MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
23
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΑ

Στην πρόβα: «Ο παγοπώλης έρχεται» στο Προσκήνιο – Στο μπαρ, το «Ναυάγιο»

Λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης «Ο Παγοπώλης έρχεται» στο Προσκήνιο, ο σκηνοθέτης Ακύλλας Καραζήσης και οι πρωταγωνιστές της μιλούν για την αξία της ονειροπόλησης ασκώντας, όπως και ο Ευγένιος Ο’ Νιλ, κριτική στον ορθολογιστικό κόσμο.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 20.02.2023 Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Η αχανής, άδεια αίθουσα του θεάτρου Βεάκη – εκεί που προς το παρόν φιλοξενείτα η πρόβα της παράστασης κάνει πιο έντονη την παρουσία αυτών των λίγων ανθρώπων που ανεβοκατεβαίνουν στη σκηνή, προβάρουν σκηνές από τον «Παγοπώλη που έρχεται», δοκιμάζουν κινήσεις και νότες στο πιάνο. Σε μια περίοδο που ο θεατρικός κλάδος βρίσκεται σε μεγάλη αναστάτωση, μια μέρα μετά την 48ωρη απεργία του ΣΕΗ, ο Ακύλλας Καραζήσης και οι ηθοποιοί του ξαναπιάνουν την πρόβα, θυμίζοντας λιγάκι τους ονειροπόλους ήρωες του Ευγένιου Ο’ Νιλ που αναζητούν μια ουτοπία στον άγριο κόσμο που τους περιβάλλει.

Ο θίασος, σχεδόν, σε απαρτία: Έλενα Τοπαλίδου, Γιώργος Κατσής, Ακύλλας Καραζήσης, Χαρά Μάτα Γιαννάτου, Ελίνα Ρίζου, Κωνσταντίνος Πλεμμένος.

Γεύση από πρόβα

Στη γυμνή σκηνή – μόνο ένα πιάνο φιγουράρει στην δεξιά του άκρη – επτά ηθοποιοί αυτό-αποκαλούνται «κακόμοιροι αμαρτωλοί». Η Έλενα Τοπαλίδου, η Χαρά Μάτα Γιαννάτου, η Ελίνα Ρίζου, ο Γιώργος Κατσής, ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος, ο Γκάρι Σάλομον (που δήθεν κοιμάται στο πιάνο) και ο Ακύλλας Καραζήσης – που ως σκηνοθέτης τους παρατηρεί από το χείλος της σκηνής – είναι οι κάτοικοι ενός παρακμιακού σαλούν, κάπου στη Νέα Υόρκη του 1910.

«Θα χρειαστεί να διαλέξω ανάμεσα σε ζωή και θάνατο», ισχυρίζεται, με απελπισμένο τόνο στη φωνή, η Ελίζα Ρίζου απευθυνόμενη στον Κωνσταντίνο Πλεμμένο. Εκείνη στο ρόλο ενός προδότη – και μάλιστα προδότη της αναρχικής μάνας του. Εκείνος, ένας πρώην αναρχικός που αρνείται να ξυπνήσει «γιατί μπορεί να θυμηθεί κάτι που λένε δικαιοσύνη». Αμερική, αυγή του 20ου αιώνα. Ανθρώπινες ψηφίδες κάποιων dreamers μα και losers, την ζωή των οποίων παρακολουθεί ο Ευγένιος Ο’ Νιλ στο έργο του «Ο παγοπώλης έρχεται».

Μέσα στο κοστούμι του ρόλου του – του ιδιοκτήτη αυτού του θλιβερού μπαρ – ο Ακύλλας Καραζήσης, διακόπτει τον διάλογο για μικρές παρατηρήσεις: Ζητά από τον Γκάρι Σάλομον, ηθοποιό και συνθέτη της παράστασης, να αντιδράσει μουσικά στη συγκεκριμένη σκηνή, ζητά από την Ρίζου να μεγαλώσει το χρόνο ανάμεσα στις λέξεις της, ζητά από τον Πλεμμένο να τονίσει την παραστατικότητα του.

Στην παρασκευαστική φάση μιας παράστασης που, ακόμα πολλές προτάσεις, έχουν ελπίδα να υιοθετηθούν, κι άλλες να τις πάρει το ποτάμι, η Έλενα Τοπαλίδου, εμφανίζεται με ανδρικά ρούχα και μια πορτοκαλί περούκα. Υποδύεται ένα χωρατατζή πλασιέ που σαν οίστρος έρχεται για να ερεθίσει την υπόλοιπη παρέα με αστεία αλλά και πικρές αλήθειες. «Κάποιος έρχεται, το σήμερα έρχεται, το σήμερα είναι εδώ» προαναγγέλλει εύθυμα, κάνοντας στο τέλος της σκηνής μια ολόκληρη πιρουέτα. Ίσως η πρόταση της να κρατηθεί στην τελική εκδοχή της παράστασης. Απομένουν λίγες μέρες.

