H Αμερικανοϊρανή ακτιβίστρια Ζεϊνέμπ Σαλμπί έχει πει πως η άσκηση βίας στις γυναίκες «αποτελεί μια μακραίωνη πραγματικότητα, τόσο ώστε ο κόσμος την υπομένει πια σαν ναρκωμένος». Μοιάζει εντελώς αληθινή η διαπίστωση της, διαβάζοντας απλώς τους τίτλους μιας εγχώριας επικαιρότητας που διαρκώς ανανεώνεται στο ίδιο μοτίβο: Γυναικοκτονίες, βιασμοί και ξυλοδαρμοί γυναικών, εκπόρνευση, συστηματική ενδοοικογενειακή βία, trafficking. Πέρασαν, ακριβώς, δύο χρόνια από την δημόσια ομολογία της Σοφίας Μπεκατώρου πως είχε πέσει θύμα βιασμού από παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας.
Δύο χρόνια από την στιγμή, που η μηχανή ομολογιών κατά της γυναικείας κακοποίησης μπήκε σε λειτουργία. Το ελληνικό #metoo ενδυναμώθηκε ακαριαία στους θεατρικούς κόλπους για να γίνει μια συλλογική κραυγή ενάντια στη βία που υπομένουν οι γυναίκες. Σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα για την καταπολέμηση της Έμφυλης Βίας, και παρότι στ’ αλήθεια δεν έχουν αλλάξει πολλά, ο δημόσιος διάλογος για το ζήτημα συντηρείται. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, στο πλαίσιο μιας επιδερμικής ή καταναλωτικής ανάγνωσης και σχεδόν πάντα με τους κανόνες του σεξιστικού, πατριαρχικού φίλτρου. Ευτυχώς, η θεατρική σκηνή, έχει διαφορετική γνώμη.
Δέκα έργα κατά της γυναικείας κακοποίησηςΠερισσότερες από δέκα παραστάσεις ανεβαίνουν, αυτή την εποχή, σε θέατρα της πόλης ως ένας πυρήνας σιωπηρής διαμαρτυρίας για την καταπολέμηση της εγκληματικής βίας εις βάρος των γυναικών. Ελληνικές – ανάμεσα σε αυτές και νεόκοπες – και ξένες δραματουργίες σχολιάζουν το φαινόμενο της κακοποιητικής, αποτρόπαιας ανδρικής συμπεριφοράς είτε με τους όρους του ρεαλισμού, είτε μέσω του ποιητικού θεάτρου. Δύο νέα έργα, το «Μοτέλ» του Βασίλη Μαυρογεωργίου που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης και ο «Συνεργός» του Γιώργου Χριστοδούλου που παρουσιάζεται στο Επί Κολωνώ, καταγράφουν περιστατικά γυναικοκτονιών· στην δεύτερη περίπτωση μάλιστα στο επίκεντρο βρίσκεται ένα πραγματικό περιστατικό δολοφονίας στη Βέροια μέσα σε ένα μυθοπλαστικό κάδρο.
Γιώργος Χριστοδούλου: Έγραψα το έργο, υπό την επήρεια μιας κοινωνίας που στοχοποιεί τα θύματα με την πρώτη ευκαιρία
«Ξεκίνησα να γράφω το κείμενο πριν από επτά χρόνια και το ολοκλήρωσα το 2020. Φτάνοντας να το ανεβάσουμε τώρα, αναρωτιόμουν αν είναι η σωστή συγκυρία, αν το έργο θα χαρακτηριζόταν από την αίσθηση του επικαιρικού, ενώ εγώ το είχα γράψει με τη νηφαλιότητα μιας άλλης χρονικής συγκυρίας. Ευτυχώς, δεν μπήκα στον πειρασμό να το πειράξω, δεν θέλησα να νοθεύσω την αρχική μου αίσθηση για το γεγονός», σχολιάζει ο Γιώργος Χριστοδούλου που, όχι μόνο γράφει, αλλά και σκηνοθετεί τον «Συνεργό».
