1976
Το 1976 της ΜανουέλαΜαρτέλι, είναι το ταξίδι αφύπνισης μιας καταπιεσμένης γυναίκας, στη Χιλή του Πινοσέτ.
Στην Χιλή της δικτατορίας του Πινοσέτ, η Κάρμεν μετακομίζει στο παραλιακό εξοχικό της προκειμένου να επιβλέψει την ανακαίνισή του. Όταν ο οικογενειακός ιερέας την πείθει να υποθάλψει, κρυφά από τους δικούς της, έναν τραυματισμένο νεαρό επαναστάτη, η ευκατάστατη αλλά παραμελημένη γυναίκα αποκτά ένα πρωτόγνωρο για εκείνη κίνητρο για ζωή, ενώ παράλληλα βλέπει την ήσυχη και βολεμένη καθημερινότητά της να ανατρέπεται μέρα με τη μέρα.
Στην δυσκολη εποχή του ΠινοσέτH ηθοποιός Μανουέλα Μαρτέλι, στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, την οποία, όπως λέει εμπνεύστηκε από την γιαγιά της και το μυστήριο που την περιέβαλε, αναπαριστά ευλαβικά την εποχή και το αγωνιώδες κλίμα παράνοιας που τη συνοδεύει, για να δημιουργήσει ένα βραδυφλεγές πολιτικό θρίλερ, όπου μια απροσδιόριστη αίσθηση απειλής παραμονεύει σε κάθε πλάνο του.
Ταυτόχρονα όμως, το 1976 είναι και μια γυναικεία ταινία σπάνιας ευαισθησίας: θύμα της πατριαρχικής εποχής της, η ηρωίδα, μια δυναμική και γοητευτική γυναίκα, έχει θυσιάσει τις ικανότητές της, ζώντας μια ζωή στο περιθώριο της καριέρας του ιατρού συζύγου της και περιοριζόμενη στις οικογενειακές υποχρεώσεις. Καθώς καλείται να σώσει έναν άνθρωπο από τον θάνατο, «παίζοντας» με τη φωτιά και ρισκάροντας τα πάντα, αρχίζει να ανακαλύπτει τον εαυτό της…
«Το 1976 ήταν μια από τις πιο σκληρές χρονιές της Δικτατορίας του Πινοσέτ», σημειώνει η νεαρή σηνοθέτης. «Στην οικογένειά μου θεωρούσαν πως την εποχή εκείνη η γιαγιά μου είχε κατάθλιψη, αλλά σκέφτηκα πως δεν είναι δυνατόν να πιστεύουμε πως όσα γίνονται έξω από τους τοίχους του σπιτιού μας δεν παρεισφρέουν στον ιδιωτικό μας χώρο… Αναρωτήθηκα: ποιοι είναι οι μηχανισμοί που μας επιτρέπουν να συνεχίζουμε να ζούμε τις ζωές μας, όταν εκεί έξω κάποιοι πετάνε τους συμπολίτες μας στη θάλασσα;».
Ταινία με χιτσκοκικές αποχρώσεις, το 1976, μέσα από μια λιτή αλλά φροντισμένη σκηνοθεσία, δημιουργεί στον θεατή την αίσθηση πως η Χιλή του Πινοσέτ είναι μια χώρα όπου οι ρουφιάνοι παραμονεύουν παντού: μια χώρα σε ασφυξία, όπου άνθρωποι που αντιστέκονται εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού, και οι υπόλοιποι απλώς επιβιώνουν, έντρομοι για το τι μπορεί να τους συμβεί. Μια χώρα όπου ακόμα και τα αντιβιοτικά χορηγούνται με έγκριση, ώστε να εντοπίζονται οι αντιφρονούντες.
Η ταινία της Μαρτέλι «παντρεύει» ιδανικά το συλλογικό με το προσωπικό, μέσα από το ταξίδι αφύπνισης μιας γυναίκας που «ξυπνά» από τον καθημερινό της λήθαργο, προκειμένου να κάνει αυτό που της επιτάσσει η συνείδησή της.
Η ταινία, προβλήθηκε στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών, ενώ απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας της Πόλης των Αθηνών στο 28ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Τόκιο και το βραβείο καλύτερης πρώτης ταινίας στο BFI London Film Festival.