Δεν είμαι σίγουρη που έκαναν τα μάτια μου τις μεγαλύτερες στάσεις. Ή που ξεκουράστηκαν με περισσότερη συγκίνηση. Στην Ελευσίνα, από το μεσημέρι του Σαββάτου, όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα, η πόλη και οι άνθρωποι της σου ψιθύριζαν, σου τραγουδούσαν, σου χόρευαν. Ακόμα και η θάλασσα, η πληγωμένη θάλασσα της Ελευσίνας – με τα διυλιστήρια να στέλνουν τους γκρίζους καπνούς τους προς το μέρος μας – τραγούδια σου αφιέρωνε: Το τραγούδι της φάλαινας που αναδυόταν από τον σκοτεινό βυθό, σαν Αγγελιαφόρος του Κάτω Κόσμου· αφού «για να φτάσεις στον Κάτω Κόσμο πρέπει να περάσεις από το νερό», σου υπενθύμιζε η φωνή του αφηγητή (Ευάγγελου Λίγγου).
Ανθρωπολογικό ‘πείραμα’Η τελετή έναρξης για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ελευσίνας δεν ήταν μόνο ένα πολύπτυχο πολιτιστικό συμβάν· ήταν κι ένα υπερμέγεθες ανθρωπολογικό ‘πείραμα’ που αναδείκνυε τις ιδιοσυστασίες της πόλης, τις ποιότητες των ανθρώπων, την λαϊκότητα και το μόχθο ως αξία της ύπαρξης. Ήταν μια ψυχαναλυτική κατάδυση στην εσωτερική κατάσταση της σύγχρονης Ελευσίνας – η εκβιομηχάνιση της οποίας απώθησε βάναυσα το ιστορικό και πνευματικό της κλέος.
Αφήνοντας το αυτοκίνητο στην άκρη της πόλης – καθώς η πρόσβαση στο ιστορικό κέντρο γινόταν μόνο με τα πόδια – βάδιζες ανάμεσα σε γοητευτικά βιομηχανικά ερείπια, που στέκουν σιωπηλά στο παραθαλάσσιο μέτωπο, σε εκατοντάδες εθελοντές της διοργάνωσης που ρύθμιζαν την ροή των επισκεπτών, στους ημερόδρομους – τους τριαθλητές και δρομείς με αναπηρία, που είχαν αρχίσει να καταφτάνουν στην πόλη έχοντας διανύσει την διαδρομή της Ιεράς Οδού, μήκους 21 χλμ. Σε αντίθεση με τις μετεωρολογικές προβλέψεις που έδιναν βροχή για τις πρώτες ώρες του απογεύματος, μόνο στάλες ιδρώτα διέκρινες στα πρόσωπα τους. Ο ήλιος, ακόμα, έλαμπε στην Ελευσίνα.
Η άφιξη των δρομέων, σήμανε και την εμφάνιση των εθνοτοπικών συλλόγων της πόλης. Στα στενά της Ελευσίνας, ανέμιζαν κίτρινες σημαίες που πλησίαζαν, καθώς οι σύλλογοι κατέφταναν ένας – ένας στην παραλία της Κανελλοπούλου. Κρήτες με λύρες και πεντοζάλια, Μικρασιάτες, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, Συμιανοί, Πόντιοι, Πελοποννήσιοι σε ένα σύνολο 14 συλλόγων που κοινωνούσαν το παρελθόν τους – τις παραδοσιακές φορεσιές, τα τραγούδια και τα έθιμα τους. Κι όλοι, παιδιά και εγγόνια μεταναστών – αφιχθέντες στην εργατούπολη της Ελευσίνας – λες και είχαν συνεννοηθεί, παρηγορούσαν με λόγια την πληγή της ξενιτιάς. «Ξενιτεμένο μου πουλί», «Ταίρι μου ξενιτεμένο», «Πάω να ρίξω άγκυρα σε τόπο που δεν βγαίνει»: Ένα συλλογικό τραύμα τους ένωνε στην παραδοσιακή τους πολυχρωμία. Κι εκεί σου κοινωνούσαν τον κάματο ως κληρονομιά και οδηγό επιβίωσης.
