Ψελλίζεται, μεταξύ νοσταλγίας και εμπειρικής πιστοποίησης που αγγίζει τα όρια του θεωρήματος. Έχει κιόλας γραφτεί, από καίριους, από σημαντικούς, από πολυγραφότατους. Υποστηρίζεται. «Τα eighties είναι τα δικά μας sixties». Ναι, αλλά «δικά» ποιών και ποιανών;
Η αδικημένη η γενιά του ’60 («δίχως κατοχή κι πείνα, χωρίς ρετσίνα») όσο κι αν δικαούται να το επικαλείται, δεν παύει να το αρθρώνει με κάποια ματαίωση. Οι επαγγελίες της μεταπολίτευσης παραήταν εμπροσθοβαρείς για να μη σκοντάψουνε και φάνε τα μούτρα τους πάνω στα συντηρητικά ανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας.
Όμως για μας, τους μια δεκαετία πάνω – κάτω μικρώτερους, η δεκαετία του ογδόντα, ειδικά εκεί προς το μέσον της, επιφύλασσε την πρώτη, καθαρή από ιδεολογικά φορτία, άνοιξη. Ένα ορθάνοιχτο, ηλιόλουστο παράθυρο στον κόσμο. Και μας άρεσε τόσο, που ξεχάσαμε από τότε τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά.
Ο ερχομός της «Αλλαγής», οι εφημερίδες σε μικρό μέγεθος, οι μπασκέτες στα δημοτικά στάδια, ο άνθρωπος με τα πατομπούκαλα, το Σ.Ε.Φ. και το Ο.Α.Κ.Α., το Χέϋζελ, η Ριζούπολη, το Τσέρνομπιλ, Μουντομπάσκετ, Ευρωμπάσκετ και Μουντιάλ, οι μέρες του Σισμίκ, η εταιρία Δολοφόνων, το φρικτό έγκλημα στα Πατήσια, το γεμάτο «ΡΟΔΟΝ Club», οι αναθυμιάσεις από το «βρώμικο ’89» και το τείχος του Βερολίνου να καταρρέει με πάταγο.
Μαραντόνα και Γκάλης, Αναστόπουλος και Προτάσοφ, Σαραβάκος και Αργύρης Καμπούρης, Φίλιππας Συρίγος και Γιάννης Διακογιάννης, Βαν Μπάστεν και Καραγκιοζόπουλος.
Το ραδιόφωνο του «Αμερικάνου», το Live Aid σε κονσέρβα και το Rock In Athens στα ξέσκουρα, η Victoria στη Νίκαια και οι Σκόρπιονς, καφετέριες με βίντεο-οθόνες, κιθαρίστες που κάνουν την κιθάρα να μιλάει, στίβες από «ΠΟΠ & ΡΟΚ» και “Heavy Metal”, «Μουσικόραμα», δίσκοι με τους τίτλους στα ελληνικά, Άιρον Μέϊντεν και Νικ Κεϊβ ζωντανά, Μπόνο και Μάϊκλ Χάτσενς να κάνουνε τα κορίτσια να λιποθυμάνε.
Ρόκυ και Λέοναρντ Κοέν, Τζεφ Μπρίτζες και Ρέητσελ Γουώρντ, Τομ Κρουζ και Τώνυ Κιτέν, Τζων Μάλκοβιτς και Τζόαν Τζεττ, Άλις Κούπερ και Τζέϊμι Γκερτζ κι ο Άλαν Πάρκερ on a highway to hell.
