Συν & Πλην: «To Κουκλόσπιτο» στο Θέατρο «Πορεία»
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για «Το κουκλόσπιτο» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου που ανεβαίνει στο Θέατρο «Πορεία».
Ίσως μια από τις, πλέον, χαρακτηριστικές περιπτώσεις συγγραφέων που αντλούσαν από πραγματικά γεγονότα της ζωής, ο Ίψεν γράφει την ιστορία φυγής της Νόρας, ανακαλώντας την περιπέτεια μιας δικής του γνώριμης. Επρόκειτο για την νεαρή Λάουρα Κίλερ, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία (αργότερα έγινε και η ίδια συγγραφέας), που όταν παντρεύτηκε βρέθηκε σε δεινή θέση: Ο άνδρας της αρρώστησε με φυματίωση, οι γιατροί συνέστησαν ανάρρωση σε θερμότερο κλίμα και αναζητώντας χρηματοδότη για το ταξίδι, η Κίλερ πλαστογράφησε ένα τραπεζικό έγγραφο. Όταν, όμως, αποκάλυψε την αλήθεια στον άνδρα της, εκείνος όχι μόνο την έδιωξε από το σπίτι τους και την απομάκρυνε από το μεγάλωμα των παιδιών τους, αλλά την ανάγκασε, για ένα διάστημα, να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική. Αυτή η ιστορία (με μεγάλη μετατόπιση ως προς την κορύφωση της) αποτελεί τη βάση της οικογενειακής περιπέτειας της Νόρας.
Μια όμορφη, ελκυστική κοπέλα ζει ως σύζυγος του Τόρβαλντ Χέλμερ – ενός διακεκριμένου νομικού που πρόσφατα διορίζεται σε μια σπουδαία θέση – και μητέρα των τριών παιδιών της. Το οικοδόμημα της ευτυχισμένης ζωής καταρρέει όταν αποκαλύπτεται μια παράνομη ενέργεια της: Η πλαστογράφηση για τη λήψη ενός δανείου, το οποίο θα εξυπηρετούσε ένα ταξίδι ανάρρωσης για τον άνδρα της που είχε υποστεί νευρικό κλονισμό. Ωστόσο, η πράξη της αναμένεται να εκθέσει ανεπανόρθωτα τον άρτι διορισθέντα άνδρα της και, όπως είναι αναμενόμενο, η σχέση τους κλονίζεται.
Ο Χένρικ Ίψεν γράφει «Το κουκλόσπιτο» μπαίνοντας ολοένα και πιο βαθιά στην αποτύπωση ρεαλιστικών ηρώων, των καθημερινών γεγονότων και αγωνιών. Στρέφεται, δηλαδή, στην αναγνώριση των ψυχολογικών κινήτρων των ανθρωπίνων πράξεων και τις αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής – και μάλιστα σε έναν αιώνα όπου η οικονομία αρχίζει να οργανώνεται καπιταλιστικά, μετακινώντας τις όποιες αξίες του δυτικού πολιτισμού.
Η τεράστια εκδοτική επιτυχία του έργου όταν κυκλοφορεί στα τέλη του 19ου αιώνα (1879) συνοδεύεται και από ένα σκάνδαλο ολκής: Ο Ίψεν εισηγείται την εγκατάλειψη της συζυγικής εστίας και του μητρικού ρόλου από μια γυναίκα, γεγονός που προκαλεί μαζικές αντιδράσεις, κάτω από το βάρος των οποίων αναγκάζεται να γράψει και μια δεύτερη λογοκριμένη εκδοχή του έργου, όπου η Νόρα παραμένει εγκλωβισμένη στο γάμο της. Και παρά την υπερασπιστική γραμμή που απολαμβάνει από το φεμινιστικό κίνημα – το οποίο επίσης ανδρώνεται σε όλη τη Δύση – ο Ίψεν αποποιείται το ρόλο που του αποδίδεται. Παρότι, παρακολουθεί τις ενέργειες χειραφέτησης της γυναίκας σε έναν ανδρικό κόσμο, η συγγραφική του αγωνία εδρεύει στα ζητήματα της ηθικής φύσης των ανθρώπων, κατ’ επέκταση και των γυναικών και στην αναθεώρηση των κοινωνικών δομών μέσα από τις προσωπικές μετατοπίσεις. Η Νόρα συνειδητοποιεί πως είναι εγκλωβισμένη σε μια επιφανειακή σχέση, μια όμορφη σύζυγος – μαριονέτα που πορεύεται χειραγωγούμενη και χειραγωγώντας. Και αποφασίζει να εγκαταλείψει τον άψυχο ρόλο της, να παραγκωνίσει το κοινωνικό καθήκον και τα προνόμια της, μπροστά στην ανάγκη να συνομιλήσει με τον εαυτό της.