Κι όταν ο ήχος των τυμπάνων ήχησε – κάτω από το κάλεσμα της χορεύτριας και χορογράφου Τζένης Αργυρίου και του εικαστικού Βασίλη Γεροδήμου – οι ομάδες μπήκαν σε πομπή φτάνοντας στο κατώφλι του Ελαιουργείου. Οι γλάροι από πάνω σου έκρωζαν, προμηνύοντας την μπόρα, οι κάτοικοι της πόλης είχαν βγει στα χαμηλά μπαλκόνια τους σαν να περνάει ο Επιτάφιος, τα παιδιά χοροπηδούσαν στους ώμους των γονιών τους για να βλέπουν καλύτερα, το απόγευμα που έγερνε να συννεφιάζει, υπάκουε στον σταθερό και αποφασιστικό ήχο του τυμπάνου. Και όταν ο Γεροδήμος κάλεσε άπαντες να γίνουν ένα σώμα, πήραν το βήμα του συρτού και άρχισαν να σχηματίζουν μια σπείρα σωμάτων, ενέργειας και τοπικών καταβολών που κλωτσούσε χορεύοντας το λευκό χαλίκι.
Στο ανοιχτό θέατρο του Ελαιουργείου, είχαν ήδη καταφτάσει οι επίσημοι προσκεκλημένοι (η πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, ο υφυπουργός Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης, η σύζυγος του πρωθυπουργού, Μαρέβα Μητσοτάκη, ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς, η πρόεδρος του ΔΣ της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Δέσποινα Γερουλάνου, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της διοργάνωσης Μιχαήλ Μαρμαρινός, η διευθύνουσα σύμβουλος της Νανά Σπυροπούλου, ο δήμαρχος της Ελευσίνας, Αργύρης Οικονόμου και εκπρόσωποι των άλλων δύο πολιτιστικών πρωτευουσών: Η Ρουμανική Τιμισοάρα και η Βέσπρεμ της Ουγγαρίας) απευθύνοντας ομιλίες για την «μεγάλη ευκαιρία» της Ελευσίνας.
Διαμαρτυρόμενοι και κολεκτίβεςΤην ίδια ώρα, στους δρόμους της πόλης, ανάμεσα στο πλήθος των θεατών είχαν συγκεντρωθεί και διαμαρτυρόμενοι σπουδαστές και καλλιτέχνες για το ΠΔ 85 και με συνθήματα ζητούσαν, κάθε τόσο, την ίδρυση ενός δημοσίου και δωρεάν Πανεπιστημίου Παραστατικών Τεχνών. Στο μεταξύ, το ξύλινο άρμα των Time Circus (το έχουν ονομάσει LandShip) εισέβαλε μέσα στο Ελαιουργείο προκαλώντας νέο κύμα ενθουσιασμού στο συγκεντρωμένο πλήθος. Μετά από 3.000 χιλιόμετρα πεζοπορίας με αφετηρία το Βέλγιο, η κολεκτίβα από την Αμβέρσα έφτανε για προσκύνημα στην «ιερή πόλη της Ελευσίνας», δίνοντας μια νέα εκδοχή του ανθρώπινου κόπου, βιώνοντας κάθε τόπο από τον οποίο πέρασαν, υμνώντας τα απλά – και φίλια στο περιβάλλον – μεταφορικά μέσα, καταφθάνοντας στην περιβαλλοντικά βιασμένη πόλη του αττικού νότου.
