Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Ένας ύμνος στη γυναικεία σεξουαλική απελευθέρωση σε μια απαγορευμένη ιστορία αγάπηςΗ ιστορία της Λαίδης Τσάτερλυ είναι κάτι πολύ παραπάνω από μερικές αισθησιακές σκηνές – παρ’ όλα αυτά υπέροχα γυρισμένες – στη νέα ταινία της Γαλλίδας σκηνοθέτιδος Laure de Clermont-Tonnerre, που πρόσφατα μπήκε στο Netflix. Όλοι γνωρίζουμε αυτό το κλασικό και αμφιλεγόμενο έργο που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1928 από τον D.H. Lawrence. Θεωρήθηκε τότε ένα από τα πιο σκανδαλώδη μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας και μάλιστα έγινε πολλές φορές αντικείμενο λογοκρισίας, αλλά και δικαστικής διαμάχης. Με λίγα λόγια η ιστορία ακολουθεί τη ζωή της Λαίδης Τσάτερλυ, μιας αριστοκράτισσας που σύντομα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν δυστυχισμένο και στερημένο από άποψη ρομαντισμού γάμο με έναν παράλυτο, μετά τον πόλεμο, σύζυγο. Μέχρι τη στιγμή που αυτή η γυναίκα γνωρίζει τον έρωτα και κυρίως ανακαλύπτει το σαρκικό πάθος στην αγκαλιά ενός ταξικά κατωτέρου της, η σχέση των οποίων στην πορεία εξελίσσεται σε ένα σημαντικό συναισθηματικό δέσιμο. Το ζήτημα των σχέσεων, με άξονα την εσωτερική πάλη μεταξύ μυαλού, καρδιάς και σώματος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα του Lawrence, και κάτι αντίστοιχο κάνει και σε αυτή την κινηματογραφική απόδοση, αφού παρακολουθούμε να γίνονται αντικείμενο εξερεύνησης διαφορετικές μορφές σχέσεων με διαφορετική δυναμική μεταξύ τους. Φυσικά, το ταξικό θέμα επίσης αποτελεί βασικό ζήτημα, μαζί με τον αισθησιασμό του σώματος, που η ηρωίδα ανακαλύπτει και αυτός δρα καταλυτικά αλλά και αναζωογονητικά για την ψυχή της. Στον ρόλο της Λαίδης Τσάτερλυ βλέπουμε την Emma Corrin, που πραγματικά ήταν μια έκπληξη για εμένα καθώς ήταν η πρώτη φορά που την είδα σε κάτι διαφορετικό μετά από τον ρόλο της πριγκίπισσας Diana στο Crown – για τον οποίο μάλιστα η ίδια έχει πάρει και Χρυσή Σφαίρα.
Ευδοκία Βαζούκη
Πάντα με γοήτευαν τα θέατρα τα οποία στο σχήμα αυτό το διακριτικό με τις τέσσερις πλευρές ανοιχτές στους θεατές επιτρέπουν τόσες διαφορετικές γωνίες «ανάγνωσης». Στο «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη Νύχτα», μια παράσταση που ξεκίνησε πέρσι το δικό της θεατρικό ταξίδι με επιτυχία, η σκηνοθεσία αξιοποιεί ευρηματικά τον χώρο, το δωμάτιο της οικογένειας Ταïρόν και που οι γωνίες του χώρου γίνονται οι άκρες των ηρώων.