Το έργο

Τρία χρόνια μετά τη βράβευση του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1936) και βλέποντας το ναζισμό να ορθώνεται με καταστροφικό μένος, ο Ευγένιος Ο’ Νιλ ανοίγει τον τελευταίο κύκλο των έργων του με το «The Iceman Cometh» («Η άφιξη του παγοπώλη» ή κατά την μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη «Ο παγοπώλης έρχεται»). Είναι ένα έργο ωριμότητας, κυρίως γιατί αφουγκράζεται την δυστοπία ενός επερχόμενου Παγκόσμιου Πολέμου και επιχειρεί να κάνει ανασκαφή σε αξίες θαμμένες σε μια Αμερική που, στο μεταξύ, έχει λυγίσει κάτω από το βάρος του Μεγάλου Κραχ.

Ανακαλώντας προσωπικές εμπειρίες, τα χρόνια της νιότης που, και ο ίδιος περιπλανιόταν τυχοδιωκτικά στις κακόφημες συνοικίες της Νέας Υόρκης, ανακαλώντας επίσης όψεις της χρόνιας εξάρτησης του από το αλκοόλ, κατασκευάζει το κάδρο του έργου: Στα 1912, μια ομάδα λαϊκών, λούμπεν τύπων ζουν (δεν συχνάζουν απλώς) σε ένα μπαρ του Down Town, ιδιοκτησίας του Χάρι Χόουπ. Πρώην αναρχικοί, πρώην φοιτητές, πρώην τζογαδόροι, πρώην πλασιέ καταναλώνουν τη ζωή τους βυθισμένοι σε ένα τέλμα απραξίας, με τον ίδιο τρόπο που καταναλώνουν αφειδώς αλκοόλ. Όμως, εκείνο που μοιάζει να τους κρατά στην επιφάνεια της ζωής είναι η, άνευ όρων, παράδοση σε μια αχαλίνωτη ονειροπόληση, το δικαίωμα της οποίας περιφρουρούν με λύσσα. Ονειρεύονται το αύριο, ένα καλύτερο αύριο. Μέχρι, που ένας ‘εισβολέας’, ένα μέλος της παλιοπαρέας, ο Χίκι, καταφτάνει στο μπαρ, ανήμερα των γενεθλίων του Χάρι, και διαταράσσει απρόσμενα τις ισορροπίες.

Ο Ακύλλας Καραζήσης, ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της παράστασης, ομολογεί με παιδική αθωότητα, πως επέλεξε το έργο του Ο’ Νιλ, ερεθισμένος «από τον τίτλο του. Κι από την άλλη», συνεχίζει, «μιλάει για μια αναγνωρίσιμη κατάσταση, τους θαμώνες ενός μπαρ. Είναι μια κατάσταση που γειώνεται στις βιογραφίες μας, έχει πραγματική χροιά. Μπορώ θα θυμηθώ ανάλογες βραδιές να εκτυλίσσονται παλιότερα στον ‘Ενοικο’ στην Καλλιδρομίου, να συναντάς λογοτέχνες πιωμένους, ν’ ακούς παρόμοια πράγματα με αυτά που μας απασχολούν στο έργο» εξηγεί ο ίδιος.

Ο Ο’ Νηλ διαπραγματεύεται την ανάγκη της φαντασίωσης και του ονείρου ως μια δύναμη προστασίας από το φόβο της αποτυχίας, της ματαίωσης ή τον συντριπτικό φόβο του θανάτου. «Συγκρατώ μια φράση του έργου που λέει ότι ‘μόνο το ψέμα μιας φαντασίας μπορεί να μας κρατήσει ζωντανούς’. Ο άνθρωπος τρέφεται από την επιθυμία να συμβεί κάτι, να καταφέρει κάτι» σημειώνει ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος και η Χαρά – Μάτα Γιαννάτου προσθέτει πως «αυτός είναι ένας κώδικας επιβίωσης. Οι ήρωες του έργου αναγνωρίζουν πως τα όνειρα τους είναι κούφια, αλλά μέσα από αυτά αντέχουν τη ζωή».