Η φαντασμαγορία μιας αναδυομένης φάλαιναςΠαρά τη σύντομη μπόρα, λίγο πριν από τις επτά, ο ουρανός ήταν ξάστερος. Ποιά επίκληση σε ελευσίνιο θεό, είχε κοπάσει τη βροχή; Άγνωστο, μυστήριο αληθινό. Πάντως, το θαλάσσιο θέαμα, λίγα μέτρα από την προβλήτα του λιμανιού, θα εξελισσόταν μυσταγωγικό κι ανέφελο. Οι ψαρόβαρκες, οι ξύλινες τράτες, τα φουσκωτά, τα μικρά ρυμουλκά, ένας στόλος 16 σκαφών, άλλαζαν κατευθύνσεις σχηματίζοντας υδάτινες χορογραφίες. Τα πληρώματα τους – 30 μουσικοί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και περί τους 30 καπετάνιους και βοηθούς καπετάνιων – αλίευαν πνευστά όργανα από την αλμύρα, δίνοντας το σύνθημα για την μουσική να ξεκινήσει. Ο συνθέτης Άγγελος Τριανταφύλλου, υπέγραφε για την τελετή έναρξης της Ελευσίνας ίσως το πιο ονειρικό, λυρικό και μαζί επικό έργο του – στην πιο στενή συγγένεια με τα συμφωνικά έργα του Μάνου Χατζιδάκι που θα μπορούσαμε να ευχηθούμε.
Ένα σύνολο από 100 Chores, το μουσικό σχήμα της Μαρίνας Σάττι, απέδιδε τη δέουσα χορικότητα στη στιγμή, τοποθετημένες πάνω σε μια πλατφόρμα στη μέση της θάλασσας. Μουσική και φωνητική αφύπνιση ακόμα και για ένα θαλάσσιο πλάσμα που αναδύθηκε ξάφνου στην επιφάνεια του νερού παρασυρμένο από πλωτό γερανό. Μια φάλαινα – εικαστική εγκατάσταση (φτιαγμένη από μέταλλο και ξύλο, βάρους 10 τόνων) έγινε το σώμα της Ιστορίας της Ελευσίνας. Πάνω στο κήτος αποτυπώνονταν με προβολές από προτζέκτορες, οι κύκλοι του παρελθόντος, τα ίχνη της πόλης των 4.000 ετών. Μνημεία, ερείπια θρησκευτικών τελετών, προγονικά έργα, βιομηχανικά κελύφη και πρόσωπα ανώνυμων Ελευσινίων. Σαν μια βιβλική αναπαράσταση της παραβολής του Ιωνά, η φάλαινα είχε καταπιεί και μεταβολίσει το απώτερο παρελθόν μέχρι το γκρίζο παρόν της πόλης. Η σύλληψη και ιδέα του Μιχαήλ Μαρμαρινού σε σκηνοθεσία του Βρετανού Κρις Μπάλντουιν δεν ερχόταν μόνο ως ποιητική παραστατική σύνθεση, αλλά και ως ένα επώδυνο σχόλιο για την αποξένωση από το φυσικό περιβάλλον, με φόντο – τι πιο χειροπιαστό – τα διυλιστήρια που επέμεναν να καπνίζουν, περασμένες οκτώ. Οι αναρίθμητες δέσμες φωτός που, μέχρι εκείνη την ώρα, έσπαζαν τα υδάτινα σύνορα αγγίζοντας τον ουρανό, έσβησαν. Στη ρυτιδιασμένη θάλασσα, έπαψαν να καθρεφτίζονται χρώματα και είδωλα.
Καθώς τα «μυθικά όντα» βυθίζονταν ξανά στο σκοτάδι του ελευσίνιου βυθού, η πόλη ξυπνούσε. Από το φαντασιακό πεδίο, ριχνόσουν σε μικρά αποσπάσματα καθημερινού βιώματος. «Ξανά, στην Ελευσίνα, την πατρίδα της Δήμητρας, βλέπω τους σύγχρονους Έλληνες να χορεύουν» έγραφε ένα μήνυμα στον τοίχο. Κι ήταν αλήθεια. Ο Σύλλογος των Συμιανών χόρευε εκστασιασμένος τον Ικαριώτικο, η Φιλαρμονική της Ελευσίνας έπαιζε θέματα από τους «Blues Brothers» στο κατώφλι του Οργανισμού Λιμένος. Λίγα μέτρα πιο κάτω χορός είχε στηθεί σ’ ένα μπαλκονάκι-σκηνή για έναν Πόντιο λυράρη, ενώ πάνω στο λιμάνι ήχουσε γλέντι κρητικό.
