Συν & Πλην: «Μια άλλη Θήβα» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για «Μια άλλη Θήβα» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου που ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου
«Όλοι σκοτώνουμε λίγο τον πατέρα μας». Αυτό αναφέρει ο Σέρχιο Μπλάνκο ως παραδοχή στο έργο του «Μια άλλη Θήβα». Ο Ουρουγουανός συγγραφέας (με δημιουργική δράση και στην Ευρώπη) προσεγγίζει και με φροϋδικά κίνητρα την σχέση πατέρα – γιου, μολονότι η αφήγηση του είναι απολύτως νατουραλιστική: Ένας θεατρικός συγγραφέας (θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος ο Μπλάνκο) συλλαμβάνει την ιδέα να γράψει ένα έργο για την πατροκτονία. Αφορμή, στέκεται η δολοφονία ενός πατέρα από τον 20χρονο γιο του, τον οποίο και ο συγγραφέας αποφασίζει να επισκεφθεί στη φυλακή και να τροφοδοτηθεί με ιδέες. Πρόκειται για τον Μαρτίν, ένα βαθιά πληγωμένο αγόρι, μεγαλωμένο σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον, με ελάχιστη πρόσβαση στην εκπαίδευση που, κάποια στιγμή, επιτέθηκε στον πατέρα του, καταφέρνοντας του δεκάδες μαχαιριές. Ο Μαρτίν καταδικάστηκε σε ισόβια αλλά, παρόλα αυτά, ο συγγραφέας επιδιώκει όχι μόνο να τον θέσει ως πρωταγωνιστή του έργου του, μα και να τον χρίσει ερμηνευτή του εαυτού του, καταθέτοντας σχετικό αίτημα στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Στη διάρκεια εξέλιξης του εγχειρήματος, ο συγγραφέας αναπτύσσει μια ζεστή σχέση με τον Μαρτίν. Κι όταν πια, το υπουργείο απορρίπτει την πρόταση του – προκειμένου ο καταδικασθείς να εργαστεί ως ηθοποιός – ο συγγραφέας αρχίζει να συνδέεται και με τον ηθοποιό που τελικά θα τον ερμηνεύσει, τον Φεδερίκο. Γίνεται, δηλαδή, με κάποιο τρόπο, και ο ίδιος ένα πατρικό πρότυπο για τους δύο νέους.
Χωρίς η ιστορία του του να χάνει το ακραιφνές κοινωνικό της πρόσημο σχολιάζοντας την ενδοοικογενειακή βία, τα αίτια που μπορούν να οδηγήσουν έναν άνθρωπο στο φόνο, την έννοια της Νέμεσις σε σύγκρουση με τη νομοθεσία και τους κανόνες μιας οργανωμένης κοινωνίας, χωρίς να απομακρύνεται από την ιδέα του θεάτρου – ντοκουμέντο, ο Μπλάνκο πλησιάζει την έννοια του Πατέρα ως αρχέτυπο. Καταρχάς, αντιπαραβάλλει το δικό του παράδειγμα με την πιο διάσημη πατροκτονία της αρχαίας γραμματείας, του Οιδίποδα που σκότωσε εν αγνοία του τον πατέρα του Λάϊο και εκσυγχρονίζει τα ερωτήματα της φροϋδικής αλλά και της λακανικής θεωρίας επί του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος. Ο πατέρας ενσαρκώνει το νόμο στα μάτια του παιδιού του; Χρειάζεται να τραβήξουμε μια γραμμή από τους γεννήτορες μας για να μπορέσουμε να υπάρξουμε ελεύθεροι, χωρίς δεσμεύσεις; Σε ποιο βαθμό ταυτιζόμαστε με τους γονείς μας; Μια ιστορία στα όρια της παραβολής.
Αυτή η διαλεκτική ανάμεσα στο πραγματικό και το φιλοσοφικό, χαρακτηρίζει καθοριστικά την δομή και τη σκέψη του έργου, εδώ σε μετάφραση της, πολύπειρης στην ισπανόφωνη δραματουργία, Μαρίας Χατζηεμμανουήλ.
Η παράστασηΒασισμένος σε ένα πρωτοεμφανιζόμενο, στην ελληνική σκηνή, πολυεπίπεδο έργο, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος υπογράφει μια από τις πιο δυνατές παραστάσεις του στο νεότερο ρεπερτόριο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Μια, σε βάθος, ανάγνωση στην ψυχολογία των ηρώων που ανατέμνουν τη σχέση πατέρα και γιου, στο φάσμα της κακοποίησης και της δυσλειτουργικής οικογένειας, στις έννοιες του εγκλήματος και της τιμωρίας, του εγκληματία και της κοινωνίας – ακόμα και στη θέση της τέχνης σε ανάλογα κοινωνικά συμβάντα. Στέρεη, λιτή αλλά και ευρηματική σκηνοθεσία που αποσπά αξιοσημείωτες ερμηνείες από τους Θάνο Λέκκα και Δημήτρη Καπουράνη.
