Είναι αρκετά χρόνια που έχω κάνει τη συνέντευξη, αλλά πολύ συχνά την φέρνω στο μυαλό, είναι από εκείνες τις πιο αγαπημένες μου. Τηλεφωνική ήταν. Με την Irma Thomas. Ζωντανός θρύλος της μουσικής, αυθεντική και ανεξάντλητη, όπως είναι και οι μουσικές της πόλης της. Άξια, όπως την λένε «βασίλισσα της soul της Νέας Ορλεάνης».
Η συνέντευξη κράτησε πολύ περισσότερο από την προγραμματισμένη ώρα διάρκειας και ενώ η Irma ετοίμαζε φαγητό… -“μην ανησυχείς αγαπητή μου, καθαρίζω και τα φασολάκια”, θυμάμαι μου είχε πει- μιλούσε για πράγματα που είχε ζήσει.
Την φανταζόμουν σαν εικόνα, έτσι, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Οι άλλες εικόνες που έρχονταν μαζί με τις αφηγήσεις της ήταν ατόφια κομμάτια, πολύτιμα και θρυλικά μουσικής Ιστορίας. Η Νέα Ορλεάνη και οι άνθρωποί της, οι μουσικές της, οι δρόμοι, η μαγεία της, οι μικρές και οι μεγάλες ιστορίες που πρόθυμα η πόλη αποκαλύπτει.
Όταν αργότερα πια βρέθηκα εκεί, κατάλαβα την ‘άλλη’ διάσταση που περιέγραφαν λόγια της Irma Thomas και όσα είχα στο μυαλό μου για τον τόπο. Γιατί η μουσική της Νέας Ορλεάνης έρχεται πάντα μαζί με τις εικόνες της, έτσι όπως όλες τους ξετυλίγουν ιστορίες.
Και αυτό, μαζί και με άλλα πετυχαίνει το ντοκιμαντέρ του Μπεν Τσέις/ Ben Chace. «Music Pictures: New Orleans», που εξασφάλισε και θα προβάλει το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που θα γίνει από τις 2 έως τις 12 Μαρτίου.
Ο Τσέις είναι ο ίδιος μουσικός και τραγουδοποιός και παρότι αυτό δεν προτάσσεται στην ταινία λειτουργεί διακριτικά και έξοχα. Η αγάπη του μέσα από τη σχέση του με τη μουσική ξεκλειδώνει όμορφα και περίτεχνα πολλές πτυχές της μουσικής ζωής της πόλης.
Οι πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ είναι οι μουσικοί, οι καλλιτέχνες. Οι ίδιοι μιλάνε για τα δικά τους πράγματα, για τη ζωή τους απλά και καθημερινά και μας μεταφέρουν εποχές ολόκληρες. Που όμως «ζουν» και σήμερα στη Νέα Ορλεάνη. Οι μπάντες με τα πνευστά συνοδεύουν ακόμη τους νεκρούς στις κηδείες ενώ ο κόσμος ακολουθεί χορεύοντας και τραγουδώντας. Τα μικρά κλαμπ με τα παράξενα ονόματα, με τους ψεύτικους σκελετούς και τους ξύλινους αλιγάτορες κρεμασμένους στις πόρτες, είναι εκεί και περιμένουν το κοινό τους. Αρκεί να ξύσεις από την επιφάνεια το τουριστικό φολκλόρ και θα τα δεις όλα μπροστά σου.
Κάποια στιγμή ο φωτογράφος για να τραβήξει τις εικόνες του, ζητάει από την Irma Thomas, εκεί που κάθεται να τραγουδήσει. Απλά και αβίαστα η Ιrma το κάνει, γελώντας. «Ελπίζω να έχεις κάποια καλή, γιατί αυτό ήταν!» λέει και θα βρεθεί πάλι στο στούντιο, με τους μουσικούς της , που ο καθένας τους φέρνει κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό. One day will come when we’ ll have everything. Δίσκοι βινυλίου γυρίζουν στα πικάπ.
Θα τα έχεις όλα! Αλλά ποιος το πίστευε και ποιος να το φανταζόταν! Έπαιζαν στις φτωχογειτονιές για λίγα δολάρια τη βραδιά και μετά άρχισαν να τους καλούν στα μεγάλα θέατρα της Ευρώπης, σε περιοδείες και σε φεστιβάλ τζαζ και μπλουζ. «Επιστρέφαμε από τη Γαλλία, είχαμε παίξει, είχαμε πληρωθεί πολύ καλά και μας κερνούσαν φίνο κόκκινο κρασί. Αυτή ήταν ζωή».