Ο τίτλος του έργου παραπέμπει στην αγωνιώδη άφιξη ενός αγνώστου, που μπορεί να μην είναι καν υπαρκτό πρόσωπο, αλλά μια κατάσταση – ακόμα το ίδιο το τέλος των πραγμάτων. «Περιμένουν κάτι, μια ενέργεια κίνησης να έρθει στη ζωή τους ενώ αυτοί είναι στάσιμοι. Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση σασπένς αλλά κανείς δεν ξέρει αν θα είναι για καλό ή για κακό. Απλώς περιμένουν, μπεκετικά σχεδόν» παρατηρεί η Έλενα Τοπαλίδου.

Στην ωριμότητα του, ο Ευγένιος Ο’ Νιλ επιστρέφει στη ρεαλιστική φόρμα (μετά από την συγγραφική του περιπέτεια και στην ψυχαναλυτική γραφή μα και στον εξπρεσιονισμό) τροφοδοτώντας τον «Παγοπώλη» με το σασπένς ενός αστυνομικού νουάρ· αν και ο Ακύλλας Καραζήσης σημειώνει πως το έργο έχει την παράξενη χροιά ενός «road movie δωματίου».

Χαρά Μάττα Γιαννάτου και Ελίνα Ρίζου.

Οι ήρωες – Οι ηθοποιοί

Επτά ρομαντικοί. Μια παράδοξη κοινότητα. Ένα κοινόβιο. Μέσα στο πατάρι ενός μπαρ. Πρώην αναρχικοί, πρώην φοιτητές, πρώην τζογαδόροι, πρώην πλασιέ. Πρώην εραστές της ζωής, σήμερα ματαιωμένοι. Μουδιάζουν τις ημέρες τους υπό την επήρεια μεγάλης ποσότητας ουίσκι και ως αλκοολικοί κάνουν μεγαλεπήβολα σχέδια. Ποιοι είναι οι ήρωες του Ευγένιου Ο’Νιλ; «Μια κοινότητα που βασίζεται στις αξίες της αγάπης και της φιλίας. Μοιάζει να τους δένει και το αλκοόλ αλλά τελικά αυτό είναι που προωθεί το αίσθημα της αχαλίνωτης ελευθερίας» παρατηρεί η Έλενα Τοπαλίδου, στο ρόλο του Χίκι – του μοναδικού της παρέας που έρχεται από τον «έξω κόσμο»· και σαν να μην φτάνει αυτό δηλώνει πως έχει κόψει το αλκοόλ, έχει εγκαταλείψει την ‘ασθένεια’ της ονειροπόλησης και τώρα επιχειρεί να πείσει την ομήγυρη να σταματήσουν να έχουν αυταπάτες. Κατά τον σκηνοθέτη της παράστασης, ο Χίκι είναι το φίδι της Εδέμ. «Εισβάλλει σε μια παραδείσια κατάσταση την οποία έχουν δημιουργήσει αυτοί οι άνθρωποι και κάποιος τους ξυπνάει την ενοχή. Κυκλοφορούν γυμνοί στον Παράδεισο μέχρι την στιγμή που στο μυαλό τους μπαίνει το αίσθημα της ντροπής. Εκεί αρχίζει η διάλυση».

Η πρωταγωνιστική ομάδα συνδέθηκε στενά με τα δοκίμια του Κωστή Παπαγιώργη που είχε παραδοθεί στο ποτό, προσπαθώντας να μεταφράσει την καταστροφική αλλά και τη δημιουργική διάσταση του να πίνει κανείς και να χάνει τον εαυτό του. Τους απασχόλησε δηλαδή, τόσο η πρακτική όσο και η φιλοσοφική κατάσταση της μέθης. Όπως έγραφε ο Παπαγιώργης, «το μεθύσι ακολουθεί την πορεία του οργασμού. Υψώνεται σιγά-σιγά και μετά από ένα μετέωρο σπαραγμό, καταπέφτει. Οι περισσότεροι εγκαταλείπουν λίγο ή πολύ πριν από την κορύφωση. Μα η αληθινή μέθη – όπως η λύση στο θέατρο – βρίσκεται ολόκληρη στην τελευταία πράξη. Όχι στην έξαψη που σφύζει όπως η ζωή, αλλά στην πτώση».

Και τα πρόσωπα του Ο’Νιλ βρίσκονται σε πτώση: «Δεν ονειροβατούν. Έχουν πλήρη συνείδηση πως είναι losers, χαμένα κορμιά – αν και εντελώς άκακοι. Αυτό, όμως, που δεν αλλάζει είναι η δύναμη που έχουν για να ονειρεύονται. Ο καθένας, που μπορεί να ονειρεύεται για να μην τον καταπιεί ο κόσμος, είναι δυνατός» παρατηρεί η Χαρά – Μάτα Γιαννάτου.