Το ψυχόδραμα του Ευγένιου Ο’Νηλ ζωντανεύει μέσα από έναν καταπληκτικό θίασο από τους Μπέττυ Αρβανίτη, Αλέξανδρο Μυλωνά, Ελίνα Ρίζου, Αινεία Τσαμάτη και τον νεότερο και πολύ ταλαντούχο Αναστάση Λαουλάκο για να αποδείξει πως η ομίχλη της συγκεκριμένης οικογένειας θολώνει και ξεθολώνει τις πιο μύχιες πτυχές τους. Οι καταχρήσεις, τα όρια, τα σύμφυτα ή επίκτητα χαρακτηριστικά των ηρώων αναδεικνύονται με εξαίρετο τρόπο από την μουσική του Γιώργου Πούλιου που πρωταγωνιστεί αισθητικά και που σε συνδυασμό με τα κουστούμια της Ιωάννας Τσάμη ορίζουν μια άρτια εικόνα ταιριαστή στο ύφος του έργου. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου επίσης συνθέτουν μεταφορές για τους ήρωες-το ξεφλούδισμα των σχέσεων, την μοναξιά, τον ξεπεσμό. Πρόκειται για μια μεγάλη σε διάρκεια παράσταση που όμως δε χάνει την ουσία της. Εστιάζει στις επιμέρους οικογενειακές σχέσεις και τραντάζει διαρκώς τα τραύματα και τα ελλείμματά τους. Αποκαλύπτει πώς οι ατελέσφορες προσδοκίες, η εθελοτυφλία, οι καταχρήσεις και εν τέλει το νεφέλωμα ανάμεσά τους φέρνει την αναπόφευκτη σύγκρουση, τον αποχωρισμό και τη τρέλα. Το μόνο σίγουρο είναι πως η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά ανεβάζει τους αισθητικούς δείκτες της παράστασης μέσω μιας πολύ ώριμης ματιάς που ερμηνεύει όσο παρουσιάζει και που οι ηθοποιοί, με ιδιαίτερα μαγνητικούς τους δύο γιους, διαθέτουν όλα τα εφόδια για να υποστηρίξουν την ευθραυστότητα αυτής της οικογένειας.
Λίνα Ρόκα
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Δευτέρα απόγευμα και μια βόλτα στο στολισμένο κέντρο της Αθήνας είναι ό,τι πρέπει για να αποσυμφορηθείς. Με αυτή τη λογική, λοιπόν, δώσαμε με μία φίλη ραντεβού στο κέντρο για να μπούμε και εμείς σιγά σιγά στο πνεύμα των εορτών που πλησιάζουν. Η βόλτα ξεκίνησε από το Μοναστηράκι και κατέληξε στην Πανεπιστημίου. Δεν ήταν και τόσο μεγάλη, αλλά ήταν σίγουρα αρκετή για να μας ανοίξει η όρεξη. Κάπως έτσι, ανεβήκαμε την Ομήρου και κάτσαμε στο μικρό και όμορφο “Piadina Lumbro”. Ένα ιταλικό εστιατόριο με σύγχρονα, μίνιμαλ στοιχεία, πολύ όμορφα τοποθετημένο σε ένα από τα κεντρικά στενά της πόλης. Το μαγαζί είναι ιδανικό για τους λάτρεις της ιταλικής κουζίνας, με ένα μενού πιστό στις αυθεντικές ιταλικές γεύσεις. Το Piadina Lumbro προσφέρει έναν πλούσιο κατάλογο με επιλεγμένες πίτσες, μακαρόνια και κυρίως πιάτα τα οποία συνοδεύονται τέλεια με ένα ποτήρι κρασί. Εμείς πήραμε μια πίτσα μαργαρίτα και μακαρόνια ‘amatriciana’, επιλογές σίγουρα ασφαλείς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και βαρετές. Αν και φουσκωμένες, άμα μας έδινε κάποιος άλλον έναν γύρο από τα ίδια, θα είμασταν παραπάνω από πρόθυμες να τον απολαύσουμε. Ένα εστιατόριο αφενός αισθητικά ωραίο, αφετέρου γευστικά αυθεντικό, με πολλές επιλογές που αξίζει σίγουρα να επισκεφτείτε όταν πάτε τη χριστουγεννιάτικη σας βόλτα.
Ανδρομάχη Αρβανίτη
Δεν περίμενα ποτέ ότι μία ταινία ή σειρά επιστημονικής φαντασίας θα με έκανε να συγκινηθώ τόσο πολύ. Ο λόγος για την πασίγνωστη σειρά του Netflix “Stranger Things”, την οποία παρακολούθησα από την 1η έως την 4η σεζόν, και προς μεγάλη μου χαρά έμαθα ότι αναμένεται να κυκλοφορήσει και 5η. Αν και ήμουν ιδιαίτερα προκατειλημμένη για το περιεχόμενο της σειράς, ομολογώ πως από τον πρώτο κύκλο μέχρι και τον τέταρτο με κράτησε σε εγρήγορση και περίμενα με ανυπομονησία να δω τα επόμενα επεισόδια το ένα μετά το άλλο. Εκείνο που με κέρδισε στο Stranger Things είναι ότι εκτός μάχες με τέρατα και εξωπραγματικά πλάσματα έχει να δείξει και μία πιο ανθρώπινη διάσταση σε όλα αυτά τα γεγονότα. Μια παρέα παιδιών στο Hawkins που ωριμάζουν πιο γρήγορα από ότι θα έπρεπε, καλούνται να αντιμετωπίσουν την απώλεια, τον πόνο, τις δικές τους εσωτερικές διαμάχες αλλά όπως φαίνεται δεν είναι τίποτα τόσο δυνατό που να τους χωρίσει. Το Stranger Things είναι μία σειρά-θρίλερ που μέσα από το στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας, μας διδάσκει την αξία της φιλίας, της υπόσχεσης αλλά και το πόσο ανάγκη έχει κανείς την δική του οικογένεια, ακόμη κι αν έχεις υπερδυνάμεις ώστε να σώσεις 3 φορές την ανθρωπότητα όπως η αγαπημένη Eleven.
