τις φυλετικές διακρίσεις, στο «Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν» που έφερνε σε ορατότητα την αναπηρία και φέτος στο «Είμαστε πάτσι», η ματιά του Βασίλη Κουκαλάνι στο παιδικό θέατρο έχει αποδείξει πως ακόμα και οι πιο απαιτητικές θεματικές «πέφτουν στο έλεος των παιδιών». «Είναι ευτύχημα να διαπιστώνουμε πως κάθε θέμα που επιχειρούμε να αποσυναρμολογήσουμε σκοντάφτει στην πρωτογενή λογική και στην παιδική κυριολεξία. Τα παιδιά δεν έχουν τις αγκυλώσεις των μεγάλων. Απεναντίας, έχουν την δυνατότητα να ξεμπροστιάζουν οτιδήποτε το αβάσιμο και το παράλογο γιατί έχουν ακόμα ζωντανό μέσα τους στο στοιχείο της ανατροπής και της αμφισβήτησης. Είναι συναρπαστικό να τα βλέπεις να αποστομώνουν και τις πιο σύνθετες κοινωνικές αντιφάσεις» παρατηρεί.
Βασίλης Κουκαλάνι: Τα παιδιά δεν έχουν τις αγκυλώσεις των μεγάλων. Απεναντίας, έχουν την δυνατότητα να ξεμπροστιάζουν οτιδήποτε το αβάσιμο και το παράλογο
Αν δε, σε αυτήν την διαδικασία συμβάλλουν και οι εκπαιδευτικοί – οργανώνοντας μια συζήτηση πριν και μετά από μια θεατρική έξοδο του σχολείου – το όφελος θα είναι ακόμα πιο μεγάλο. «Είναι σκόπιμο ο εκπαιδευτικός να δώσει χώρο στα συναισθήματα και στις σκέψεις που έχει δημιουργήσει μια παράσταση. Να αναζητήσει το ίχνος της, το πως αποτυπώθηκε στα παιδιά. Ένας δάσκαλος δεν είναι εκεί για να μεταφέρει μόνο τη γνώση, αλλά και για να διαμορφώνει προσωπικότητες», ενθαρρύνει η ψυχολόγος Μαριάννα Μιχαλάκη.
Όπως επισημαίνει και ο Ανδρέας Φλουράκης η συνθήκη του θεάτρου είναι ‘καταδικασμένη’ να προκαλεί γόνιμες συζητήσεις. «Δεν το βλέπεις μέσα από μια οθόνη ή από μια προβολή. Το ότι συμβαίνει εδώ και τώρα, μπροστά σου ζωντανά, προσφέρει μια έντονη και πλήρη εμπειρία, μια επικοινωνία με καταστάσεις και ιδέες σχεδόν βιωματική και οτιδήποτε εισπράττεται μέσω του βιώματος ανοίγει αυτόματα και συζητήσεις. Αυτό είναι άλλωστε και το χαρακτηριστικό όλων των καλών έργων: Όχι να ‘σερβίρουν’ απαντήσεις από αυθεντίες, αλλά να θέτουν ερωτήματα που οι θεατές, μικροί και μεγάλοι, θα πάρουν μαζί τους μετά από μια παράσταση, να τα σκεφτούν, να τα συζητήσουν και να απαντήσουν με τον δικό τους τρόπο».