Παιδί χωρισμένων γονιών, αναθρεμμένος σε μια μητριαρχική συνθήκη σε ένα χωριό της περιφέρειας, ο Χριστοδούλου ομολογεί πως έγραψε το έργο, υπό την επήρεια των έντονων βιωμάτων του: «Μιας κοινωνίας που στοχοποιεί τα θύματα με την πρώτη ευκαιρία, που θεωρεί πως μια χωρισμένη γυναίκα είναι ανήθικη και που γενικά υποτιμά το γυναικείο φύλο και το θεωρεί ανίκανο» σημειώνει. Ο «Συνεργός» παρακολουθεί το χρονικό συγκάλυψης του φόνου της Κικής Κούσογλου από τον πρώην σύντροφο της Δάνο Μουρατίδη, το 2005 στη Βέροια μέσα από τα μάτια του εξαδέρφου και συνεργού του στο έγκλημα.
Στον πυρετό των γεγονότωνΗ γυναικοκτονία ως αποτέλεσμα της τοξικής «ματσίλας» φωτίζεται από το βραβευμένο (το 2004) έργο του Γιάννη Τσίρου στα «Αξύριστα πηγούνια» που ανεβαίνει στο Μικρό Χορν σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, όσο και στην κλασική ιστορία της «Στέλλας με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη που σκηνοθετεί ο Γιάννος Περλέγκας για το Θέατρο Τέχνης.
Τα σημάδια της ανδρικής εξουσίας και βίας μέσα στον οικογενειακό πυρήνα, όπως το ζει μια επιζώσα, αποτυπώνονται στο «Girls and Boys» του Ντένις Κέλι που ανεβαίνει για τέταρτη σεζόν στο 104. Οι κακοποιητικές συνθήκες στο διαδίκτυο μέσα από αληθινές μαρτυρίες καταγράφονται και παρουσιάζονται από την ομάδα «Ανδρομέδα» στο Θέατρο Nous. Η γυναικεία εκμετάλλευση από μια ολόκληρη κοινωνία προβάλλει στο θεατροποιημένο «Dogville» του τολμηρού Δανού auteur Τρίερ – όπως ανεβαίνει στον «Ακάδημο» σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.
Ο ακραίος σεξισμός και η θέση της γυναίκας είναι η λεπτή κόκκινη γραμμή του «Σπιρτόκουτου» που ανεβαίνει στη Στέγη με μορφή μιούζικαλ και τη σκηνοθετική επιμέλεια του Γιάννη Νιάρρου. Το bulling στη τρανς ταυτότητα βρίσκεται στο θεματικό κέντρο του «Κωλόκαιρου» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου – ενός επίσης, φρέσκου έργου που παρουσιάζεται στο «Τζένη Καρέζη» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη. Το έργο του Μάριου Ποντίκα, «Ο Γάμος», γραμμένου την δεκαετία του ’70, περνάει στα χέρια της Ελένης Σκότη στο «Επί Κολωνώ» και παρουσιάζει συνταρακτικά τους πολλαπλούς κοινωνικούς βιασμούς που υπομένει ένα θύμα.
Θοδωρής Γκόνης: Θελήσαμε να καταδείξουμε τι μας μάθαιναν τα σχολεία της πατριαρχίας για τα δήθεν εγκλήματα του πάθους και του έρωτα και το μέγεθος υποκρισίας της Παιδείας μας. Και πως όλη αυτή η πολυκαιρισμένη αντίληψη είναι στην κοινωνική μας φόδρα, αλλά πλέον δεν κρύβεται
Την ακλόνητη ρίζα της πατριαρχικής αντίληψης – όπως τη διαλαλούν δεκάδες δημοτικά τραγούδια και παραλογές της ελληνικής παράδοσης που αφηγούνται περήφανα γυναικοκτονίες – εκθέτει ευφυώς «Το σφαγείο του έρωτα» σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη, για δεύτερη χρονιά στο Σύγχρονο Θέατρο. «Το Σφαγείο ξεκίνησε να γράφεται μέσα στον πυρετό των συμβάντων του #metοο ακριβώς για να λειτουργήσει ως ένα παράδοξο φροντιστήριο. Θελήσαμε να καταδείξουμε τι μας μάθαιναν τα σχολεία της πατριαρχίας για τα δήθεν εγκλήματα του πάθους και του έρωτα και το μέγεθος υποκρισίας της Παιδείας μας. Και πως όλη αυτή η πολυκαιρισμένη αντίληψη είναι στην κοινωνική μας φόδρα, αλλά πλέον δεν κρύβεται» τονίζει ο Θοδωρής Γκόνης που επιπλέον, συνεργάστηκε στη συγγραφή του έργου με την Ελένη Στρούλια και τον Ανδρέα Ανδρέου.