Χριστιάνα Τσατσαρώνη
Αν και έχουμε δει την οικογένεια Addams σε μορφή καρτούν, σειρών και ταινιών, το Netflix μας φέρνει νέα δεδομένα για την πολυαγαπημένη σκοτεινή οικογένεια και το αποτέλεσμα σαρώνει. Η νέα σειρά “Wednesday”, σε σκηνοθεσία του Tim Burton, ήρθε στις οθόνες μας δυναμικά, με πρωταγωνίστρια την κόρη της Morticia (Catherine Zeta-Jones) και του Goemez ( Luis Guzmán), την οποία υποδύεται η ηθοποιός Jenna Ortega. Η Wednesday Addams λοιπόν είναι η νέα αγαπημένη έφηβη του Netflix, με τηλεπαθητικές ικανότητες, gothic στυλ, χλωμό πρόσωπο και ιδιαίτερη αγάπη σε οτιδήποτε περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο. Eχει αποβληθεί από διάφορα σχολεία, καταλήγοντας έτσι στο Nevermore Academy, όπου και ξεκινάει το μυστήριο. Μαζί με τους συμμαθητές της -που φυσικά δεν είναι τίποτα άλλο παρά φατρίες από βαμπίρ, λυκανθρώπους και γοργόνες- η ηρωίδα θα μπει σε ένα κύκλο γεμάτο περιπέτειες, που μπλέκουν το παρελθόν με το παρόν. Πάντα με μαύρο χιούμορ, ερειστικό ύφος και με βοηθό της το (καταπληκτικό) Xέρι -Thing, η “συννεφιασμένη” Wednesday προσπαθεί να λύσει το μυστήριο ενός τέρατος που αφήνει πίσω του θύματα, ακρωτηριάζοντας τα. Πρόκειται για μια σειρά γεμάτη μυστήριο, μεταφυσικά στοιχεία, που έχει χαρακτηριστεί από το Netflix ως μια “live action κωμωδία ενηλικίωσης” και που αν είσαι φαν του dark humor ή έστω του Harry Potter ή του Stranger Things (μιας και η αισθητική του Wednesday κινείται προς αυτές τις κατευθύνσεις), τότε σίγουρα αξίζει να του ρίξεις μια ματιά.
Ελένη Πάικου
Tο πολυβραβευμένο έργο του Benoit Soles «Η Μηχανή του Τούρινγκ», σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου και ερμηνεία Ορφέα Αυγουστίδη, παρουσιάζεται για δεύτερη χρονιά στο Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου. Με απανωτά sold out για κάθε παράσταση και προτάσεις από φίλους και γνωστούς οι προσδοκίες μου ήταν πολύ υψηλές και δεν διαψεύστηκαν. Το έργο μας μεταφέρει στο σπίτι του Άλαν Τούρινγκ, του σπουδαίου αυτού μαθηματικού που κατάφερε να σπάσει τον κώδικα των Ναζί και να συμβάλλει καθοριστικά στην λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου το 1945. Κατόρθωμα που δεν του πιστώθηκε όσο ζούσε, λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Ένα έργο μνήμης και φαντασίας που καλεί εμάς τους θεατές να αναμετρηθούμε με αυτή την ιδιοφυή προσωπικότητα, να την ακούσουμε και να την κατανοήσουμε όσο βρίσκεται σε κατ’οίκον περιορισμό λόγω της ορμονοθεραπείας που του έχει υποβληθεί.