Και ο Γιώργος Κατσής υπερασπίζεται τους ήρωες του έργου, επικαλούμενος τον Μποντλέρ που έλεγε πως «με κρασί, με ποίηση, ή με αρετή, πρέπει πάντα να είσαι μεθυσμένος». «Το αλκοόλ», συνεχίζει ο ηθοποιός, «είναι μια προσωπική επαφή με το θάνατο. Το όνειρο είναι συνυφασμένο με τη ζωή. Από αυτές τις διαδρομές περνούν όλοι». Τους υπερασπίζεται ακόμα και στην απραξία τους. Είναι αδυναμία να μην μπορείς να υλοποιήσεις το όνειρο σου; Ο Κατσής εξηγεί πως «μπορεί να μην έχουν τα χαρακτηριστικά που επιβάλλει η κοινωνία, να μην εξυπηρετούν κανένα πρότυπο καριέρας ή κοινωνικής ευθύνης. Είναι, όμως, ιδεολόγοι. Γιατί ο βασικός σκοπός της ιδεολογίας δεν είναι να την εφαρμόζεις αλλά να την πιστεύεις. Να κινεί τον ηθικό σου άξονα».

Αν το έργο του είναι μια κριτική του ορθολογιστικού τρόπου που οργανώνεται μια κοινωνία, τότε τα πρόσωπα που το κατοικούν είναι οι, κατ’ εξοχήν, εκφραστές του. «Για τους θαμώνες αυτού του μπαρ το όνειρο, είναι η αναζήτηση της προσωπικής ουτοπίας, η αναζήτηση της λύτρωσης. Και η λύτρωση μπορεί να είναι μια έννοια ταυτόσημη με το θάνατο» παρατηρεί ο Ακύλλας Καραζήσης – που παρεμπιπτόντως υποδύεται το ρόλο του ιδιοκτήτη του μπαρ Χάρι Χόουπ, δηλαδή ελπίδα. Απλή σύμπτωση;

Ο Ακύλλας Καραζήσης από θέση σκηνοθέτη.

Η σκηνοθεσία

Αν και υπογράφει τη σκηνοθεσία της παράστασης, ο Ακύλλας Καραζήσης ομολογεί πως δεν προσέρχεται στην πρόβα με ένα σχεδιασμό. Απεναντίας, ο κοινοβιακός χαρακτήρας του έργου τροφοδοτεί και μια ανάλογη διαχείριση του. «Συστήνουμε, όλοι μαζί, μια ομάδα μελέτης και μ’ έναν τρόπο, από κοινού, αποφασίζουμε πως θ’ αναστηθεί το κείμενο. Ασφαλώς, έχω την ηθική ευθύνη αυτού του πράγματος και του αποτελέσματος. Το σίγουρο είναι πως ξεκινάμε με ένα έργο που αρέσει σε όλους», εξηγεί. Όπως πρόσφατα έχει τονίσει – με αφορμή και την τελευταία κοινή του σκηνοθεσία με το Νίκο Χατζόπουλο στην «Σπασμένη στάμνα» του Κλάιστ«σκέφτομαι, καταρχάς, ως ηθοποιός. Η ιδιότητα του ‘σκέτου’ σκηνοθέτη πάντα μου δημιουργούσε υποψίες. Στην περίπτωση μου το σώμα του ηθοποιού συντονίζεται με αυτό του σκηνοθέτη» σημειώνει. Η Χαρά – Μάτα Γιαννάτου, τακτική συνεργάτιδα του Καραζήση, συμφωνεί πως «μας απασχολεί περισσότερο να λειτουργήσουμε με μια ελεύθερη διάθεση ως ηθοποιοί, εξυπηρετώντας μια συνθήκη, ένα έργο εν προκειμένω. Δεν μοιάζει να έχει προτεραιότητα το αισθητικό κομμάτι, αλλά η ίδια η ομαδική δουλειά».

Ο Γιώργος Κατσής (από νωρίς κι αυτός στις ομαδικές δουλειές με σκηνοθέτη τον Ακύλλα Καραζήση), πηγαίνει τη συζήτηση ακόμη παραπέρα με τη ‘δανεική’ φράση πως «το θέατρο θα ήταν υπέροχο αν δεν υπήρχαν λόγια και κοινό»· εξηγώντας πως η συνάντηση σε ένα ανέβασμα είναι πολύ σημαντική. «Νομίζω πως πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις ιερές αγελάδες, είναι τελείως συντηρητική η συζήτηση για τη σχέση με το κείμενο ή ακόμα και με το κοινό. Σε μια ιδανική κατάσταση, το ανέβασμα μιας παράστασης πρέπει να επιτρέπει στους ηθοποιούς να γίνονται λογοτέχνες με αφορμή ένα κείμενο – φυσικά, όχι ξεφτιλίζοντας το. Με έναν τρόπο, αυτό αναζητάμε να κάνουμε κι εμείς: Να παράγουμε λογοτεχνία μαζί με τον Ο’ Νιλ».

