Πριν περάσεις το κατώφλι της Δροσοπούλου 197 σε υποδέχεται η έντονη μυρωδιά φρέσκιας μπογιάς. Επίσης, έχει πολύ περισσότερο κόσμο από τον συνηθισμένο. Δεν έχει μόνο τους ηθοποιούς που, βιαστικά τρώνε κάτι στο διάλειμμα ή κάνουν ένα τσιγάρο στα σκαλοπάτια της. Κι αυτό, γιατί έχει έρθει η ώρα όπου ο χώρος ο οποίος φιλοξενούσε υπομονετικά πρόβες θεατρικών και μουσικών παραστάσεων μέχρι να βγουν στο φως της σκηνής, να μεταμορφωθεί σε μια κανονική σκηνή· ένα θέατρο στην άκρη του αθηναϊκού κέντρου.
Σε λίγες ημέρες από σήμερα θα βαφτιστεί «Αrk». Θα έχει και την αντίστοιχη φωτεινή επιγραφή για να μην την προσπερνάς στο βάθος της οδού Δροσοπούλου. Προς το παρόν, τελεί ακόμα καθήκοντα προβάδικου. Γι΄αυτό εξάλλου, βρίσκεσαι εδώ. Για την πρόβα της νέας παράστασης του Άρη Μπινιάρη: Τον «Αρτούρο Ούι» του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Γεύση από πρόβαΕίναι σβάστικα αυτό το σύμβολο που διακρίνεται στις κόκκινες σημαίες που ανεμίζουν στα χέρια τους οι ηθοποιοί; Τα αρχικά «ΑU», δηλαδή Arturo Ui, κρύβουν για λίγο τον ορίζοντα της απέναντι πλευράς. Στις άδειες κερκίδες του, υπό κατασκευή «Ark», ο Άρης Μπινιάρης παρακολουθεί την πρόβα του δεύτερου μέρους της νέας του σκηνοθεσίας καθώς ο σκηνογράφος της, Πάρης Μέξης, βάφει πλάϊ του σιωπηλά μερικά χάρτινα πλακάτ με τα ίδια αρχικά: Αρτούρο Ούι – όπως Αδόλφος Χίλτερ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι καθόλου συμπτωματική.
Ένας εκλεπτυσμένος ινστρούχτορας (λες και έχει ξεπηδήσει από σαιξπηρική τραγωδία) επιχειρεί να διδάξει στον άνδρα που βρυχάται σαν μανιασμένο ζώο «πως να στέκεται μπροστά στα πλήθη όταν βγάζει πύρινους λόγους». Ο Γιώργος Χρυσοστόμου – με την τέλεια σχηματισμένη κόμη της Βέρμαχτ – μουγκρίζει, ανεπίδεκτος μαθήσεως, παρά τις προσπάθειες του συμπρωταγωνιστή του, Κώστα Κορωναίου. Μολονότι το σχέδιο του είναι να κερδίσει την προσοχή των ασήμαντων, ανώνυμων ανθρώπων – «το ανθρωπάκι με ενδιαφέρει» ισχυρίζεται κυνικά – τελικά τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι απείρως πιο αποτελεσματικά: Το αίμα και η βία.
Διαδοχικά, η σκηνή γεμίζει από την πρωταγωνιστική ομάδα – μελλοντικούς νεκρούς στον κόσμο του Αρτούρο Ούι: Γιάννης Αναστασάκης, Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Άρης Κασαπίδης, Τάσος Κορκός, Δαυίδ Μαλτέζε, Ερρίκος Μηλιάρης, Μαρία Παρασύρη, Αλεξία Σαπρανίδου, Φοίβος Συμεωνίδης. Όλοι τους θυσία στον «αγώνα» του Αρτούρο. «Είμαι εθνοσοσιαλιστής. Το έθνος αγαπώ» λέει.
Η σκηνή που υψώνεται, σχεδόν, στο ύψος του βλέμματος του θεατή, έχει τη λειτουργία μιας ιδιότυπης πασαρέλας, αλλά παραπέμπει σε προβλήτα λιμανιού – καθώς ο Μπρεχτ τοποθετεί τη δράση του στο Σικάγο. Ολόκληρη η πόλη πνίγεται στο αίμα των ταγμάτων εφόδου του Ούι· αλλά στ’ αλήθεια δεν είναι τόσο τρομακτικό να τους βλέπεις να πέφτουν, ένας προς έναν. Αλλά να σηκώνουν το (δεξί) χέρι προς τον ήλιο.