Η παράσταση συνολικά ήταν άψογη με όλες τις παραμέτρους συντονισμένες. Με μια πρωτότυπη και ευρηματική σκηνοθεσία ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος κατάφερε να αποδώσει σε 90 λεπτά την ζωή και τις μνήμες του Άλαν σε έναν μόνο σκηνικό χώρο. Ο σκηνικός χώρος επινοημένος από την Όλγα Μπρούμα δημιούργησε ένα αίσθημα σπιτικής θαλπωρής με πρωτότυπες λεπτομέρειες και λειτουργικές εκπλήξεις. Τα κοστούμια επίσης της ίδιας ήταν μια ταιριαστή επιλογή για τον ήρωα. Αυτό που με συνεπήρε βέβαια περισσότερο ήταν η εξαιρετική ερμηνεία του Ορφέα Αυγουστίδη. Σε έναν απαιτητικό μονόλογο, ενσαρκώνοντας όχι μόνο τον Τούρινγκ αλλά και άλλους διάφορους ανθρώπους που πέρασαν από την ζωή του, κατάφερε να συγκινήσει και να σε κάνει μέτοχο του παρελθόντος, του παρόντος αλλά και του μέλλοντος του Άλαν. Η μετάφραση από τον Αντώνη Γαλέο απέδωσε εύστοχα και ποιητικά τον κόσμο του. Η συμβολή επίσης της μουσικής από την Μαρίζα Ρίζου και των ηχογραφημένων ποιημάτων με την φωνή του Αυγουστίδη, που ακούγονταν κατά την διάρκεια της παράστασης, ήταν πολύτιμη και εκτόξευσαν την αισθητική της παράστασης. Οι φωτισμοί, τέλος του Νίκου Βλασόπουλου, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία έντασης, αγωνίας και μιας μοναδικής ατμόσφαιρας, καθώς συντονίζονταν κάθε φορά με την δράση και τον συναισθηματικό κόσμο του Τούρινγκ.
Μια εξαιρετική παράσταση με όλα εκείνα τα συστατικά της μαγείας που ανέκαθεν είχε το θέατρο. Μια παράσταση γεμάτη ταλέντο που μιλά για την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου και την ανάγκη αποδοχής της.
Νατάσα Μιχελάκου
Καθώς έφευγα Σάββατο βράδυ από το Θέατρο Rex, μετά το πέρας της παράστασης «Τα Φώτα της Πόλης», θεατρική μεταφορά της αριστουργηματικής ομότιτλης ταινίας του Τσάρλι Τσάπλιν σε σκηνοθεσία Αμάλιας Μπένετ, ήξερα πως είχα πετύχει το στόχο μου, που δεν ήταν άλλος από το να παρακολουθήσω ένα εντυπωσιακό και ταυτόχρονα «feel good» υπερθέαμα που θα με έβαζε σε mood εορτών. Και πραγματικά το ιδιόμορφο αυτό μιούζικαλ αποδείχθηκε για εμένα μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Αστείο, τρυφερό, συγκινητικό και, παράλληλα, ένας καίριος «σχολιασμός» πάνω στις ακραίες οικονομικές ανισότητες που δημιουργούν έναν σκληρό και κυνικό κόσμο, στον οποίον ως αντίδοτο αντιτάσσεται η αγάπη, η ανιδιοτέλεια και η αλληλεγγύη- όπως ακριβώς και στο πρωτότυπο. Η διασκευή της σκηνοθέτριας και του Θοδωρή Οικονόμου, ο οποίος υπέγραψε και την υπέροχη μουσική, πραγματοποιεί, παράλληλα, ένα νοσταλγικό «ταξίδι» στο παρελθόν της κινηματογραφικής τέχνης, τοποθετώντας τη δράση στον χώρο ενός κινηματογραφικού στούντιο και υπενθυμίζοντας μας πως όλα δεν είναι παρά μια «κατασκευή». Η ευρηματική σκηνοθεσία δημιουργεί μια πανδαισία όπου κυριαρχεί η μουσική, η κίνηση των σωμάτων, ο ρυθμός, οι εκφράσεις των προσώπων, το άψογο οπτικό στυλ. Το τελευταίο, αποτέλεσμα της δεξιοτεχνικής χορογραφίας της Αμάλιας Μπένετ, των ευφάνταστων σκηνικών και κοστουμιών, της Τίνας Τζόκα και του Άγγελου Μέντη αντίστοιχα.
