Ανέκδοτο υλικό του Παναγιώτη Τούντα, έργα του Βαγγέλη Κορακάκη αλλά και έργα του Δημήτρη Παπαδημητρίου που η πανδημία δεν επέτρεψε να παρουσιαστούν ζωντανά, περιλαμβάνει το πρόγραμμα του Ελληνικού Σχεδίου για τη χειμερινή περίοδο 2022-23. Συνεπές στους ιδρυτικούς του σκοπούς το Ελληνικό Σχέδιο αναδεικνύει για μια ακόμα φορά νέους δημιουργούς με παραγγελίες έργων, αλλά όχι μόνον. Στοχεύει στην παραγωγή πρωτότυπου μουσικού υλικού και τη δημιουργία ρεπερτορίου τόσο από νεότερους όσους και από καταξιωμένους συνθέτες.
Το φετινό πρόγραμμα εστιάζει στο ρεμπέτικο τραγούδι και τις επιρροές του στο σήμερα. Με μια ομάδα πειραματικών και μη δράσεων – παραγγελιών- ηχογραφήσεων –συναυλιών – βιντεοσκοπήσεων, επιχειρεί να επανεκκινήσει την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Δηλαδή, να ξαναπάρει τον δρόμο από το ίδιο σημείο που το πήρε η γενιά του Χατζιδάκι προς άλλες όμως πιθανόν κατευθύνσεις, αναζητώντας τις παλαιές πηγές δύναμης και αλήθειας στο σήμερα.
Θα παρουσιαστούν έργα των Γρηγόρη Βασίλα, Ευγένιου Χαλίλ, Τάσου Ρωσόπουλου, Βαγγέλη Κορακάκη και Δημήτρη Παπαδημητρίου σε πολλαπλούς χώρους σ’ ένα διάστημα περίπου έξι μηνών. Χώροι διεξαγωγής είναι το Μικρό Παλλάς, το Ίδρυμα Κακογιάννη και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Όλες οι δράσεις του Ελληνικού Σχεδίου υποστηρίζονται από το Ίδρυμα Ωνάση.
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας ο συνθέτης Γρηγόρης Βασίλας θα παρουσιάσει στις το έργο του «Προσμονή» εμπνευσμένο από την παράδοση του ρεμπέτικου σε δικές του ενορχηστρώσεις με ένα εξαιρετικό σύνολο μουσικών. Περιγράφοντας το έργο του ο συνθέτης σημειώνει: «Προσδοκία, λοιπόν και μια ελπιδοφόρα αναμονή. Γλυκιά και βασανιστική στον ρόλο που της αξίζει, απαιτώντας την αποκλειστικότητα αλλά και σχεδόν την ολότητα της σκέψης. Όταν φτάνει η ώρα της, καταλαβαίνει κανείς τη δύναμη της αξίας στον στόχο. Το έργο αυτό είναι ένας συγκερασμός βιωμάτων, αισθημάτων και συναισθημάτων, επιρροών, ερμηνειών και ορμηνιών και μια διύλιση σκέψεων από τα ήθη και τις αξίες που συνάντησα. Είναι ό,τι με βοήθησε να βάλω σε μια τάξη τη συνείδησή μου, αφενός και αφετέρου να μην σιωπώ σε αυτά που δεν μπορώ να πω» λέει ο Γρηγόρης Βασίλας.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας περιλαμβάνει ανέκδοτα τραγούδια του μεγάλου αναμορφωτή και συνθέτη της λαϊκής μουσικής Παναγιώτα Τούντα σε ενορχήστρωση Μανώλη Πάππου.
Ο Μανώλης Πάππος είναι αδιαμφισβήτητα από τους κορυφαίους εκτελεστές μπουζουκιού του καιρού μας. Διατηρεί την πηγαία έκφραση και ήχο του οργάνου σε μια εποχή που το μπουζούκι τείνει να εκφυλισθεί. Σεμνή αλλά μαγική δεξιοτεχνία και αισθητικό μέτρο, καλλιέργεια και βαθειά ποιητική προσωπικότητα τον τοποθετούν δίκαια ως επιλογή πρώτη για να του εμπιστευθούμε τον θησαυρό του Τούντα.
Το υλικό αυτό παρουσιάζεται για πρώτη φορά καθώς για διάφορους λόγους δεν ηχογραφήθηκαν στην εποχή τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, προέρχεται είτε από προσχέδια μελλοντικών τραγουδιών ή μελωδιών ή τραγούδια τα οποία δεν είχαν ολοκληρωθεί στιχουργικά και έτσι παρέμειναν ακυκλοφόρητα. Άλλα απλά δεν βρήκαν λόγω συγκυριών τον δρόμο προς την δισκογραφία. Όμως η μεγαλοφυΐα και το προσωπικό ύφος του συνθέτη είναι αναμφισβήτητα καταγεγραμμένη σε αυτά.
Για τον Παναγώτη Τούντα ο ιδρυτής του Ελληνικού Σχεδίου Δημήτρης Παπαδημητρίου λέει: «O Π.T. θεωρείται δίκαια ένας μεγάλος συνθέτης του σμυρναίικου ρεμπέτικου. Γνώστης θεωρίας της μουσικής σε βάθος μας άφησε τέλειες, σχεδόν καλλιγραφημένες παρτιτούρες με εντυπωσιακή για το είδος αυτό σημειογραφία. Ο πετυχημένος πειραματισμός του στην τολμηρή πολυτροπικότητα των μελωδιών του φωτίζει ακόμα και σήμερα μια δύσβατη περιοχή του ελληνικού μελωδισμού. Περιοχή που για να την βαδίσει ο συνθέτης του χρειάζεται σπάνιο ταλέντο και γνώση. Είναι δε ο Τούντας πράγματι η σπάνια περίπτωση όπου η γνώση της δυτικής μουσικής δεν κατέστρεψε το φυσικό ελληνικό στοιχείο της μουσικής του. Αντίθετα τον βοήθησε να το επεκτείνει».