Σχολικές εκδρομές. Κασσέττες παράνομης εγγραφής από τη λαϊκή αγορά, puma με πλαστικές τάπες, θερινά σινεμά στα χαλίκια, φανελλάκια με στάμπα “Stay Alive In ’85”, αποκριάτικα πάρτυ μασκέ, πειρατικοί σταθμοί και διπλά κασσετόφωνα με το rec πάντα επί σκοπόν, καλοκαιρινά μακροβούτια και φθινοπωρινά αποειδοποίητα τεστ, κοκτέϊλ στο Τίβολι, φροντιστηριακά ειδύλλια, γραπτές εξετάσεις και περαντζάδες, εσώρουχα ξεχασμένα κει που δεν πρέπει, συνακροάσεις δίσκων κι ανταλλαγές κασσετών, έρωτες στα σπάργανα, χαιτάδες ντιτζέϊ και Ρόσσο Αντίκο, πενταήμερες, ξενύχτια, καψούρες και συντριβές, πανελλαδικες, απεργίες καθηγητών, Θουκυδίδης κι άλλα πάρτυ, κοκτέϊλ σε νησιά, χαμενα βινύλια που δωρίζονται, Β52 αναμμένα πάνω στις μπάρες, πουκάμισα λαχουράτα κι ενα ΜΤV να παίζει από την ανοιχτή τηλεόραση από το βράδυ ως το πρωί.
Όλα τα eighties τα συνέχει στο μυαλό μας η μαγεία από τα αυλάκια του βινυλίου, τα παράσιτα από τα ραδιοκύματα, το φύσημα της κασσέττας, ο φακός του βίντεο κλιπ. Στοιχεία του πολιτισμικού μας dna πια, οι ηχητικές και οι οπτικές παραστάσεις και αναπαραστάσεις των ‘80s ανοίγουν μαεστρικά όσο και απρόκλητα κουμπότρυπες στο χωροχρόνο: Αιγιάλη Αμοργού το 2006, Λυκαβηττός το 2003, Ο.Α.Κ.Α. το 2010, Μαλακάσσα το 2018.
Και όχι μόνο για μας. Τώρα πλέον, που σχεδόν κάθε ταινία animation, διαφήμιση, μουσική διασκευή, νεολογισμός ή συντομογραφία εμφανίζει διαρκώς ορατά αποτυπώματα στη δεκαετία του ’80, είναι γεγονός: Το κλειδί όχι μόνο για τη άτυπη συνομωταξία μας, για τα εφηβάκια που μεγαλώσαμε ακριβώς στη μέση του ’80, αλλά και για πολύ περισσότερες γενιές αγέννητες τότε, παραμένουν οι μουσικές και οι εικόνες της.
Ο μουσικός καμβάς πάνω στον οποίο εμείς περιπλανηθήκαμε, αναζητήσαμε, αυτοπροσωπογραφηθήκαμε, λαχταρήσαμε, ερωτευτήκαμε. Γιατί τότε, στη δεκαετία του ’80, ιδίως από τη μέση της και μετά, ερχόσουν για πρώτη φορά απενοχοποιημένα, με την αθωότητα ενός φρέσκου και αμόλυντου από τα ιδεολογικά βαρίδια υπερεγώ, σ’ έπαφή με το υλικό από την οποία φτιάχνονται τα όνειρα. Πάνω σ΄αυτό φορμουλάραμε την αισθητική μας και τον τρόπο σκέψης μας. Το ήθος και την κράση μας απέναντι σ΄όσα θ΄ακολουθούσαν.
Υπ’ αυτή την έννοια, λοιπόν, ναι. «Τα eighties είναι τα δικά μας sixties».
Προδημοσίευση αποκλειστικά για το Monopoli.gr
Στο κεφάλαιο αυτό ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου περιγράφει πώς πέρασε την αλλαγή του χρόνου ’87 προς ’88, την τελευταία χρονιά του σχολείου, με τους ήχους του δίσκου του George Harrison “Cloud 9”, που οι περισσότεροι θυμούνται για την μεγάλη επιτυχία “Got My Mind Set On You”.
……………………………….
«Μμμμ…» η Ισμήνη έκανε ότι συνοφρυώνεται. «Το παίζουμε κάπως μυστήριοι;».