Η μουσική μετατρέπεται σε κεντρικό «αφηγητή» της παράστασης που «αγκαλιάζει» και περιγράφει τη σκηνική δράση, με τα τραγούδια, σε στίχους του Σταύρου Σταύρου, να λειτουργούν εν είδει μεσότιτλων και τους εξαιρετικούς Σαβίνα Γιαννάτου, Μίκη Παντελούς και Νικόλα Ντούρο να γίνονται σε σημεία η φωνή των ηθοποιών. Ο Προκόπης Αγαθοκλέους, στον ρόλο του αξιαγάπητου, γκαφατζή και καλόκαρδου «Αλητάκου» που ερωτεύεται μια φτωχή, τυφλή ανθοπώλισσα (Αλεξάνδρα Αϊδίνη) την οποία και θα προσπαθήσει να βοηθήσει με κάθε τρόπο, ισορροπεί αποτελεσματικά ανάμεσα στην κωμική και μελαγχολική χροιά του ρόλου. Ο θίασος με εκφραστική δεινότητα, εμφατικές κινήσεις και χωρίς ως επί το πλείστον το στήριγμα του λόγου καταφέρνει- με τη συμβολή της μουσικής και των τραγουδιών- να μεταδώσει απόλυτα τόσο τον εσωτερικό συναισθηματικό του κόσμο με τις επιθυμίες, τα όνειρα και τα αδιέξοδα του, όσο και την εξέλιξη της δράσης. Ο βωβός κινηματογράφος συναντάει το θέατρο σε μια παράσταση φόρο-τιμής σε μια θρυλική ταινία και έναν αξέχαστο καλλιτέχνη.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Χθες, Σάββατο 17/12 έζησα μια από τις καλύτερες εμπειρίες της ζωής μου και έχω την συνάδελφο Ελένη Πάικου (που πιο πάνω μάς μιλά για την Wednesday) να ευχαριστήσω για αυτό. Μερικές φορές όταν οι φίλοι σου σε “πρήζουν” με κάποιο συγκρότημα, μπορεί και να έχουν δίκιο. Ε, αυτή είναι μία τέτοια περίπτωση και τελικά οι Fundracar έγιναν από τα καλύτερα πράγματα που μου συνέβησαν το 2022. Χθες λοιπόν αυτή η σίγουρα περίεργη χρονιά “έκλεισε” (εντάξει, περίπου έχουμε ακόμα δύο εβδομάδες) συναυλιακά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο Gagarin 205 – σε αυτό το σημείο να πω ότι είναι από τους πιο υποδειγματικούς συναυλιακούς χώρους που έχω επισκεφτεί ποτέ, από άποψη υποδομών, διοργάνωσης, ήχου, εξαερισμού (!). Η βραδιά ξεκίνησε με τους Bonnie Nettles, οι οποίοι με πολύ άνεση πάνω στην σκηνή, μας προετοίμασαν κατάλληλα με το psychedelic rock n roll ήχο τους για αυτό που θα ακολουθούσε: μια συναυλία-γιορτή γεμάτη με τις καλύτερες στιγμές των Fundracar. Πράγματι, αν και δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη επέτειος που θα έπρεπε να γιορτάζουμε, αυτό το live θα μπορούσε να είναι μια γιορτή όλα αυτά που είναι οι Fundracar: για τις hip-hop, reggae και funk αλλά και ska, punk και rock επιρροές τους, για τα όσα πρεσβεύουν, για τους φίλους και συνεργάτες τους, που “έδεσαν” τέλεια στο show, είτε μιλάμε για τον Εισβολέα και τον Φραγκιαδάκη των Χατζηφραγκέτα, είτε για τον Αργύρη των Nightstalker, είτε για τον επίσης φουλ φρέσκο Γιώργο Κουκλάκη. Με τραγούδια από όλη τη δισκογραφία τους (από το ντεμπούτο τους “Πλακώσου!” μέχρι το πιο πρόσφατο “Βάσανα”), οι Fundracar μου θύμισαν γιατί τους αγάπησα τόσο: γιατί είτε μιλάμε για ένα κομμάτι δέκα ετών, είτε για ένα κομμάτι που βγήκε κυριολεκτικά πριν από μια εβδομάδα, ο ήχος τους παραμένει άρτιος στιχουργικά (ακόμα κι όταν τρολάρουν), άρτιος μουσικά, και το κυριότερο: φρέσκος. Χθες λοιπόν, μας χάρισαν μία από εκείνες τις εμπειρίες που μόνο τα μεγάλα συγκροτήματα με φανατικό κοινό μπορούν να προσφέρουν -και με έκαναν να ανυπομονώ ακόμα περισσότερο για τον νέο δίσκο τους.
Γεωργακοπούλου Τατιάνα