Μέχρι το 1956, οπότε και πέθανε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι» δεν είχε παρασταθεί. Αν και εκείνος – νομάς εξόριστος από την πατρίδα του στα χρόνια της χιτλερικής κυριαρχίας στην Γερμανία και την Ευρώπη – έγραφε τον «Ούι» «έχοντας διαρκώς μπρος στα μάτια μου τη δυνατότητα να παιχτεί. Αυτό αποτελούσε το σημαντικότερο στοιχείο ικανοποίησης». Ογδόντα, και πλέον, χρόνια μετά την συγγραφή του (1941, Φινλανδία) και με τα ανεβάσματα του να σπανίζουν στην ελληνική σκηνή (ειδικά από θιάσους της ελεύθερης σκηνής), ο Άρης Μπινιάρης σπάει την ‘παράδοση’.
Σε συνέχεια της «Φάρμας των ζώων» του Τζορτζ Όργουελ που σκηνοθέτησε πέρυσι για το Εθνικό Θέατρο, επανέρχεται σε ένα κείμενο της ίδιας εποχής, με το ίδιο κέντρο ενδιαφέροντος: Να αποτυπώσει την εξάπλωση του ναζιστικού εφιάλτη με αποκορύφωμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδώ ο Μπρεχτ τοποθετεί ως ήρωα του τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ, ‘μεταμφιεσμένο’ σε μια, υψηλής κλίμακας, περσόνα του αμερικανικού υποκόσμου, έναν άλλο Αλ Καπόνε στο Σικάγο του Μεσοπολέμου. Ο δικός του δικτάτορας κατοικεί στη Αμερική του Μεγάλου Κραχ και μαζί με τους «λεβέντες του», ένα στρατό φανατικών παρανόμων σπέρνει τον τρόμο, καταστρατηγεί κάθε νόμο, αλλά δεν βρίσκει κανέναν απέναντι του για να τον εμποδίσει: Ούτε τον επιχειρηματικό κόσμο, ούτε τη δικαιοσύνη, ούτε την τάξη, ούτε καν έλεγχο των ΜΜΕ. «Θα επιβληθούμε στο Σικάγο, αλλά θα απλώσουμε πόδι παντού», είναι η μόνιμη επωδός του.
«Είναι μια σκοτεινή παραβολή για την εξουσία του Χίτλερ. Μια μαύρη φάρσα γκανγκστερικής πλοκής που καταγγέλλει το πως το καπιταλιστικό σύστημα, όχι μόνο δεν αντέδρασε, όχι μόνο σιώπησε, αλλά τελικά συνηγόρησε και συνεργάστηκε με τον φασισμό. Γι’ αυτό και ο πρωτότυπος τίτλος του έργου είναι ‘Η αποτρέψιμη άνοδος του Αρτούρο Ούι’, κάτι που καυτηριάζει τι θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς τότε αλλά και τώρα, όπου και πάλι θεριεύει ξανά το τέρας της ακροδεξιάς με τις ευλογίες του καπιταλιστικού μηχανισμού», εξηγεί ο Άρης Μπινιάρης.
Παρά, λοιπόν, τις προκλήσεις του έργου που, επισημαίνει τόσο ο ίδιος όσο και η συνεργάτιδα του στη δραματουργία Έλενα Τριανταφυλλοπούλου – «πρόκειται για ένα δύσκολο έργο που αποτελείται από 15 σκηνές με αποσπασματική αφήγηση και που απαιτεί ένα πλήθος 30 ατόμων στη σκηνή», όπως λένε – θεωρούν πως το πανευρωπαϊκό momentum επιβάλλει μια νέα ματιά σε αυτό.
«Πρέπει να μιλήσουμε ξανά γι’ αυτά που έρχονται, αφού δυστυχώς έχουμε ξαναμπεί στην ίδια διαδικασία και ο κίνδυνος είναι υπαρκτός – και είναι δίπλα μας», σχολιάζει ο Γιάννης Αναστασάκης, εκ των πρωταγωνιστών του ανεβάσματος. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, με τη σειρά του, που υποδύεται τον Αρτούρο Ούι, αισθάνεται πως η καρδιά του έργου «μιλάει για τον φόβο των ανθρώπων. Είναι εύκολο να στερεωθεί ο φασισμός πάνω στο φόβο και αυτό το κείμενο είναι ένα επιχείρημα να μην επιτρέψουμε στο φόβο να κυριαρχήσει, να μην φοβόμαστε να πούμε λέξεις. Ο φόβος είναι ένας εύκολος τόπος και η δική μας παράσταση μας προτρέπει να φύγουμε από αυτήν την περιοχή».