Πήρε το δίσκο, προχώρησε πραξικοπηματικά προς το Technics και ανακοίνωσε στην ομήγυρη:
«Λοιπόν, αγόρια, μπαίνει το “Cloud Nine και μην ακούσω μα και μου».
Σηκώθηκε, άνοιξε το διάφανο σκέπαστρο, έβγαλε το βινύλιο από το σελοφάν, το κράτησε από τις άκρες με δείκτη και παράμεσο σαν επαγγελματίας, το έβαλε απαλά στο πλατώ και μετά από μερικά δευτερόλεπτα περίσκεψης, υπό το αγωνιώδες βλέμμα του γιου του οικοδεσπότη και ιδιοκτήτη του στερεοφωνικού – («μην κάνει καμιά μαλακία η μικρή και τρέχουμε»), πίεσε απαλά τον οριζόντιο διακόπτη. Η βελόνα κατέβηκε, γύρισε τον ασημένιο κύλινδρο της έντασης προς τα δεξιά ώσπου τα ηλεκτρονικά ψηφία να δείξουν «4» και άραξε στον καναπέ. Κράτησε το εξώφυλλο και μου πάσαρε το εσώφυλλο με τους στίχους. Το πρώτο κομμάτι, το “Cloud 9”, με τα αχνά κήμπορντς, τα συρτά τύμπανα και την υπαινικτική κιθάρα του Clapton, απλώθηκε απ’ τα ηχεία σ’ ολόκληρο το πλέϋ-ρουμ. Αναγνωριστικά στην αρχή, αποφασιστικά στη συνέχεια. Ένας βατήρας προς τα σύννεφα. Έστω, αυτά τα κάπως γκρίζα, του εξωφύλλου.
“Take my time – I’ ll show you cloud 9 – take my smile and my heart – they were yours from the start – the pieces to omit are mine”.
Όλη η υπόλοιπη βραδιά για μένα σταμάτησε να υπάρχει. Μιλήσαμε για μουσική, μου είπε για την άγια φοιτητική συνθήκη των αμφιθεάτρων («…Ξέρεις, δεν είσαι υποχρεωμένος να πας στο μάθημα, πας μόνο αν σ’ ενδιαφέρει»), κάναμε διάλειμμα για την αντίστροφη μέτρηση της χρονιάς και και τους ασπασμούς με τους γέρους και τους λιγώτερο γέρους και συνεχίσαμε. Το “Cloud 9” έπαιξε άλλες δύο φορές, όχι και τόσο εύκολο να το ακούμε πια, καθώς γύρω μας μαίνονταν πόκερ χωρίς λεφτά, παντομίμες, μέχρι και μπιλιάρδο. Οι στίχοι και ο ρυθμός του ενδέκατου και τελευταίου τραγουδιού συντονίστηκε με την fusion state of mind που με κατείχε ακριβώς εκείνες τις μέρες, με τις ταχυκαρδίες που προκαλούσε η Μπλε Ιστορία αλλά και άλλες, οι πιο ενσώματες επιρροές, δεξά κι αριστερά.
«Μην αγχώνεσαι. Άμα διαβάζεις, του χρόνου θά’σαι Αθήνα. Θα σε δω ξανά στο Σύννεφο Εννιά», μου λέει οκλαδόν πάνω στο χαλί, κρατώντας το βινύλιο όρθιο μπροστά της, μιμούμενη το πλήρες χαμόγελο του Τζωρτζ στο εξώφυλλο».
Το βιβλίο “Σάμγουερ in ’80sland” του Παναγιώτη Παπαϊωάννου κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ
Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου στις 19.00 στο Hard Rock Cafe Athens (Αδριανού 52, Μοναστράκι).
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Γιώργος – Ικαρος Μπαμπασάκης (συγγραφέας και μεταφραστής), η Jane Σαμπανίκου (δημοσιογράφος), ο Ηλίας Λογγινίδης (ιδρυτής και κιθαρίστας των Spitfire) και η Χριστίνα Δούση (Δικηγόρος).