Συν & Πλην: «Δόξα κοινή» στο Θέατρο Πορεία
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την «Δόξα Κοινή» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου που ανεβαίνει στο Θέατρο Πορεία.
Πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Ανδρέα Εμπειρίκου, το 1980, εκδίδεται η συλλογή της «Οκτάνας», το προωθημένο λυρικό ερωτογράφημα, τολμηρότατο για την εποχή – αν λάβουμε υπόψιν πως γράφτηκε (στα χρόνια ανοικοδόμησης της χώρας), από το 1958 έως το 1965. Από περισσή σοφία, μάλλον, ο Εμπειρίκος απελευθέρωσε το υλικό του (όπως και την «Αργώ») σε μια περίοδο εγκαθίδρυσης μιας νέας κοινωνικής προόδου – αν θεωρήσουμε ότι τέτοια διαγραφόταν να είναι η δεκαετία του ’80.
Ο στοχαστικός, απενοχοποιημένος, πυρωμένος λόγος του Ανδρέα Εμπειρίκου για την σωματική ηδονή, την ένωση του πνεύματος και της ύλης, σηματοδοτεί μια αφετηριακή κατάσταση, μιαν έμπνευση – αλλά όπως ο Οδυσσέας Ελύτης την όρισε στον φίλο του Εμπειρίκο – για ένα θεατρικό έργο. Μα ούτε θεατρικό έργο μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τη «Δόξα κοινή», αφού η φράση από το ποίημα του υπερρεαλιστή δημιουργού «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» δεν είναι παρά ένα λάκτισμα αναζήτησης για άλλες μαρτυρίες ποίησης μέσα στον ελληνικό χρόνο και την ελληνική λογοτεχνία- δραματουργία – παράδοση που δοξάζουν τον έρωτα ως θεό και ως καταγωγική αξία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Δημήτρης Τάρλοου αναθέτει στον σταθερό συνεργάτη του και διακεκριμένο ποιητή Στρατή Πασχάλη την ‘ενορχήστρωση’ μιας ακολουθίας ποιημάτων που, στον καιρό τους, κατέγραψαν στιγμές ερωτικής έξαψης, οδυνηρού πόθου, έρωτα φονικού και πένθιμου, συναισθημάτων δοξαστικών. Από τον καυτό Ιούλιο στο αθηναϊκό κέντρο – όπου ο Εμπειρίκος παρακολουθεί ταυτόχρονα μια νεκρική πομπή μα τελικά, κάτω από το αττικό φως, βρίσκεται να εξυμνεί τους ανθρώπους που «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» – δημιουργείται ένα σύμπλεγμα ποιημάτων όπου θέση βρίσκουν πολλοί ερωτοπαρμένοι: Ο Κωνσταντίνος Καβάφης με το «Να μείνει» για την σαρκική απόλαυση. Ο ερωτευμένος Διονύσιος Σολωμός στο αφιέρωμα «Εις την Φραγκίσκα Φράϊζερ». Το παραδοσιακό ηπειρώτικο του «Μενούση» για μια γυναικοκτονία. Η Μαρία Πολυδούρη όπου ο έρωτας νοηματοδοτεί την ύπαρξη της στο «Γιατί μ’ αγάπησες». Ο Οδυσσέας Ελύτης που παρακαλεί να ακουστεί το «σ’αγαπώ του» στο θρυλικό «Μονόγραμμα». Ο Νίκος Καββαδίας για τον έρωτα μιας πόρνης στο «Μαραμπού».
Ο Στρατής Πασχάλης διερευνά τις συγγένειες μεταξύ των δημιουργών και αξιοποιώντας τις αντιθέσεις των ποιητικών υφών και διαλέκτων καταλήγει σε μια σύνθεση, που εκτός από τον έρωτα εξυψώνει και τον ποιητικό λόγο από θεατρικής σκηνής.
Βασισμένη σε μια τολμηρή ιδέα – την σύνθεση εμβληματικών ελληνικών ποιημάτων από τον Στρατή Πασχάλη – η «Δόξα Κοινή» επανεντάσσει, τον καθαρόαιμο ποιητικό λόγο στη θεατρική διαδικασία. Με μοντέρνα ματιά, φιλτραρισμένη έντονα από την αίσθηση του ονείρου, ο Δημήτρης Τάρλοου, σκηνοθετεί μια παράσταση που δοξάζει τον έρωτα ως ανθρώπινη υπέρβαση και διδάσκει στους ηθοποιούς του να λειτουργούν εξίσου υπερβατικά ως φορείς αυτού του ποιητικού λόγου.
Τα Συν (+) Το έργοΣυμβαίνει το εξής οξύμωρο: Το θέατρο ως δημιουργικός χώρος είναι ένας διψασμένος κυνηγός ποιητικών στιγμών, αλλά την ίδια ώρα στέκεται με σκεπτικισμό απέναντι στον καθαρόαιμο ποιητικό που τι άλλο είναι παρά πυκνή αφήγηση. Σε αυτήν την αντίφαση τολμά να επενδύσει ο Δημήτρης Τάρλοου, αναθέτοντας στον πολυγραφότατο Στρατή Πασχάλη να δημιουργήσει μια αφηγηματική ροή με κοινό θεματικό άξονα τις διάφορες εκφάνσεις κι αποχρώσεις του έρωτα. Η «Δόξα Κοινή» μπορεί να μην υπακούει στη θεατρική σύμβαση ενός έργου με «αρχή – μέση – τέλος», ωστόσο εξασφαλίζει νοηματικές συνδέσεις από ποίημα σε ποίημα και τελικά υποκλίνεται στη συνοχή του ελληνικού ποιητικού λόγου. Σε κάθε περίπτωση ένα πείραμα που στέφεται με επιτυχία.