Όλη η πρωταγωνιστική ομάδα συμφωνεί πως η απάντηση «γιατί αυτό το έργο τώρα;» βρίσκεται στην ίδια την εποχή μας και τις εμπειρίες της. Ο Μιχάλης Βαλάσογλου (σε δεύτερη συνεργασία με τον ‘Αρη Μπινιάρη μετά τη «Φάρμα») υπενθυμίζει πως «η Ιστορία επαναλαμβάνεται γιατί διανύουμε μια περίοδο όπου εκπίπτουν οι αξίες, όπου οι άνθρωποι χάνουν τα κεκτημένα τους, όπου αναζητούνται οι ‘ένοχοι’, εκείνοι που ‘ευθύνονται γι’ αυτά που χάνεις’ και το μόνο που απομένει είναι να βρεθεί εκείνος που θα εμπνεύσει την πίστη ότι μπορεί να μας επαναφέρει στην πρότερη κατάσταση, στο αλλοτινό μας κλέος». Κι έτσι «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι», ο μπρεχτικός τρόπος της άρνησης στον φασισμό, μοιάζει να μην εξαντλείται πια σε μια αλληγορική ανάγνωση της Ιστορίας της Γερμανίας, αλλά, όπως παρατηρεί και ο Γιάννης Αναστασάκης, «φεύγει από την ιστορία της χώρας ή της ηπείρου και γίνεται ένα παγκόσμιο αφήγημα. Φοβάμαι πως ούτε και ο Μπρεχτ δεν θα φανταζόταν πως αυτό θα μπορούσε να συμβεί».
Είναι αδίστακτοι γκάνγκστερ; Στυγνοί εκτελεστές στην εποχή της ποταπαγόρευσης και του Κραχ στο Σικάγο; Είναι ο Αλ Καπόνε και τα πρωτοπαλίκαρα του; Ή μήπως είναι ο Χίτλερ και οι απανταχού οι εθνικοσοσιαλιστές θιασώτες του; Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ μεταφέρει τους Ναζί σε μιαν άλλη ήπειρο, τους μετακινεί ελαφρώς σε μιαν άλλη εποχή, τους φοράει άλλα κοστούμια, όμως το ωστικό κύμα βαρβαρότητας του φασισμού δεν μεταμφιέζεται. Στην πραγματικότητα ο Μπρεχτ δεν παρακολουθεί την προσωπική διαδρομή του μισητού δικτάτορα προς την εξουσία και το μισαλλόδοξο ξέσπασμα του σε κάθε τι αλλότριο, αλλά όλους όσοι επένδυσαν στην άνοδο του, τη συντήρησαν ή τουλάχιστον την ανέχθηκαν. «Ο Μπρεχτ παρατηρεί τον ναζιστικό κόσμο και βλέπει σ’ αυτόν την αφύσικα μεγεθυμένη και παραμορφωμένη εικόνα του καπιταλιστικού σύμπαντος: Ένα τσίρκο καταγέλαστο μαζί και τραγικό, ένας κόσμος απάτης. Αποφασίζει να τον ανεβάσει στη σκηνή για να γλιτώσει απ’ αυτόν, για να μπορέσουμε, κρίνοντας τον και γνωρίζοντας την αληθινή του φύση, ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτόν» εξηγεί ο Γάλλος θεωρητικός Μπερνάρ Ντορτ στην «Ανάγνωση του Μπρεχτ» (εκδόσεις Κέδρος). Αυτά τα πρόσωπα, με προεξέχων τον Αρτούρο Ούι, το χιτλερικό alter ego, ανεβαίνουν στη σκηνή του «Αrk».