Εκκινώντας από μια δική του μετάφραση και απόδοση – που μετατοπίζουν την εξέλιξη του έργου σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον – ο Δημήτρης Τάρλοου στήνει μια υψηλού επιπέδου παράσταση. Με μοντέρνα αισθητικά (σκηνικός χώρος) και αφηγηματικά (μουσική) εργαλεία πλαισιώνει μια, από τις πλέον κλασικές ιστορίες, του ευρωπαϊκού θεάτρου. Και στρέφοντας την ανάγνωση στον προβληματικό πυρήνα των ανθρώπινων σχέσεων και των κοινωνικών ρόλων – αντί να λειτουργήσει μόνο ως φεμινιστικός και αντι-πατριαρχικός ύμνος – αναδεικνύει όλα τα πρόσωπα του δράματος, μέσα από ένα σύνολο καλών ερμηνειών που ενισχύουν, επιπλέον, το εγχείρημα.
Σε συνέχεια μιας σκηνοθετικής γλώσσας επί των κλασικών κειμένων που πρωτοδοκίμασε στις «Τρεις αδερφές» του Τσέχωφ, ο Δημήτρης Τάρλοου επιχειρεί και εδώ μια οριακά λοξή, οριακά παιγνιώδη ανάγνωση – δικαιούται ειδικά το δεύτερο όταν μιλάμε για ένα «κουκλόσπιτο». Μια ανάγνωση που δεν στερεί ούτε το κλασικό ήθος του έργου, αλλά ούτε το εξοβελίζει σε μιαν άλλη χρονική συγκυρία. Δεδομένου ότι είμαστε πλάσματα απολύτως αφομοιωμένα από τον ακραίο καπιταλισμό – την ίδρυση του οποίου αναγνωρίζει ο Ίψεν – και κατά συνέπεια με μεγαλύτερα υπαρξιακά κενά και πιο διογκωμένη ‘ανάθεση’ ρόλων, ο εκμοντερνισμός της γλώσσας (μετάφραση – απόδοση Δημήτρη Τάρλοου) και της άμεσης εκφοράς του λόγου οδηγεί τη σκηνοθεσία σε μια ροή ελεύθερης, αλλά όχι επιτηδευμένης, μοντερνικότητας. Ο άψογος ρυθμός – υποβοηθούμενος και από τη live μουσική της Corniza – καλλιεργεί την αίσθηση ενός σασπένς· κάτι αξιοσημειώτο αν λάβουμε υπόψιν την γνώση της ιψενικής ιστορίας μέσα από το φινάλε της. Αν δε, η σκηνή αποχώρησης της Νόρας από το συζυγικό σχήμα ήταν λιγότερο επεξηγηματική, η αίσθηση αυτή θα είχε τονωθεί πολύ περισσότερο.
H πρόταση της Θάλειας Μέλισσα να στήσει ένα σκηνικό-βιτρίνα για να κατοικήσει η κούκλα του Ίψεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα ατμοσφαιρική. Τα πρόσωπα και ο χώρος δράσης τους μπαίνουν κάτω από το φακό πολλών ερμηνειών: Του εκθέματος- μουσείου, της πόρνης – οίκου ανοχής (του γειτονικού ‘Αμστερνταμ), του φυτού – θερμοκηπίου (προσέξτε τις διωναίες, γνωστά και ως σαρκοφάγα φυτά). Σε κάθε περίπτωση, αποδίδουν, με ωραίο γούστο, το αίσθημα του upper class εγκλωβισμού και του αποστειρωμένου βίου. Σε συνδυασμό δε, με τους θερμούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, το σκηνικό περιβάλλον αναδεικνύεται ακόμα πιο πολύ.
