Συν & Πλην: «Σπιρτόκουτο, the musical» στη Στέγη
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Σπιρτόκουτο, the musical» σε σκηνοθεσία Γιάννη Νιάρρου που ανεβαίνει στη Στέγη.
Η εντοπιότητα ενός είδους χαρακτηρισμένου ως ξένο – όπως είναι το μιούζικαλ – απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα για να επιτευχθεί. Αν σε αυτό προσθέσουμε ως βάση μια ήδη εμβληματική δραματουργία, το κινηματογραφικό «Σπιρτόκουτο», τότε κατανοούμε πως το εγχείρημα του «Σπιρτόκουτου, the musical» που προτείνει η Στέγη, είναι ένα πολλαπλό στοίχημα.
Αναμετριέται αφενός, με μια, εδραιωμένη στη Δύση, φόρμα και αναμετριέται αφετέρου με τον θρυλικό, νεανικό εαυτό της. Παρά τους προφανείς κινδύνους, το νέο έργο σε λιμπρέτο Γιάννη Οικονομίδη και Δώρη Αυγερινόπουλου – σεναριογράφων και της ομώνυμης ταινίας – ανοίγει διάπλατα έναν καινούργιο χώρο δημιουργίας με ελληνική ιθαγένεια.
Στο κέντρο του μια απλή, οικεία ιστορία που εκτυλίσσεται ένα καλοκαίρι στον Κορυδαλλό: Ένας ιδιοκτήτης καφέ, ο Δημήτρης ή Μήτσος, ονειροπόλος τόσο ώστε να ιδρύσει ένα piano restaurant bar σε μια λαϊκή γειτονιά, έρχεται αντιμέτωπος με τα μέλη της οικογένειας του: Τον γιο του Λουκά – έναν ακραία σεξιστή, ακραία τεμπέλη και ακραία κακομαθημένο τύπο – την κόρη του Κική, μια ακραία αθυρόστομη πιτσιρίκα και την γυναίκα του Μαρία, που του ξεφουρνίζει ένα ακραίο μυστικό, βάζοντας μπουρλότο στα θεμέλια του σπιτιού και του μυαλού του. Στο ίδιο πλαίσιο, κινείται ο τρόπος που ο Μήτσος σχετίζεται με τον γαμπρό και συνεταίρο του Γιώργο, με τον υπάλληλο του Βαγγέλη, αλλά και με την ξαδέρφη του Μαργαρίτα – μια ακραία θεούσα που φιλοξενείται επ’ αόριστον στο σπίτι του. Τι πιο ελληνικό και μικροαστικό από αυτό; Μια οικογένεια, καθόλου αγία, εντελώς στα όρια της, μοιάζει να ζει μια εντελώς συνηθισμένη Κυριακή με καύσωνα.
Στην πραγματικότητα, η ασφυξία είναι δομικό στοιχείο στη σύνθεση ενός ελληνικού οικογενειακού σχήματος και της ψυχοπαθογένειας της. Και αυτή την πυκνή διαπίστωση πετυχαίνει να αποτυπώσει σε αδρές γραμμές το λιμπρέτο των Οικονομίδη – Αυγερινόπουλου: Όχι ένα σενάριο ή ένα έργο πρόζας, αλλά ένα λιμπρέτο, δηλαδή αφήγηση με ελλειπτικές ατάκες συμπυκνωμένου νοήματος. Το νέο έργο που προκύπτει – σε συνδυασμό με τους στίχους του Γιάννη Νιάρρου στα τραγούδια – όχι μόνο δεν προδίδει ή δεν απομυθοποιεί την ταινία (ως πρόγονο της), αλλά συνοψίζει αριστοτεχνικά τη δυναμική της, το δράμα, τη γελοιότητα και τους απελπισμένους χαρακτήρες της.