Το μπρεχτικό βλέμμα ουδεμία σχέση έχει με μια documentary καταγραφή του προσώπου, γι’ αυτό και ο Γιώργος Χρυσοστόμου που τον υποδύεται απομακρύνθηκε πολύ γρήγορα από τη μελέτη του Χίτλερ «για να αποφύγω την ταύτιση, τη μίμηση και τελικά για να φτιάξω κάτι δικό μου». Αν και η περσόνα του Ούι είναι η πλέον διακριτή στο έργο του Μπρεχτ, οι υπόλοιποι χαρακτήρες μοιάζουν να απέχουν από την τυπική ερμηνεία του ρόλου. «Είναι περισσότερο συστήματα και λιγότερο πρόσωπα. Αναδεικνύουν τα διάφορα πρόσωπα του Καπιταλισμού, της διαπλοκής που τάισε το φασισμό και τον έκανε τερατώδη», λέει ο Φοίβος Συμεωνίδης ενώ ο Ερρίκος Μηλιάρης επισημαίνει πως «ο Μπρεχτ κάνει σαφές ότι ο Χίτλερ δεν ήταν μόνος, ήταν προϊόν μιας σειράς μηχανισμών που συνεργάστηκαν για την ανάδειξη με μόνο σκοπό το κέρδος. Πρέπει να γίνει, δηλαδή, κατανοητό πως στον ‘Αρτούρο Ούι’ δεν ερμηνεύουμε τα πρόσωπα γύρω από τον Χίτλερ, αλλά είμαστε κι εμείς οι δεκάδες, μικροί Χίτλερ».
Την ίδια ώρα και με όλα αυτά κατά νου, το θέατρο του Μπρεχτ, στην κατά Μπινιάρη εκδοχή του, ζητάει μεγάλες δυναμικές και συγκρούσεις επί σκηνής. Ο Δαυίδ Μαλτέζε, εντατικά ασκημένος στο σωματικό θέατρο (επί μακρόν συνεργάτης του Σάββα Στρούμπου) αναγνωρίζει πως μια τέτοια παράσταση ζητάει «την ταυτόχρονη αποκωδικοποίηση πολλών στοιχείων από τον ηθοποιό» ενώ όπως συνοψίζει ο Γιάννης Ανασταστάκης «θέλει εγρήγορση, αφοσίωση, τόλμη κι ανοιχτό μυαλό! Δεν καλείσαι μόνο να ερμηνεύσεις πειστικά ένα ρόλο. Ο ήρωας του Μπρεχτ σχεδόν απαιτεί να τον κρίνεις, να τον εκθέσεις, να τον ξεγυμνώσεις. Το γκροτέσκο καραδοκεί κι ο αυτοσαρκασμός βρίσκει ‘πεδίον δόξης λαμπρό’. Ταυτόχρονα, η μουσική γλιστράει πονηρά πίσω από τις φράσεις, η ιδεολογική στάση του συγγραφέα διαβρώνει ή λαμπρύνει συμπεριφορές. Και οφείλεις να μην αφήσεις σκοτεινά σημεία. Γι’ αυτό, καταλάβαμε -δουλεύοντας με τον Άρη- πως δεν αρκεί η συναισθηματική φόρτιση- η ‘ταύτιση με το ρόλο’» ξεκαθαρίζει.
Ερμηνεύοντας τον πιο απαιτητικό ρόλο που του έχει ανατεθεί μέχρι τώρα, ο Γιώργος Χρυσοστόμου είχε να αντιμετωπίσει εκτός από όλα τα παραπάνω – το σφυροκόπημα του μπρεχτικού λόγου, την έντονη σωματικότητα, τη μουσικότητα, τον απαρέγκλιτο ρυθμό – και ένα ακόμα φορτίο: «Το διάλογο με το σκοτάδι. Παίρνοντας ως δεδομένο ότι διαφωνώ απόλυτα με τον ήρωα μου και τις εγκληματικές πράξεις του, κινδύνευσα να πέσω στην παγίδα της υπονόμευσης του. Μπήκα σε μια μεγάλη εσωτερική πάλη, από την οποία με έσωσε ο δρόμος της αυστηρής τεχνικής και του φορμαλισμού» ομολογεί.
Την ίδια ώρα, ο μεγεθυμένος σαρκασμός, η αποδομητική διάθεση του Μπρεχτ απέναντι στο ναζιστικό μόρφωμα σε συνδυασμό με την εξπρεσιονιστική διαχείριση των χαρακτήρων από τον Άρη Μπινιάρη μεγαλώνει τις προκλήσεις για όλους τους ερμηνευτές. Πολλώ δε μάλλον για τον χείριστο όλων, τον Αρτούρο Ούι. «Απαιτείται μια τρομακτικά λεπτή ισορροπία για να μην ξεφύγω και ο ήρωας γίνει ελάχιστα αρεστός, ελάχιστα συμπαθής. Η ερμηνεία δεν μπορεί να προσφέρει καμιά δικαιολογία στον σφαγέα για τις σφαγές του. Αυτό φυσικά δεν απασχολεί μόνο εμένα αλλά και όλους στην ομάδα» προσθέτει ο Χρυσοστόμου.