Πιθανότατα, να μην ήταν ο βασικός στόχος του, αλλά ο Δημήτρης Τάρλοου στην «Δόξα Κοινή» καταφέρνει να λύσει παρεξηγήσεις που συνοδεύουν την σχέση της ποίησης και του θεάτρου. Παρότι, οι ποιητές, των οποίων έργα επιλέγονται, ανήκουν στην γενιά του ’30 και του ‘60, η σκηνική αποτύπωση δεν αγκιστρώνεται από το κλασικό – ή τουλάχιστον διατρέχει το κλασικό με άφθονες ρωγμές μοντερνικότητας. Έχει, εξάλλου, κάθε άλλοθι να επιλέξει αυτό το δρόμο ο Τάρλοου, καθώς η φιλοσοφική θέση που διατυπώνουν οι ποιητές για τον έρωτα έχουν απεμπολήσει τα συμπλέγματα των σκονισμένων ενοχών. Αυτό είναι το πρώτο κέρδος της σκηνοθεσίας του: Να λανσάρει μέσα από ένα μοντέρνο φλέγμα παραγκωνισμένα – από την πεζή πραγματικότητα – λογοτεχνικά υλικά.
Το σημαντικότερο όφελος, ωστόσο, βρίσκεται σε κάτι αρκετά κοντινό με το πρώτο: Σε μια εποχή που έχει αποκοπεί δυναμικά από το αγνό συναίσθημα και από το σώμα, ο Δημήτρης Τάρλοου εμφανίζει την ερωτική ως μια ονειρική κατάσταση, μια κατάσταση υπέρβασης. Σαν οι ερωτευμένοι να μην είναι πλάσματα με σάρκα και οστά αλλά (για λίγο) θεϊκά. Κι έτσι η «Δόξα Κοινή» δεν αναπτερώνει μόνο την πίστη προς την ποίηση αλλά και προς την ακεραιότητα του έρωτα.
Από την στιγμή που η παράσταση δεν στηρίζεται στην τυπική σχέση του ηθοποιού με το ρόλο, η παρουσία των οκτώ ηθοποιών επί σκηνής εξυπηρετεί, τρόπον τινά, ένα, ευρηματικά δραματοποιημένο, αναλόγιο. Ο Θανάσης Δόβρης στο ‘ρόλο’ του (εκάστοτε) Ποιητή- Αφηγητή και οι νεότεροι Μάϊρα Γραβάνη, Αδελαϊδα Κατσίδε, Βίκυ Κατσίκα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Διονύσης Πιφέας, Αρετή Τίλη και Ορέστης Χαλκιάς κυριεύονται από τον ποιητικό λόγο – όπως θα κυριεύονταν από τον έρωτα. Την ίδια ώρα, με την πολύτιμη συνδρομή της χορογράφου Κορίνας Κόκκαλη – οι πρωταγωνιστές παραδίδονται σε μια έντονη σωματικότητα, σαν να συμμετέχουν σε μια διονυσιακή γιορτή. Η ζωντάνια αυτής της παράστασης και η εντύπωση πως τα πρόσωπα υπερβαίνουν την πεζή πραγματικότητα, είναι, αναμφίβολα, και δικό τους επίτευγμα.
Έχοντας κατοχυρώσει την, επί σκηνής, θέση της, για την ζωντανή εκτέλεση της σύνθεσης της, η Λήδα Μανιατάκου παρακολουθεί με μεγάλη φροντίδα το δραματουργικό – ποιητικό υλικό. Και κατασκευάζει ένα μωσαϊκό ήχων και ηχοτοπίων που άλλοτε έλκουν την καταγωγή τους από την παράδοση, άλλοτε από την electro ή την κλασική μουσική, συνομιλώντας με την πρόθεση της σκηνοθεσίας: Να εξυψώσει τα σκηνικά δρώμενα στη σφαίρα του ονείρου. Επί σκηνής μαζί της, ο μουσικός Χρήστος Βαλεντίνος Πετεβής.
Η αισθητική της παράστασηςΑπό τη μια, τα σκηνικά (και τα σκηνικά αντικείμενα) που προτείνει η Εύα Μανιδάκη – τα οποία συμβάλλουν στην αναβίωση έργων του Τσαρούχη και του Εγγονόπουλου. Από την άλλη, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου – που συνομιλούν με το θερμό φως του καύσωνα όπως το περιγράφει ο Εμπειρίκος. Η «Δόξα κοινή» ανεβαίνει μέσα σε ένα λιτό, καλαίσθητο και, γεμάτο συμβολισμούς, περιβάλλον, το οποίο συμπληρώνουν και τα ωραία κοστούμια των Αλέξανδρου Γαρνάβου και Τζίνας Ηλιοπούλου.
Τα Πλην (-) Η σκηνή του αυτοσχεδιασμούΕνώ δεν πλήττει την ροή της αφήγησης και επιπλέον είναι προσεγμένα εκτελεσμένη, η ιδέα που θέλει ξαφνικά μια θεατή να βρίσκεται στη σκηνή για να χορέψει με τον ηθοποιό Ορέστη Χαλκιά, φαντάζει – εν τέλει – με επιτηδευμένο αυτοσχεδιασμό.
Μια παράσταση που αναδεικνύει την κλασική ποίηση σε μοντερνικό υλικό και αποτυπώνει τον έρωτα σε κατάσταση ονείρου. Δύο κερδισμένα στοιχήματα σε μια συσκευασία.