Ο Little Freddie King δεν έχει και λίγα να πει για τη ζωή του. Για τα μπλουζ πρωτίστως, αλλά τα μπλουζ είναι η ίδια η ζωή, έτσι; Ολόκληρα επεισόδια και σκηνές. Όπως τότε που τον είχε μαχαιρώσει η γυναίκα του… Μια στιγμή-δεν ήταν γυναίκα του τότε, μετά την παντρεύτηκε. Ντυμένος στην τρίχα τώρα, με φλογερά κόκκινα και εμπριμέ αποθεωτικά, με σκούρα γυαλιά, καπέλο και κροκοδειλέ πατούμενο (κάπως όπως στο εξώφυλλο του Blues Medicine άλμπουμ του) φέρνει στη σκηνή το πνεύμα της Νέας Ορλεάνης. Αυτό συγκεκριμένα που τον συνάντησε όταν κατέβηκε από τον Μισισιπή ακολουθώντας το ποτάμι ως το Big Easy. Και συνεχίζει στη μουσική όπως και οι άλλοι που παρακολουθούμε στο ντοκιμαντέρ, στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους να παίζουν και να τραγουδάνε. Και να χορεύουν που και που.
Τα ξύλινα σπίτια, οι γραμμές του τρένου, το πριν και το μετά της Νέας Ορλεάνης είναι εικόνες και σκηνικά μέσα στα τραγούδια αυτών των ανθρώπων. Σε κάνει να αναρωτιέσαι τι περνάει από το μυαλό τους, την ώρα που η κάμερα τους «πιάνει» σκυμμένους καθώς παλεύουν να στρώσουν με κατσαβίδια την ξεκοιλιασμένη κιθάρα τους πάνω στο τραπέζι.
Όλοι έχουν να σου πουν μια τέτοια ιστορία, γιατί όπως λέει και η Irma «η Κατρίνα μας άλλαξε όλους». Όλοι θα σου πουν γι’ αυτό, το πώς ο φοβερός τυφώνας του 2005 είναι ο εφιάλτης που άλλαξε τις ζωές τους και τις αγγίζει ακόμη.
Η συγκυρία είναι διαφορετική τώρα, ένας άλλος εφιάλτης που άλλαξε τις ζωές. Ο Τσέις κάνει γυρίσματα για το ντοκιμαντέρ του Ιανουάριο του 2020 με Απρίλιο του ’21. Μέσα στην πανδημία. Οι εικόνες που τραβάει σε παγώνουν. Η πολύχρωμη Νέα Ορλεάνη, σκοτεινή τώρα και βουβή. Επιγραφές έξω από τα μαγαζιά «κλειστόν μέχρι νεοτέρας» και «θα τα καταφέρουμε και σε αυτό και πάλι όλοι μαζί». Η Μπέρμπον Στριτ έρημη.
Αλλά η μουσική δεν σταματά ποτέ στ’ αλήθεια…Η ιστορία συνεχίζεται και με τη νέα γενιά της Νέας Ορλεάνης. Ο Jason Marsalis ξεσκονίζει ένα παλιό βινύλιο, όπου κάπου χωμένο στη φωτογραφία στο εξώφυλλο εντοπίζει τον πατέρα του, νεαρό στο πιάνο… Τώρα ο Ellis Marsalis (ο πατέρας της γνωστής τζαζ οικογένειας) κάθεται στο πιάνο και παίζει και ο γιος τον συνοδεύει με το βιμπράφωνο. Θα το μαγνητοσκοπήσουν. Δίνουν μια συναυλία, παίζουν οι δυο τους σε μια παλιά εκκλησία, αφού η επιδημία έχει κλείσει τα πάντα.. Θα είναι η τελευταία φορά που θα εμφανιστεί στη σκηνή ο Ellis, ο πατέρας. Το τελευταίο του λάιβ.
Τα στούντιο ηχογράφησης είναι σπίτια τους, η τζαζ και τα μπλουζ πάνε κι έρχονται στο Espanade, καινούργιοι δίσκοι, νέο κοινό, νέα ακροατήρια στην άκρη του κόσμου. Η Newvelle Records θα κυκλοφορήσει τώρα το υλικό, τις νέες ηχογραφήσεις αυτών των ακούραστων τύπων. Θυμίζει η ιστορία τους και εκείνο το άλλο διάσημο ντοκιμαντέρ με τους Κουβανούς του Buena Vista Social Club, που έγραψε ιστορία. Και οι μουσικοί την συνέχισαν παίζοντας παντού ως τα βαθιά γεράματα. Και κάπως έτσι πάει το πράγμα και εδώ. Με τη μαγεία της Νέας Ορλεάνης.