Παρά το πυκνό πλαίσιο των υποχρεώσεων του θιάσου, ο Γιάννης Αναστασάκης αναγνωρίζει πως η παράσταση «μοιάζει να είναι σχεδιασμένη από πριν σαν μουσική παρτιτούρα που καλούμαστε να ακολουθήσουμε. Στην πραγματικότητα, όμως, επιτρέπει γενναιόδωρα στον καθένα μας να προσφέρει τη δική του μουσική».
Ο συσχετισμός της σκηνοθετικής ματιάς του Άρη Μπινιάρη με το μπρεχτικό σύμπαν δεν είναι μια καινούργια διαπίστωση, με πιο πρόσφατο δείγμα την εξπρεσιονιστική ανάγνωση της «Φάρμας των ζώων». Ο βιτριολικός σχολιασμός, η πολιτική αλληγορία, η μουσική ερμηνεία της σκηνικής πράξης, η αποστασιοποίηση είναι, όπως παρατηρεί και η δραματουργός της παράστασης Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, χαρακτηριστικά που απασχολούν σταθερά και τα ανεβάσματα Μπινιάρη. Ωστόσο, ο ίδιος ξεκαθαρίζει πως αυτή τη φορά, απόλυτη προτεραιότητα του είναι η αφήγηση της ιστορίας. «Το θέμα με αφορά όσο τίποτε άλλο. Ναι, η φόρμα των παραστάσεων μου προκύπτει μέσα από τον τρόπο που ακούω τη μουσική πλευρά του θεάτρου. Ωστόσο, ακόμα κι αν έπρεπε να υπηρετήσω μια νατουραλιστική ανάγνωση δεν θα με ενοχλούσε, αρκεί να με οδηγούσε στην ανάδειξη της ιστορίας» λέει ο Άρης Μπινιάρης.
Από τον Γιάννη Σκαρίμπα ως τις «Βάκχες» του Σοφοκλή κι από το «Ξύπνα Βασίλη» του Ψαθά έως τη «Φάρμα των ζώων» του Τζορτζ ‘Οργουελ, ο Άρης Μπινιάρης υπέκυπτε στη ροκ ηχητική δίνη για να ‘διαβάσει’ τις παραστάσεις του. Αυτή τη φορά η συνδρομή του συνθέτη Αλέξανδρου Κτιστάκη – γνωστού στο θέατρο και από την πρόσφατη δουλειά του στους «Παίκτες» του Γιώργου Κουτλή – μετακινεί σημαντικά τον μουσικό προσανατολισμό του «Αρτούρο Ούι». Ο Κτιστάκης δοκιμάζει ένα πολύ ενδιαφέρον μείγμα από ετερόκλητα στοιχεία που στόχο έχουν, όπως σημειώνει, να «σπρώξουν τη δράση με έναν τρόπο όπου ο ηθοποιός θα παίζει βάσει της μουσικής σύνθεσης». Με τη μουσική, λοιπόν, και πάλι ως καταλυτικό στοιχείο της δραματουργίας (για τις παραστάσεις του Μπινιάρη), ο Αλέξανδρος Κτιστάκης αντλεί από κινηματογραφικά μοτίβα, χρησιμοποιεί επιρροές της εποχής του Μεσοπολέμου για να παραδώσει «ένα υβρίδιο συμφωνικής μουσικής και industrial ήχους» που σίγουρα πολύ απέχει από τον κλασικό ήχο. Επιπλέον, τα τραγούδια της παράστασης είναι πρωτότυπα – καθώς ο «Αρτούρο Ούι» είναι ένα από τα ελάχιστα έργα του Μπρεχτ που δεν υπάρχει ανάλογος περιορισμός.
Η αισθητική της παράστασηςΗ πιο σοβαρή σκηνογραφική παρέμβαση του Πάρη Μέξη, στη νέα του συνεργασία με τον Άρη Μπινιάρη, ξεκίνησε από ένα λιγότερο συνηθισμένο ερώτημα. Και δεν είχε απαραίτητα να κάνει με την αισθητική της παράστασης, αλλά με τον τρόπο διάταξης των θέσεων. Αξιοποιώντας την ευκαιρία της σύστασης ενός νέου θεατρικού χώρου – ενός παλιού προβάδικου στην Κυψέλη που πλέον ονομάζεται «Ark» (όπως Κιβωτός) – ο Μέξης αποφάσισε να παρέμβει πρωτίστως στη σχέση του θεατή με τη σκηνή. «Επιλέξαμε μια σύμβαση που θα επιτρέψει την παράσταση να φοντάρει στο κοινό και το κοινό να αναπτύσσει μια αίσθηση κοινότητας καθώς θα παρακολουθεί ένα φοβερά ζοφερό θέαμα» σχολιάζει ο ίδιος. Πως θα επιτευχθεί αυτό; Στήνοντας αντικριστά δύο αμφιθεατρικές κερκίδες που χωρίζονται από τον κατεξοχήν θεατρικό χώρο: Τη σκηνή, εδώ με την αρχιτεκτονική μιας πασαρέλας. «Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία μπρεχτική κίνηση που έκανα γι’ αυτήν την παράσταση» συνεχίζει ο Πάρις Μέξης.