Μέσα, λοιπόν, από αυτό το πνεύμα σχετικής ελευθερίας, ο «Παγοπώλης» του Προσκηνίου θα έλκει στοιχεία από την ρεαλιστική φόρμα, το αφηγηματικό θέατρο σε συνδυασμό με την καθαρή πρόζα, εμπλουτίζοντας τα με ζωντανή μουσική, εν είδει μιας παράλληλης δραματουργίας.

Ο Γκάρι Σάλομον συνθέτει τη μουσική της παράστασης και πρωταγωνιστεί.

Η μουσική

Γνωστός ήδη από τις, μουσικά επεισοδιακές, συμμετοχές του σε παραστάσεις όπως «Η Δημοκρατία του μπακλαβά» και οι «Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα» (και οι δύο σε σκηνοθεσία του Ανέστη Αζά), ο Γκάρι Σόλομον έρχεται στον «Παγοπώλη» για να αφουγκραστεί την κατάσταση και τον ψυχισμό των ηρώων του και να τον μεταφράσει σε μουσική. «Πολλές σκέψεις μου γύρω από τη μουσική έχουν να κάνουν με το θέμα του έργου: Οι ήρωες ζουν σ’ ένα μπαρ. Πίνουν, μεθούν. Η μουσική, λοιπόν, καλείται να παρακολουθήσει τα ξεσπάσματα τους». Τα μουσικά τοπία της παράστασης προκύπτουν με εξίσου συλλογικό και δημιουργικό τρόπο: Από την μια ο Σόλομον αυτοσχεδιάζει μαζί με τους ηθοποιούς βρίσκοντας τους ήχους που ταιριάζουν στη ροή μιας σκηνής κι από την άλλη φέρνει μαζί του διάσημα δάνεια, όπως τραγούδια των Doors (βλέπε το «Alabama Song», με τους στίχους του τραγουδιού ν’ αναζητούν ένα whiskey bar) και του Μπομπ Ντίλαν. «Δουλεύουμε πολύ αυτοσχεδιαστικά, το στοίχημα είναι η μουσική να συνυπάρχει με το λόγο και τη δράση και αυτός είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος γιατί γεννιέται πολύ φυσικά» εξηγεί. Στις πρωτότυπες συνθέσεις του Σόλομον – όπου αυτές υπάρχουν – δίνεται μια έντονη ραδιοφωνική ατμόσφαιρα στην παράσταση με πολλά νουάρ και στοιχεία μιούζικαλ.

Κωνσταντίνος Πλεμμένος και ‘Ελενα Τοπαλίδου.

Η αισθητική της παράστασης

Ιθαγενείς της Αμερικής, Ινδιάνοι, συγκρούονται σ’ ένα λούνα παρκ με λευκούς αποικιοκράτες cowboys. Πόσο πιο αμερικάνικο πλάνο από αυτό; Ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης μεταφέρει μια στιγμή της αιματηρής αμερικανικής ιστορίας σε μια ταπετσαρία ως βασικό υλικό της σκηνογραφίας του στον «Παγοπώλη» – και η οποία θα μπορούσε να εξηγήσει το ίδιο το κείμενο του Ευγένιου Ο’ Νιλ.

Εννοείται πως από μια παράσταση που εκτυλίσσεται από την αρχή μέχρι το τέλος σε ένα μπαρ, δεν μπορούσε να λείπει η τυπική, ξύλινη μπάρα και ο ντυμένος, από ξύλο, χώρος. Στην ίδια φιλοσοφία κινείται και η πρόταση της Ιωάννας Τσάμη που ντύνει τους ηθοποιούς της παράστασης αντλώντας από τα βαριά ρούχα των εργατών στις αρχές του 20ου αιώνα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Το έργο του Ο’ Νηλ «Ο Παγοπώλης έρχεται» κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8 & Στουρνάρη) την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου.

Παραστάσεις: Τετάρτη 19.00, Πέμπτη 20.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 18.00, 21.00, Κυριακή 19.00
Εισιτήρια από €15 στο viva.gr

Περισσότερα από Art & Culture