Η παράστασηΚόντρα σε πολλούς κανόνες και στερεότυπα, ο Γιάννης Νιάρρος (σε σκηνοθετικό ντεμπούτο) και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (σε συνθετικό ντεμπούτο μεγάλης κλίμακας) λανσάρουν ένα νέο, απόλυτα απενεχοποιημένο και απόλυτα συνειδητό ως τέτοιο, τρόπο προσέγγισης της μουσικο-θεατρικής φόρμας. Αν το «Στέλλα κοιμήσου» (η πρώτη θεατρική απόπειρα Οικονομίδη) μετακίνησε τις αναγνώσεις ρεαλισμού στην ελληνική σκηνή σε μια τολμηρά ρηξιγενή συνθήκη, το «Σπιρτόκουτο, the musical» έρχεται να αποδομήσει και ν’ ανασυνθέσει ό,τι παγιωμένο ξέρουμε για το μουσικό θέατρο. Και το κάνει με εκπληκτική αμεσότητα.
Τα Συν (+) Η μουσικήΗ υφολογική ασυνάφεια και ασυνέχεια θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ναρκοπέδιο για ένα ελληνικό μιούζικαλ. Αποδεικνύεται, τελικά (και κάπως μαγικά) ως μια από τις κυρίαρχες αξίες του. Οι συνθέσεις και τα τραγούδια των Γιάννη Νιάρρου και Αλέξανδρου Λιβιτσάνου αντλούν από τα μπουζούκια πίστας μέχρι την jazz κι από την χαμερπή τραπ ως τη λυρικότητα της κλασικής μουσικής και το συναίσθημα των γιαννιώτικων μοιρολογιών δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μουσικό νήμα μετάφρασης συναισθημάτων και καταστάσεων. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολυποικιλιακό mixage που αναβλύζει φαντασία, τρέλα, σαρκασμό, επιθεωρησιακή διάθεση, εκτοξεύοντας την παράσταση συνεχώς σε μια καινούργια περιοχή μέσα κι έξω από τον Κορυδαλλό, μέσα κι έξω από τον ψυχισμό των ηρώων. Αγαπημένη στιγμή στο compilation της παράστασης το επαναστατικό ζεϊμπέκικο Αναστασάκη – Σαραντίδη και η outer space παρεμβολή της Disneyland με την Ελένη Μπούκλη. Άπαιχτα.
Οι ερμηνείεςΛαμβάνοντας υπόψιν τους ηθοποιούς που στελέχωναν την ταινία και κυρίως τις μνημειακές in yer face ερμηνείες του Ερρίκου Λίτση και της Ελένης Κοκκίδου στους ρόλους του ανδρόγυνου, αναρωτιέσαι που αλλού μπορεί να οδηγηθεί μια ερμηνεία στο συγκεκριμένο έργο. Με τη βοήθεια της μουσικής φόρμας, η πρωταγωνιστική ομάδα, κουρδισμένη στην εντέλεια, αυτονομείται πλήρως από το κινηματογραφικό αποτύπωμα και μετακινείται σε μια νέα περιοχή. Το μεγαλύτερο επίτευγμα της, όμως, είναι το βάθος που προλαβαίνει να δώσει στους χαρακτήρες – κάτι σχεδόν ακατόρθωτο μέσα στην (κατά συνθήκη) επιδερμική ανάγνωση μιας μουσικής παράστασης.
Γι’ αυτό το λόγο, διακρίνονται αισθητά οι ερμηνείες του Γιάννη Αναστασάκη, της Αγορίτσας Οικονόμου, του Γιώργου Κατσή, του Μάριου Σαραντίδη και του Απόστολου Ψυχράμη. Ο Αναστασάκης στο ρόλο του Μήτσου – με το φορτισμένα ελληνικό παρουσιαστικό – αγγίζει στιγμές υψηλής συγκίνησης, η Αγορίτσα Οικονόμου καταφέρνει να αποδώσει τόσο την υποταγμένη γυναικεία φύση όσο και τη δύναμη της, ο Γιώργος Κατσής επιβιώνει με ταραντινικό φλέγμα μέσα σε ένα ρόλο καρικατούρα όπως αυτός του μισογύνη γιου, ο Μάριος Σαραντίδης παίζει στο διπλό ταμπλό της λυρικής ερμηνείας και της γειωμένης πρόζας ενώ ο Απόστολος Ψυχράμης στο ρόλο του διάσημου Βαγγέλη («Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;») αφομοιώνει άριστα την ρατσιστική ηδυπάθεια. Εξαιρετικές, αν και λιγότερο μέσα σε ρόλους και περισσότερο ως comic figures, η Δάφνη Δαυίδ και η Ελένη Μπούκλη.
