Συν & Πλην: «Οικόπεδα με θέα» στο Θέατρο΄Ανεσις
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Οικόπεδα με θέα» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη που ανεβαίνει στο Θέατρο ΄Ανεσις
Μπορεί τα τελευταία χρόνια να στιγματίστηκε από τον εκπεφρασμένο θαυμασμό για την προεδρία και του έργο του Ντόναλντ Τραμπ, παρόλα αυτά δεν αναιρείται το γεγονός, πως ο Ντέιβιντ Μάμετ αποτελεί έναν από τους πολυγραφότερους και επιδραστικότερους θεατρικούς συγγραφείς της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας. Δραστήριος από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 – οπότε και λάνσαρε τον εμβληματικό «Αμερικανικό βούβαλο» – διατύπωσε μια σκληρή, λιτή, κοφτή και συχνά βρώμικη γλώσσα που εκπορεύεται από τους κανόνες ενός ανδροκρατούμενου κόσμου και τους όρους που αυτός έχει επιβάλλει στην κοινωνική ζωή. Οι, χαρακτηριστικής δυναμικής, ανδρικοί του χαρακτήρες είναι ορατοί σε πολλά έργα του, αλλά οι φορτισμένοι διάλογοι των «Οικοπέδων με θέα» είναι ίσως το πιο έντονο δείγμα αυτού του συγγραφικού στιλ για το οποίο κέρδισε και βραβείο Pulitzer το 1984.
Με τον πρωτότυπο τίτλο «Glengarry Glen Ross», το έργο παρακολουθεί δύο ημέρες από τη ζωή των υπαλλήλων ενός μεσιτικού γραφείου του Σικάγο. Τέσσερις πωλητές γης αναγκάζονται να συμμετέχουν σε ένα διαγωνισμό θεσπισμένο από την ιδιοκτησία του γραφείου που θα επιβραβεύσει με μια Κάντιλακ τον πρώτο στις πωλήσεις, ενώ εκείνοι που θα βρεθούν στο πάτο της λίστας θα απολυθούν στο τέλος του μήνα. Οι τέσσερις πωλητές επιδίδονται σε έναν αγώνα ανήθικων έως και παράνομων πράξεων προκειμένου να ‘τερματίσουν’ πρώτοι στην κατάταξη, υπονομεύοντας ο ένας τον άλλο, χωρίς καμία αιδώ και ενοχή. Το αδυσώπητο πρόσωπο του καπιταλισμού και το κυνήγι του Αμερικανικού Ονείρου συντρίβουν προσωπικότητες και ψυχισμούς, τους αναγκάζουν σε οριακές πράξεις, ώστε δεν διστάζουν να θυσιάσουν τον, όποιο, αξιακό τους κώδικα αρκεί «ν’ ανέβουν στον πίνακα».
Ο Μάμετ έχοντας την εμπειρία ενός μεγάλου μεσιτικού γραφείου όπου εργάστηκε ως υπάλληλος, μεταφέρει, τρόπον τινά, το προσωπικό του βίωμα, ασκώντας, με ρεαλιστική ακρίβεια, κριτική στο οικονομικό σύστημα και στην αγωνιώδη ζωή που επιφυλάσσει για τους ‘υπηρέτες’ του.
Τα «Οικόπεδα με θέα» παίχτηκαν για πρώτη φορά στο National Theater του Λονδίνου το 1983 ενώ μερικούς μήνες αργότερα ανέβηκαν στο Broadway όπου έσπασαν ταμεία και προτάθηκαν για σειρά βραβείων. Ο Μάμετ έχει αφιερώσει τη συγγραφή του έργου στον Χάρολντ Πίντερ, το έργο του οποίου μελέτησε για πολλά χρόνια και ο θαυμασμός του γι’ αυτόν τον ώθησε να καταπιαστεί με την συγγραφή. ‘Οταν ολοκλήρωσε το έργο, βρήκε το θάρρος να το στείλει στον Πίντερ, ο οποίος όχι μόνο το ενέκρινε με ενθουσιασμό, αλλά το προώθησε για να παρασταθεί στον διάσημο θεατρικό σκηνοθέτη (και τότε διευθυντή του National Theater) Πίτερ Χολ. Το έργο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1992 σε σκηνοθεσία του Τζέιμς Φόλεϊ με ένα ονειρεμένο καστ: Τζακ Λέμον, Αλ Πατσίνο, Εντ Χάρις, Κέβιν Σπέισι, Άλαν΄Αρκιν, Άλεκ Μπόλντουϊν.
Αναποφάσιστη για το αν πρόκειται για δράμα πλημμυρισμένο από κυνισμό ή κοινωνικό έργο με κωμικές πινελιές, εμφανίζεται η ανάγνωση του Νικορέστη Χανιωτάκη. Αυτή η λεπτή, αλλά κρίσιμη επιλογή, οδηγεί την παράσταση σε μια σχετική μετατόπιση από την βαρύτητα της πλοκής, την απελπισία των χαρακτήρων κοκ. Παρόλα αυτά, τόσο οι καλές και σπιντάτες ερμηνείες των πρωταγωνιστών όσο και η κινηματογραφική ροή της αφήγησης συντηρούν το ενδιαφέρον της παρακολούθησης από την αρχή έως το τέλος.