Οι ερμηνείεςΕίθισται οι θίασοι των παραστάσεων του Δημήτρη Τάρλοου να είναι προσεκτικά στελεχωμένοι κι αυτός ο κανόνας επαληθεύεται κι εδώ· χωρίς ωστόσο να λείπουν τα, επί μέρους, στραβοπατήματα. Η Λένα Παπαληγούρα αναλαμβάνει τον ρόλο με το μεγαλύτερο ψυχολογικό βάθος και με τις περισσότερες διακυμάνσεις που έχει υποδυθεί, μέχρι σήμερα. Καταρχάς, είναι απολαυστική για την ελαφρότητα με την οποία συστήνεται ως Νόρα, μιας πειθήνιας ‘γατούλας’ που νιαουρίζει χαδιάρικα στα πόδια του αφεντικού της, και υπενθυμίζει τη ροπή της προς την κωμωδία. Στην πορεία της Νόρας, η Παπαληγούρα αποδίδει υποδειγματικά το πρόσωπο αυτό που αδυνατεί να κατανοήσει την δυστυχία των άλλων γύρω της και είναι εμμονικά αγκιστρωμένη στο δικό της ‘δράμα’. Η ερμηνευτική μετάβαση της, όμως, στην κατάσταση που οι ψευδαισθήσεις καταρρέουν δεν είναι το ίδιο στέρεη. Ειδικά στην σκηνή του φινάλε, αγωνίζεται να αποδώσει (και με σωματική ένταση) περισσότερο μια εξεγερμένη ύπαρξη, παρά μια γυναίκα που από βαθιά ματαίωση, επιλέγει το άγνωστο.
Δίπλα της, ο Γιώργος Χριστοδούλου στο ρόλο του Τόρβαλντ κινείται ωραία ως ένα τυπικό A male της εποχής μας με μια δυναμική κορύφωση (και πτώση) στη σκηνή της συζυγικής εγκατάλειψης. Θαυμάσια ερμηνεία, παρά τον μικρότερο ρόλο της Λίντε, επιφυλάσσει η Βίκυ Κατσίκα σκιαγραφώντας πρακτικά ένα alter ego της Νόρας: Μιας γυναίκας που υποκύπτει στον «καλό γάμο» για να συνειδητοποιήσει πως μόνο η προσωπική ευτυχία θα την κρατήσει ζωντανή.
Ο Θανάσης Δόβρης οδηγεί με συνέπεια και ευαισθησία τον χαρακτήρα του Κρόκσταντ από το προσωπείο του, δήθεν, στυγνού εκβιαστή σε εκείνον του άνδρα που διψά να βρει τον εαυτό του μέσα στην αγάπη. Όσο για τον Κώστα Βασαρδάνη ζωντανεύει με σαρκαστική επιδεξιότητα τον γιατρό Ρανκ, ως μια οριακή προσωπικότητα, ένα αερικό μεταξύ ζωής και θανάτου. Τέλος, η παρουσία της Όλγας Δαλέκου στη διανομή, μιας κωφής ηθοποιού, φορτίζει αναπόφευκτα την παράσταση, ειδικά σε εκείνες τις φωνητικές αλληλεπιδράσεις της με τη Λένα Παπαληγούρα.
Απόλυτα συντονισμένη με τις σκηνοθετικές προθέσεις έρχεται η μουσική της Κρυσταλίας Θεοδώρου, aka Corniza. Πότε μέσα από μια υπόκωφη ποπ τύπου Billie Eilish, πότε με τη θέρμη μιας νεωτερικής τζαζ ή τα χρώματα της ambient, οι συνθέσεις και τα τραγούδια της Θεοδώρου ευνοούν την αφήγηση και το ρυθμό και υπογραμμίζουν το «εδώ και τώρα» της πλοκής.
Τα Πλην (-)Η σκηνή επιλόγου όπου η Νόρα ανακοινώνει στον Τόρβαλντ την απόφαση της να φύγει παίρνει πολύ σε μάκρος: Φαντάζει υπεραναλυτική των αιτιών και των αιτιατών και τελικά αποδυναμώνει τη δυναμική και την εσωτερικότητα της στιγμής.
Το άθροισμα (=)Ιδεολογικά διευρυμένη ανάγνωση του ιψενικού κλασικού, με νεωτεριστικά χαρακτηριστικά, άψογη αισθητική και καλές ερμηνείες ως επιστέγασμα.