Έχοντας στηρίξει τη φιλοσοφία του Θεάτρου του Νέου Κόσμου στην επιλογή νεόκοπων και, άγνωστων στην Ελλάδα, κειμένων, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος συνεχίζει στην ίδια γραμμή, προτείνοντας ένα από τα ωραιότερα έργα που έχουν κοσμήσει το ρεπερτόριο του οργανισμού. Το έργο «Μια άλλη Θήβα» του Σέρχιο Μπλάνκο είναι πλούσιο σε αρετές και επίπεδα: Έλκεται από την πραγματικότητα, την οποία φιλτράρει μέσα από το θέατρο, θέτει θεμελιώδεις αναρωτήσεις της ζωής που προκύπτουν μέσα στον ασφυκτικό χώρο ενός κελιού, είναι ένα έργο σκληρό όσο ευαίσθητο και ελπιδοφόρο, ψυχαναλυτικό όσο και γήινο.
Οι ερμηνείεςΌσο κι αν ένα κλειστό σχήμα δύο ηθοποιών επί σκηνής μοιάζει πιο ευέλικτο, τόσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες για να κρατηθεί στέρεο. Πόσο μάλλον, όταν οι ηθοποιοί είναι δύο αλλά οι ρόλοι είναι τρεις: Ένας συγγραφέας, ένας κρατούμενος και ο ηθοποιός που θα τον ερμηνεύσει. Αυτό το στοίχημα κερδίζεται εξ ολοκλήρου από τον Θάνο Λέκκα και τον Δημήτρη Καπουράνη που εξασφαλίζουν μια πολύ καλή χημεία μεταξύ τους και αναδεικνύουν όλες τις αποχρώσεις – πρώτου και δεύτερου επιπέδου – του έργου.
Ο Θάνο Λέκκας στο ρόλο του συγγραφέα πατάει γερά στον ντοκουμενταρίστικο χαρακτήρα του έργου και χτίζει ένα χαρακτήρα αληθινό και ανθρώπινο: Είναι αυτός που έρχεται να παρατηρήσει το «τέρας», να το πλησιάσει (αρχικά με την περιέργεια του εξωτικού) και τελικά γίνεται αυτός που θα καταρρίψει πολλά από τα στερεότυπα που συνοδεύουν το δολοφόνο, την φυλακή, τον ψυχισμό του παραβατικού.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη ερμηνευτική πρόκληση ανήκει στον Δημήτρη Καπουράνη· όχι μόνο γιατί καλείται να ερμηνεύσει δύο πρόσωπα – τον πραγματικό και τον θεατρικό Μαρτίν – αλλά γιατί ισορροπεί σε αυτήν την ακροβασία με μεγάλη διαύγεια. Κυλάει από την αλήθεια στη θεατρική σύμβαση (άρα και στην κατανόηση της αλήθειας) και πάλι πίσω με λεπτές αλλά διακριτές σωματικές, εκφραστικές κινήσεις και τεχνάσματα εκφοράς του λόγου. Το κάνει, επίσης, με τρυφερότητα, ειλικρίνεια και έναν ελεγχόμενο συναισθηματισμό που τονώνει ακόμα περισσότερο το συγκινησιακό φορτίο της παράστασης. Έχουμε την αποκάλυψη ενός νέου ηθοποιού σε πρόσφορο έδαφος.
Μια παράσταση δύο γεμάτων ωρών, που στηρίζεται στην αφήγηση κι όχι στη δράση, που έχει μόνο δύο πρόσωπα επί σκηνής και παρόλα αυτά διατηρεί το ενδιαφέρον του θεατή από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή. Εκτός από το ενδιαφέρον κείμενο (όπως προαναφέραμε) το επίτευγμα σχετίζεται οπωσδήποτε και με τη σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, με τον εξαιρετικό ρυθμό που διατηρεί η παράσταση (χάρη και στην απόφαση να απομακρύνει τα βαρίδια του πρωτότυπου), τις κομψές αλλά όχι απαρατήρητες πρωτοβουλίες να υπογραμμίσει τη θεατρική συνθήκη έναντι της «πραγματικότητας» και φυσικά την καθοδήγηση των δύο ηθοποιών του: Του Θάνο Λέκκα και του Δημήτρη Καπουράνη στο χτίσιμο μιας καλής σκηνικής σχέσης.
Το σκηνικόΗ δημιουργία μιας κλούβας – είναι κελί ή ένα ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ; – από τον Κώστα Πολίτη παίζει εύστοχα με τις δημιουργικές αντιφάσεις της δραματουργίας. Ο αθλητικός χώρος είναι ο μοναδικός τόπος ελευθερίας του φυλακισμένου ήρωα κι όμως στα μάτια των θεατών επιδρά ως μια περιοριστική ασφυκτική συνθήκη, ένα σύνορο που χωρίζει τους «καλούς» από τους «κακούς», τους μέσα από τους έξω και τελικά την σκηνή από την πλατεία. Παρά τη μικρή σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, μια έξυπνη και λειτουργική σκηνογραφία – στην οποία συμβάλλουν και τα βίντεο του Απόστολου Κουτσιανικούλη.
Παρότι είδαμε την πιο πρόσφατη εκδοχή της παράστασης, όπου είχαν κοπεί σημεία του έργου, δεν θα έβλαπτε και μια πιο γενναία περικοπή και σε άλλες στιγμές όπου η δραματουργία χάνει λόγω επεξηγηματικότητας.
Συστάσεις για ένα άγνωστο, στην ελληνική σκηνή, έργο μέσα από μια δυνατή και συγκινησιακά φορτισμένη παράσταση, η οποία αναδεικνύει και την ερμηνευτική δυνατότητα του Δημήτρη Καπουράνη.