Μεγάλο μερίδιο στο άριστο κούρδισμα της παράστασης αξίζει να αποδοθεί στην εννεαμελή ζωντανή ορχήστρα – Σοφία Ευκλείδου (τσέλο), Δημήτρης Κλωνής (ντραμς), Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (πλήκτρα), Γιώργος Μπουλντής (μπάσο), Σπύρος Nίκας (σαξόφωνο), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (τρομπόνι), Γιάννης Παπαδόπουλος (πιάνο), Kώστας Σαπούνης (τρομπέτα), Δημήτρης Στασινός (κιθάρα) καθώς και στον τετραμελή Χορό (Βασίλης Δημακόπουλος, Δανάη Μουτσοπούλου, Eλένη Μπούκλη, Θεοδοσία Σαββάκη) που φέρνει με πολλή δημιουργικότητα στοιχεία χορικότητας μέσα στο μιούζικαλ. Ζωηρός και ευφάνταστος ο κινησιολογικός σχεδιασμός από τη Γιώτα Καλλιμάνη.
Σίγουρα, ο Γιάννης Νιάρρος απολαμβάνει τις συνθήκες παραγωγής και πλαισίου που καθένας θα ονειρευόταν για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Συνάμα, όμως, σηκώνει κι ένα βαρύ φορτίο, ένα εξαιρετικά απαιτητικό εγχείρημα – που θα μπορούσε να έχει αποβεί έως και αυτοκτονικό για έναν άπειρο σκηνοθέτη όπως ο ίδιος. Παρόλα αυτά, επιδεικνύει μια απρόσμενη σκηνοθετική ωριμότητα που λαμβάνει τα πάντα υπόψιν της: Τον εξαντλητικά δουλεμένα ρυθμό, τον άρτιο συντονισμό μιας πολυπληθούς ομάδας, την καίρια, άμεση σε βάθος ανάγνωση των χαρακτήρων και της ιστορίας. Ξεχωριστά πιστώνεται – πιθανώς με την συμφωνία και της υπόλοιπης ομάδας – το θάρρος να σχολιάσει το αρχικό υλικό στα πιο αιχμηρά σημεία του: Τον σεξισμό, την βία, τον ρατσισμό. Έχει τη φανερή επίγνωση του υλικού που διαχειρίζεται αλλά και την χιουμοριστική διαύγεια να την τρολάρει.
Το ρεαλιστικό σκηνικό της μικροαστικής κατοικίας όπως το κατασκευάζει η Εύα Γουλάκου σε συνδυασμό με τους θολούς αποπνικτικούς φωτισμούς του Νίκου Βλασσόπουλου απηχούν πολύ καλά την κοινωνική και οικονομική αφετηρία των ηρώων του έργου. Και εξηγούν με ευγλωττία την συναισθηματική τους ασφυξία. Στο ίδιο πνεύμα, αν και με περισσότερη ποπ διάθεση, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη.
Είναι, περίπου, απίθανο να μην παρατηρηθεί το σύμπτωμα της ‘κοιλιάς’ στη δομή των μιούζικαλ και το «Σπιρτόκουτο», δυστυχώς, δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρόλα αυτά, οι ζωηροί διάλογοι και τα ετερόκλητα μουσικά ξεσπάσματα μακιγιάρουν κάπως το πρόβλημα.
Το άθροισμα (=)Επανίδρυση του θρυλικού «Σπιρτόκουτου» σε μουσικό format που αναθεωρεί τους όρους του, εν Ελλάδι, είδους. Σκηνοθετική ωριμότητα από το Γιάννη Νιάρρο που οδηγεί ολόκληρη την ομάδα σε εξαιρετικές στιγμές.