Η εντοπιότητα και η ποικιλομορφία της Ελευσίνας οδηγούσε τα βήματα σου. Ένα κομμάτι αφήγησης από το σπουδαίο «Έφυγα» της Γιολάντας Μαρκοπούλου προβάλλεται σε ένα τοίχο της Κανελλοπούλου, με τις μικρασιάτισσες γιαγιάδες να αφηγούνται στιγμές οικοκυρικής εκπαίδευσης για να παντρευτούν. Και αίφνης, μπροστά από την προβολή να προσπερνούν σαν σκιές, σαν νεράιδες οι λευκοντυμένες «Νύμφες» του Κωνσταντίνου Ρήγου, που εμφανίζονταν παντού ως δια μαγείας. Το πολυφωνικό μοιρολόι από γυναίκες της Ηπείρου, στο ύψος του Λιμεναρχείου, σε αναγκάζει να σταθείς κάτω από το παράθυρο τους με συγκίνηση. Από το βάθος της Κανελλοπούλου, η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη επιβάλλεται σε όλα. Σύγχρονος μύθος της Ελευσίνας, αναπαυμένος από καιρό στα χώματα της, τραγουδάει ζεϊμπέϊκο αφού «τα τραγούδια μου δεν είναι για σαλόνια, σκαρφαλώνουν στην παλιά την σκαλωσιά».
Κι απόψε αυτό είναι το soundtrack της Ελευσίνας. Η φωνή του αντηχεί από το παλιό φανοποιείο του Νίκου, όπου κελύφη αυτοκινήτων, στοιχίζονται προσεκτικά, κάτω από απαλά στρώματα σκόνης αναδίδοντας την μόνιμη, αναπόδραστη αλήθεια της πόλης: Τον πληθυσμό της εργατιάς. Στο κουβούκλιο του συνεργείου μια οικογένεια, η οικογένεια του Νίκου σε κοιτάζει σαν εξωτικό φρούτο – μπορεί και το ανάποδο. Αλλά οι φωνές από τις χορεύτριες της Utopias, της χορευτικής ακαδημίας της Πατρίσιας Απέργη που έχουν σκαρφαλώσει στα διπλανά μπαλκόνια φωνάζοντας, μεταξύ άλλων, «να μην με λένε Στέλιο» υπογραμμίζουν τα δυσδιάκριτα, μύχια σύνορα μεταξύ τέχνης και πραγματικότητας.
Για άλλους το soundtrack της Τελετής Έναρξης ήταν οι Stereo Nova. H μπάντα – έμβλημα της electro των 90s, είχε φτάσει στην Ελευσίνα σε μια one off βραδιά επανένωσης. Η βροχή που είχε ξαναρχίσει δεν πτόησε κανέναν – κάποιοι λίγοι άνοιξαν τις ομπρέλες τους. Το φουγάρο του εργοστασίου Ίρις (σε επιμέλεια της Ελευθερίας Ντεκώ) έφεγγε χρώμα από νωρίς και τώρα ακύρωνε τον γκρίζο απειλητικό ουρανό. Ο Κωνσταντίνος Β. και ο Μιχάλης Δ. έγιναν ένα με το industrial τοπίο, φορώντας ‘καπέλα’ που παρέπεμπαν σε τσιμεντόλιθο. Το πιο φτηνό υλικό οικοδόμησης που θεμελίωσε εκατοντάδες χαμόσπιτα της εργατικής Ελευσίνας, απόψε τραγουδούσε. Τραγούδησε και «Το ταξίδι της Φάλαινας» με λόγια σαν αυτά: «Να κυβερνούν κατώτερα όντα άτιμα/ Κι απ’ το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά/Σ’ ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά/ Κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες».
Καθώς απομακρυνόσουν από το «Ίρις» για τα λεωφορεία της αναχώρησης οι γερανοί του λιμανιού ξεχώριζαν φωτισμένοι σε κόκκινο χρώμα. Η Ελευσίνα, απόψε, έμοιαζε να έχει πάρει φωτιά.