Πώς καλύπτονται τα θέματα έμφυλης βίαςΚαθεμιά από τις παραστάσεις αυτές είναι ένας θύλακας αντίστασης στην κυρίαρχο δημόσιο λόγο για την έμφυλη βία – κυρίως όπως αυτός καλλιεργείται ανενδοίαστα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα social media. «Η δημοσιογραφική κάλυψη των γεγονότων έμφυλης βίας στην πλειονότητα της πραγματώνεται μέσα από έναν διάχυτο ηδονοβλεπτικό και ‘εγκληματολογικό’ λόγο. Τόσο η γλώσσα που υιοθετείται, όσο και η κατασκευή του νοήματος, επικεντρώνονται στις διαστάσεις και τις λεπτομέρειες που προσελκύουν (και συντηρούν) μια κοινωνία του θεάματος, μέσα από το σοκ και τον ηθικό πανικό. Η αφαίρεση της αλήθειας των ίδιων των υποκειμένων /θυμάτων οδηγεί σε μονοδιάστατες ευπώλητες αφηγήσεις, ενώ η υιοθέτηση μιας συλλήβδην τρομοκρατικής τηλεοπτικής γλώσσας -ακόμα και εκεί που δεν έχουμε να κάνουμε με την τηλεόραση-είναι επί της ουσίας συστατικό κομμάτι της πατριαρχίας που διαμορφώνει ένα κλίμα για το οποίο δεν υπάρχουν ευθύνες, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και αλλαγή, μετακίνηση, φροντίδα και διέξοδος. Τα Μ.Μ.Ε τείνουν να προσεγγίσουν τα συμβάντα ως μεμονωμένες περιπτώσεις και όχι ως φαινόμενα. Ως ατομικές τραγωδίες και όχι ως συμπτωματολογία ενός νοσηρού συστήματος» σχολιάζει η κοινωνιολόγος με ειδίκευση στην Ψυχική Υγεία και τον Πολιτισμό, Βάλια Τσιριγώτη.
Με βάση τον φόβοΣτην πρόσφατη ημερίδα του Κέντρου Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας για την έμφυλη βία στο δημόσιο λόγο και την ευθύνη των ΜΜΕ διαπιστώθηκε ομόφωνα από τους εισηγητές πως «ο τρόπος προβολής των περιστατικών εδράζει στο φόβο, με βασικό στόχο την προσέλκυση της προσοχής του κοινού», παρατηρεί η Σαβούλλα Οικονόμου, η συντονίστρια του Τμήματος Προαγωγής Υγείας και Ευεξίας του ΚΜΟΠ. «Φυσικά, ακολουθώντας αυτήν την τακτική, αποτρέπεται η ουσιαστική ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, δεν μπαίνουμε ποτέ στη συζήτηση για την έμφυλη βία μέσα στις σχέσεις, αλλά αρκούμαστε στην περιπτωσιολογία. Εν ολίγοις, τα ΜΜΕ ξεπλένουν τους θύτες, δικαιολογούν και κανονικοποιούν τη βία διαιωνίζοντας το αφήγημα της ΄κακιάς στιγμής’». Στη διάρκεια της ημερίδας καταδείχθηκε η επείγουσα ανάγκη να τηρείται ο κώδικας δεοντολογίας από τα ηλεκτρονικά και οπτικά μέσα, να επεμβαίνουν οι επίσημοι φορείς όταν συμβαίνει το αντίθετο και να γίνουν εκπαιδεύσεις των δημοσιογράφων που καλύπτουν παρόμοιες θεματολογίες. Έχοντας, φυσικά, υπόψιν την τρέχουσα πρακτική μοιάζει να μιλάμε για μια ανεφάρμοστη θεωρία.
Στον αντίποδα αυτού του στρεβλού αφηγήματος, η άτυπη θεατρική θεματική που έχει συσταθεί σε μικρά και μεγάλα θέατρα της Αθήνας καταδεικνύει, σύμφωνα με τη σκηνοθέτη Ελένη Σκότη το ρόλο του θεάτρου «να αφουγκράζεται το zeitgeist της εποχής του. Είναι αναγκαίο να ακούμε τα ερωτήματα που έχει η κοινωνία, να ανοίγουμε το διάλογο, ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει μέσα από το καταγγελτικό θέατρο. Δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό στην ιδιοσυγκρασία της τέχνης, κι ούτε πιστεύω ότι είναι μια συνειδητή απόφαση – γι’ αυτό και φέτος συμβαίνει χωρίς καμία προσυνεννόηση. Είναι μια διαίσθηση, όμως, των καλλιτεχνών, να διαγράψουν άλλες γραμμές μέσα σε αυτό το μαύρο κουτί που ζούμε».