Πέραν αυτής της καταλυτικής λειτουργίας, ο ενδυματολόγος και σκηνογράφος αντιμετωπίζει την αισθητική του ανεβάσματος ως ένα μηχάνημα που θα προωθεί το ρυθμό και την κίνηση των ηθοποιών. «Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα υπάρχει και ένα πνεύμα θεατρικότητας» εξηγεί. «Ο ‘Αρτούρο Ούι’ θα είναι μια ιστορικά ενημερωμένη παραγωγή, τόσο στα χρώματα όσο και στις αισθητικές τάσεις χωρίς να επιχειρεί να μεταφέρει ακριβώς την εποχή του Μεσοπολέμου. Αυτό που προσπαθώ περισσότερο είναι να ομογενοποιήσω τη δουλειά μου με αυτή των υπολοίπων συντελεστών, ώστε οι δικές μου παρεμβάσεις να ‘χάνονται’, να ‘εξαφανίζονται’» .
Η χορογραφίαΣτην πρώτη της συνεργασία με τον Άρη Μπινιάρη, η διακεκριμένη χορεύτρια και χορογράφος Χαρά Κότσαλη ήρθε αντιμέτωπη με μια ευχάριστη έκπληξη: Πως η έναρξη κάθε πρόβας περνούσε από ένα σωματικό training των ηθοποιών, ωθώντας τους μοιραία σε μια εκφραστική ελευθερία. Φυσικά, κινήθηκε πάνω σε δύο κεντρικές ράγες: «Το στοίχημα ήταν να καταλάβουμε, από τη μια, τι σημαίνει φόρμα στον κόσμο του Μπρεχτ ώστε να μην απομακρυνθούμε ούτε από αυτό, και από την άλλη να μην παραβλέψουμε την προσωπική σκηνική γλώσσα του Άρη». Έτσι, κάθε σκηνή της παράστασης στήθηκε ευλαβικά γύρω από το τρίπτυχο «ρυθμού – σώματος – λόγου». Ο κινησιολογικός σχεδιασμός της διακατέχεται από μια ζωώδη ένταση μα κι έναν σχεδόν πολεμικό ρυθμό προκειμένου να υπογραμμίσει την αιχμή του θέματος: Τι είναι φασισμός και γιατί εξακολουθεί να είναι μια δαμόκλειος σπάθη για τον σύγχρονο κόσμο. «Η ζωϊκή ενέργεια δεν έχει πάντα αρνητικό πρόσημο. Εδώ, όμως, τονίζουμε το που στρέφεται αυτή η αχαλίνωτη δύναμη» σχολιάζει.
“Η άνοδος του Αρτούρο Ούι” του Μπέρτολτ Μπρεχτ κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Ark (Δροσοπούλου 197 Κυψέλη) στις 25 Ιανουαρίου.
Μετάφραση: Κ. Παλαιολόγος
Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης
Απόδοση κειμένου, δραματουργική επεξεργασία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, Άρης Μπινιάρης
Μουσική σύνθεση: Αλέξανδρος Κτιστάκης
Σκηνικά- κοστούμια: Πάρις Μέξης
Σχεδιασμός κίνησης, χορογραφίες: Χαρά Κότσαλη
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Σχεδιασμός ήχου: Χάρης Κρεμμύδας
Παίζουν: Γιάννης Αναστασάκης, Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Άρης Κασαπίδης, Τάσος Κορκός, Κώστας Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Ερρίκος Μηλιάρης, Μαρία Παρασύρη, Αλεξία Σαπρανίδου, Φοίβος Συμεωνίδης.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 20.00, Πέμπτη 21.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 18.00 και 21.00, Κυριακή 20.00
Εισιτήρια:20€ κανονικό, 18€ φοιτητικό, ΑΜΕΑ, ανέργων, άνω 65 ετών