Μια δυνατή ανδρική διανομή έχει εξασφαλίσει το ανέβασμα του Νικορέστη Χανιωτάκη, με τους Γιάννη Μπέζο, Μάκη Παπαδημητρίου, Άρη Λεμπεσόπουλο, Θανάση Κουρλαμπά να αναλαμβάνουν τους βασικούς ρόλους των πωλητών σε ανταγωνισμό. Ερμηνευτές αξιώσεων καταφέρνουν – βάσει και της σκηνοθετικής οδηγίας – να συστήσουν μια συνεκτικά λειτουργική ομάδα, να ακολουθήσουν τον ταχύτατο ρυθμό των διαλόγων και της ακολουθίας των σκηνών και να αποδώσουν την ψυχολογική ένταση των ηρώων τους. Ο Γιάννης Μπέζος στο ρόλο του βετεράνου μεσίτη Λεβίν που αρνείται να παραδώσει τα όπλα, ο Μάκης Παπαδημητρίου ως ο Ρόμα, το νέο αστέρι του γραφείου που πουλάει οικόπεδα με τρομερή πειθώ, ο ‘Αρης Λεμπεσόπουλος στο ρόλο του Αρόνοφ που έχει ήδη πείσει τον εαυτό του «πως δεν αξίζει τίποτα» και ο Θανάσης Κουρλαμπάς στο ρόλο του Μος, του πλέον αμοραλιστή και δολοπλόκου της ομάδας. Στην διανομή συμμετέχουν ακόμα ο Γιάννης Δρακόπουλος – αποτελεσματικός κυρίως ως προς τη σωματική έκφραση της παραίτησης του από τη ζωή – και ο Γεράσιμος Σκαφίδας στο ρόλο του προϊσταμένου Γουίλιαμσον που, εδώ αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη φλυαρία, τον ψυχρό εκπρόσωπο του συστήματος.
Η σκηνοθεσίαΑξιοποιώντας αρκετά από τα εργαλεία του έργου, ο Νικορέστης Χανιωτάκης ανεβάζει ένα θρυλικό έργο με τεχνικές καλής ισορροπίας. Επενδύει σε μια ομάδα ηθοποιών με διακριτή σκηνική προσωπικότητα – Γιάννης Μπέζος, Μάκης Παπαδημητρίου, Άρης Λεμπεσόπουλος, Θανάσης Κουρλαμπάς – στερεώνει την αφήγηση του πάνω στις ερμηνείες τους – άρα στήνει μια παράσταση με έμφαση τους χαρακτήρες. Και συνάμα υιοθετεί έναν κινηματογραφικό – συχνά καταιγιστικό – ρυθμό διαλόγων και εναλλαγής σκηνών, αντλώντας και από την κινηματογραφική συνθήκη μεταφοράς του έργου. Η προσπάθεια του, ωστόσο, θα ήταν εξόχως πιο αποδοτική αν δεν στραγγάλιζε τον κυνικό χαρακτήρα του έργου, μεταμφιέζοντας τον σε κωμικό κι αν το γνωστό «Mamet speak» δεν χειραγωγούνταν ως μια ψυχαγωγική νότα της αφήγησης.
Τα σκηνικάΈνας τεμαχισμένος χάρτης από όρια οικοπέδων: Αυτή είναι η ‘πλάτη’ του μεσιτικού γραφείου που έξυπνα έχει σχεδιάσει η Αρετή Μουστάκα, αποδίδοντας το ψυχρό, άκαμπτο περιβάλλον εργασίας και συνάμα τον κατακερματισμό της ψυχολογίας των ηρώων.
Τα Πλην (-) Οι χαμένες δραματικές εντάσεις του έργουΟι αποχρώσεις του δράματος και του κυνισμού, που είναι το κουκούτσι στο έργο του Ντέϊβιντ Μάμετ, μοιάζουν να βρίσκονται εκτός του σκηνοθετικού αιτήματος της παράστασης. Αντ’ αυτού, κυριαρχεί η διάθεση, ώστε η απόγνωση των προσώπων και η κριτική ματιά στις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις να αποδοθεί με κάποια ελαφράδα. Ακόμα και οι ριπές από βρισιές του κειμένου, υπογραμμίζονται με τρόπο χιουμοριστικό ή ακόμα και σουρεαλιστικό, ενώ στην πραγματικότητα είναι απανωτές δηλώσεις μιας συνολικής απαξίωσης της ζωής.
Συνολικά καλοφτιαγμένη και με δυνατές ερμηνείες παράσταση, αν και η ελαφράδα που διατρέχει την ανάγνωση, αποπροσανατολίζει από την ψίχα του έργου.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
- Από τον Μαγκρίτ έως τον Βαν Γκογκ: Αυτά είναι τα δέκα ακριβότερα έργα τέχνης που πουλήθηκαν σε δημοπρασίες το 2024
- Last Christmas Soul- Μέχρι να βγει η ψυχή σου: Μια σουρεαλιστική- χριστουγεννιάτικη κωμωδία στο Θέατρο της Ημέρας
- Πρεμιέρες: Η Νικόλ Κίντμαν γίνεται «Babygirl» στον πιο τολμηρό ρόλο της καριέρας της