Βάλια Τσιριγώτη: Η δημοσιογραφική κάλυψη των γεγονότων έμφυλης βίας στην πλειονότητα της πραγματώνεται μέσα από έναν διάχυτο ηδονοβλεπτικό και ‘εγκληματολογικό’ λόγο
Ο Θοδωρής Γκόνης, παρότι ανιχνεύει το ίδιο θέμα με ένα άλλο συντακτικό, συμφωνεί πως «το θέατρο είναι ένας αγωγός στη διαδικασία της αισθητικής και κριτικής καλλιέργειας του ατόμου. Αυτή είναι η δύναμη του: Έρχεται μέσα στην άγνοια, εδώ και αιώνες, και σου λέει ότι η Γη κινείται. Αυτό δεν έκανε και ο Σαίξπηρ στον Άμλετ προκειμένου να αποκαλύψει το δολοφόνο του βασιλιά; Έπλεξε ένα δίχτυ με τα όπλα του θεάτρου και τον εξέθεσε. Κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι ο σωστός τρόπος της θεατρικής αφήγησης: Ν’ αφήνεις την ιστορία ελεύθερη εξηγήσεων» σημειώνει.
Αμφισβήτηση του κυρίαρχου μοντέλουΗ διαλεκτική του θεάτρου, λοιπόν, παρουσιάζεται ως εξαίρεση στον κανόνα, ως μια υγιής συνθήκη συζήτησης αλλά και αμφισβήτησης του μοντέλου που αναμασάται από κανάλια, εκπομπές, site κοκ και προωθεί συστηματικά την επαναθυματοποίηση των θυμάτων. Η Βάλια Τσιριγώτη συμφωνεί πως «το θέατρο, ως τόπος συλλογικής επικοινωνίας, μπορεί να αποτελέσει και τόπο επεξεργασίας του συλλογικού τραύματος της έμφυλης βίας. Ως, σωματικά, βιωμένος λόγος μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην σύνδεση με τα φαινόμενα και την ευαισθητοποίηση γύρω από αυτά. Αν μια φορά στο θέατρο μας αφορά και η λύτρωση, όταν αυτό συναντά την έμφυλη κακοποίηση, η ψυχική ανθεκτικότητα και η επούλωση οφείλουν να είναι ζητούμενα αυτής της δυναμικής σχέσης. Η προσπάθεια για καλλιτεχνικές προσεγγίσεις που αντιλαμβάνονται την αξία της αποφυγής του επανατραυματισμού των υποκειμένων είναι καίρια και μας προσκαλεί στην διερεύνηση και των θεατρικών ποιοτήτων. Γι’ αυτό, το ανέβασμα παραστάσεων με αυτή τη θεματική προϋποθέτει γνήσια επαφή και γνώση του ζητήματος της έμφυλης βίας. Σε κάθε περίπτωση ο αυξανόμενος αριθμός παραστάσεων με αυτό το περιεχόμενο, συμβάλλει στην ορατότητα του φαινομένου και την πληροφόρηση γύρω από αυτό και αποδεικνύει πως βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό σημείο αλλαγής που η κανονικοποίηση της βίας αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο».
Ελένη Σκότη: Χτυπάει σε βάθος το θέατρο. Δεν είμαστε δειλοί να κοιτάξουμε από την κλειδαρότρυπα, όπως συνηθίζουν να κάνουν στην τηλεόραση. Εμείς οφείλουμε να ανοίξουμε την πόρτα, με την έννοια ότι θα ανοίξουμε την ψυχή μας σε μια ουσιαστική συνάντηση.
Το θέατρο υπήρξε ένας εξαιρετικά φορτισμένος χώρος για το ξέσπασμα του #metoo το χειμώνα του 2020, με υποθέσεις και συμβάντα που ακόμα παραμένουν σε δικαστική εκκρεμότητα. Υπό αυτήν την έννοια, ο θεατρικός χώρος λειτούργησε, από την πρώτη στιγμή, ως ένας ασφαλής και αρκετά συμπαγής χώρος για να εκπέμψουν σήματα προς την κοινωνία. Ως κοιτίδα εμπιστοσύνης για τα θύματα της βίας, τρόπον τινά, ‘νομιμοποιείται’ να συνεχίσει να υπενθυμίζει την προστασία των θυμάτων. «Κατά τη γνώμη μου έχει ήδη παίξει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της κατάστασης. Κι όχι μόνο επειδή άνθρωποι του θεάτρου έφεραν στην επιφάνεια κακοποιητικές συμπεριφορές. Αλλά επειδή το θέατρο είναι ένας φορέας εξωστρέφειας που, με καταιγιστικό τρόπο, μίλησε για θύματα και θύτες» εκτιμά η Σαββούλα Οικονόμου του ΚΜΟΠ.