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ένα πλούσιο κοίτασμα τριάντα περίπου τραγουδιών. Ο Μανόλης Πάππος πήρε ως επί το πλείστον μια απλή σελίδα με μόνο το μελωδικό υλικό και τις «ανταποκρίσεις», χωρίς καν τα ακόρντα. Σε σπάνιες περιπτώσεις πήρε πάρτα πιάνου και φωνής, όπου δηλαδή υπήρχαν και τα ακόρντα. Και άλλες φορές μόνο ιδέες «ορφανές», δηλαδή χωρίς ανάπτυξη και φυσικά στίχο.
Η ομάδα αυτή των ακυκλοφόρητων τραγουδιών του Τούντα περιλαμβάνει ένα ευρύ ρεπερτοριακό φάσμα τραγουδιών και ιδεών και από τις τρεις συνθετικές του περιόδους.
Η πρώτη του περίοδος 1926-1933, περιλαμβάνει τραγούδια της σμυρναίικης σχολής που έχουν καταβολές στο ύφος των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα της Μικράς Ασίας, όπου έχουμε την σμίξη των ευρωπαϊκών μουσικών στοιχείων και του παραδοσιακού ύφους. Πάνω σε αυτήν την νοοτροπία η συμβολή του Τούντα υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη τους είδους. Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο γίνεται ευρύτερα γνωστός στο κοινό και στους μουσικούς και αναδεικνύεται ως ένας από τους πιο αγαπημένους και κορυφαίους συνθέτες. Η δεύτερη του περίοδος τοποθετείται μεταξύ 1934-1937 με εμφανή πλέον την επιρροή του ρεμπέτικου τραγουδιού. Τέλος η περίοδος 1937-1941, όπου κυριαρχεί το καθαρά λαϊκό ύφος, με το μπουζούκι σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Και στις δύο ομάδες περιλαμβάνονται δείγματα: Ολοκληρωμένων (και στιχουργικά) τραγουδιών και από τις τρεις περιόδους τους συνθέτη με ρεπερτόριο που περιλαμβάνει: ελαφρά, μικρασιάτικα-καφέ αμάν, ρεμπέτικα και δημοτικά τραγούδια. Μελωδίες και σπαράγματα που συμπληρώθηκαν δημιουργικά με το σύγχρονο δυναμικό στο τραγούδι. Ο μερικώς ή ολικώς ελλείποντα στίχο ανατέθηκε σε σύγχρονους σπουδαίους ποιητές (με τραγουδιστική φυσικά εμπειρία) αλλά και σε δόκιμους στιχουργούς: Μιχάλης Γκανάς, Διονύσης Καψάλης, Γιώργος Κοροπούλης, Κώστας Φασουλάς.
Για τον σχεδιασμό του καλλιτεχνικού προγράμματος ο Δημήτρης Παπαδημητρίου αναφέρει: «Στο έργο του Γρηγόρη Βασίλα βρήκαμε ήδη εκφρασμένη την κοινή πηγή της αναζήτησης μας. Καθόλου τυχαίο αφού στους δημιουργούς του ρεμπέτικού και του λαϊκού τραγουδιού τεράστια σημασία έχει σε τί όργανο γράφει και πως παίζει ο συνθέτης. Ο Βασίλας χωρίς να αλλάζει τον ήχο του και το στυλ του παίζει λόγου χάριν Τσιτσάνη, Ζαμπέτα, Θεοδωράκη, Χιώτη, Ξαρχάκο σαν να ήταν η πρώτη εκτέλεση. Έχει αφομοιώσει την ιστορία όλη σε ένα παίξιμο που είναι δικό του. Έτσι γράφει κιόλας. Ένας σίγουρα νέος έλληνας συνθέτης του πάντα. Ένας σαφώς καινούργιος του ανέκαθεν. Του αναθέσαμε να υλοποιήσει για μας σε έργο που αυτός μας υπέδειξε. Στον αντίποδα της ίδιας όμως σφαίρας ο ακόμα νεότερος, ο νεότατος Ευγένιος Χαλίλ – του οποίου έργο θα παρουσιαστεί τον Φεβρουάριο – και αυτός οργανοπαίχτης με ξεχωριστό ήχο και εντυπωσιακή σύνδεση με την αυθεντικότητα. Ωστόσο και πιανίστας σπουδαγμένος και ανήσυχος μουσικός που φλερτάρει με εναλλακτικά μουσικά ρεύματα. Αυτό αυτόματα μας κάνει να περιμένουμε με διπλή ανυπομονησία και περιέργεια. Η αντιδιαστολή του Βασίλα με τον Χαλίλ είναι ενδεικτική ενός πάντα αινιγματικού παρόντος. Αλλά και εύγλωττη απέναντι στα «νέα» τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα. Είναι δηλαδή ο κύκλος αυτός κανονικά ένα διαχρονικό ιστορικό τρίστρατο. Κι αν ο Οιδίποδας σ΄ ένα τρίστρατο σκότωσε τον άγνωστο σε αυτόν πατέρα του, εμείς που ξέρουμε τους πατέρας μας, σεβαστικά θα παραμερίσουμε για να περάσει του Παναγιώτη Τούντα η θαυμάσια άμαξα. Και θα την πάρουμε μετά καταπόδι».