Πώς αντιδρούν οι θεατές;Η Ελένη Σκότη επιμένει να παρακολουθεί τις αντιδράσεις των θεατών στη διάρκεια του «Γάμου», τους μορφασμούς, τις εκφράσεις τους, τον τρόπο που στριφογυρίζουν στην καρέκλα ή που παραμένουν μουδιασμένοι μπροστά στην εξέλιξη του έργου: Μιας βιασθείσας που ενοχοποιείται για όλα. «Νομίζω ότι το σφυροκόπημα του Ποντίκα τους φέρνει όλους αντιμέτωπους με τον εαυτό τους. Το πώς έχουν μιλήσει στη γυναίκα τους, του τι θυμούνται από την συμπεριφορά του πατέρα τους, πως έχουν χειριστεί τα παιδιά τους. Χτυπάει σε βάθος το θέατρο. Δεν είμαστε δειλοί να κοιτάξουμε από την κλειδαρότρυπα, όπως συνηθίζουν να κάνουν στην τηλεόραση. Εμείς οφείλουμε να ανοίξουμε την πόρτα, με την έννοια ότι θα ανοίξουμε την ψυχή μας σε μια ουσιαστική συνάντηση. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να προχωρήσουμε μπροστά ως κοινωνία».
Δύναμη εξανθρωπισμούTo 2013, κατά την εμφάνιση του στην απονομή των βραβείων Grammy, o τότε Αμερικανός Πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα είχε χαρακτηρίσει την ρητορική της τέχνης ως κυρίαρχη στον αγώνα για τον περιορισμό της βίας κατά των γυναικών. «Οι καλλιτέχνες έχουν μια μοναδική δύναμη να οδηγούν τον τρόπο σκέψης μας, να μας βοηθούν να αναθεωρήσουμε για το τι έχει πραγματικά σημασία στη ζωή» έλεγε, μεταξύ άλλων, στο μήνυμα του.
Σαββούλα Οικονόμου: Το θέατρο έχει ήδη παίξει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Δέκα χρόνια μετά, με την κοινωνική ανάγκη να αλλάξει κάτι στις πατριαρχικές δομές, στις ανισότητες και κυρίως στις κακοποιητικές συμπεριφορές, η τέχνη συνολικά εξακολουθεί να αρθρώνει το λόγο που, στις πλείστες και ακατάσχετες δημόσιες εκφάνσεις του, δεν αρθρώνεται. Όπως σημειώνει και η κοινωνιολόγος Βάλια Τσιριγώτη, «η τέχνη είναι προϊόν της ιστορίας και της εποχής της. Ακόμα και όταν καταφέρνει να καταρρίψει την εποχή της, έχει κληθεί να την γνωρίσει, να την αντιμετωπίσει και να την αποδομήσει. Ως έτσι, μέσα σε αυτήν συχνά μπορούμε να παρατηρήσουμε και τις αντίρροπες κοινωνικές δυνάμεις που ξεδιπλώνονται σε κάθε ιστορική περίοδο και έρχονται να την σχολιάσουν – γι’ αυτό η τέχνη μπορεί να αποτελεί για άλλους εργαλείο προπαγάνδας και υποστήριξης της συστημικής βίας και για άλλους εργαλείο κοινωνικής εκπαίδευσης και στηλίτευσης κάθε μορφής εξουσίας. Με λίγα λόγια, αν η τέχνη αποτελεί ένα σχόλιο επάνω στην πραγματικότητα, καλείται κάθε φορά να αποφασίσει ποια πραγματικότητα θέλει να υπηρετήσει. Και αν θα έπρεπε να συνοψίσω τι είδους εργαλείο είναι η τέχνη ως σχολιαστής της πραγματικότητας θα έλεγα απερίφραστα πως η τέχνη οφείλει να είναι εργαλείο εξανθρωπισμού».