Ένα ταξίδι στο Πράσινο Ακρωτήρι και όλα όσα διαμόρφωσαν την προσωπικότητα της Cesária Évora, ένα ερωτικό γράμμα στη γυναίκα που ήθελε να είναι ελεύθερη, που κόντρα σε κάθε στερεότυπο επέβαλλε τη μαγική, βελούδινη φωνή της στην εμμονική με τα νιάτα και την ομορφιά μουσική βιομηχανία, που πάλεψε με την κατάθλιψη και την απομόνωση. Στην καλλιτέχνιδα που βίωσε τη φτώχια και το ρατσισμό, αλλά όταν γνώρισε τη δόξα, η πρώτη της έγνοια ήταν να βοηθήσει όσους την είχαν κι εκείνη κάποτε βοηθήσει.
Το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Cesária Évora», που θα προβληθεί στο τμήμα «Ανοιχτοί ορίζοντες» του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο πραγματοποιείται από τις 2 έως τις 12 Μαρτίου 2023, είναι αφιερωμένο στη «βασίλισσα της Morna», του χαρακτηριστικού μουσικού είδους του Πράσινου Ακρωτηρίου, στη γυναίκα που μας έμαθε την έννοια της λέξης Sodade και μέσα από τον τρόπο ζωής της την ποιότητα ενός ανθρώπου που έχει ζήσει τα πάντα. Από την απόλυτη ανέχεια, ως την παγκόσμια φήμη.
Η σκηνοθέτιδα Ana Sofia FonsecaΠέντε χρόνια χρειάστηκαν για να ολοκληρώσει το ντοκιμαντέρ η Πορτογαλίδα δημοσιογράφος Ana Sofia Fonseca, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, κατά τα οποία πήρε δεκάδες συνεντεύξεις και κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση σε μη δημοσιευμένο οπτικοακουστικό αρχειακό υλικό, βάσει του οποίου κινείται η αφήγηση και περιλαμβάνει σπάνιες και ακυκλοφόρητες ηχογραφήσεις τραγουδιών της Cesária Évora, που προηγούνται των άλμπουμ της. Ακόμα και οι κάτοχοί αυτού του αρχειακού υλικού, δεν θυμόντουσαν πού είχαν αποθηκεύσει τα πολύτιμα αυτά αρχεία, μέσα από τα οποία έχουμε την ευκαιρία να δούμε την ανθρώπινη, καθημερινή πλευρά της Cesária Évora, σκηνές από τις περιοδείες με την μπάντα της, πρόβες με σπουδαίους μουσικούς – η σκηνή με τον Compay Segundo είναι ασύγκριτη, συζητήσεις με δικούς της ανθρώπους.
«Ελπίζω οι θεατές που θα παρακολουθήσουν την ταινία, να ταξιδέψουν στο σύμπαν της Cesária Évora, να νιώσουν ότι είναι μαζί στο σπίτι της, ότι την ακολουθούν στις περιοδείες της κι ότι είναι μαζί με αυτή την εκπληκτική γυναίκα που έχει μια τόσο εμπνευστική ιστορία ζωής. Για να καταλάβουμε καλύτερα τη φωνή της Cesária Évora, πρέπει να καταλάβουμε τη γυναίκα. Γιατί έτσι θα ακούσουμε τη φωνή της με έναν άλλο τρόπο», έχει δηλώσει η Ana Sofia Fonseca.
Η δημοσιογράφος και σκηνοθέτιδα γνώρισε και κατάφερε να έχει υλικό από στενούς συνεργάτες, φίλους και συγγενείς της Cesária, καθώς το σπίτι της βρίσκεται πολύ κοντά σε εκείνο της Cesária, μιας και ο σύζυγός της κατάγεται από το Πράσινο Ακρωτήρι. Διατηρεί μάλιστα φιλική σχέση με την εγγονή της, Janete Évora, η οποία ακούγεται στην ταινία, όπως και ο γιος της Cesária, Eduardo Évora.
Η πιο βαθιά επιθυμία της Cesária ÉvoraΤο ντοκιμαντέρ ξεκινάει με πλάνα από την ηχογράφηση του Voz d’amor (2003), του 9ου άλμπουμ της καριέρας της Cesária Évora, που το επόμενο έτος της χάρισε το βραβείο Grammy για το καλύτερο άλμπουμ world μουσικής. Είναι καθιστή, καπνίζει, φοράει δίχτυ στα μαλλιά, η μπάντα κάνει πρόβα κι η ίδια τραγουδάει μαζί τους. Στρέφεται στο φακό και δηλώνει περιπαιχτικά στον επί χρόνια συνεργάτη και μάνατζέρ της José da Silva που τραβάει το βίντεο, πως αν προτίθεται να κινηματογραφήσει τα ξυπόλητα πόδια της, το κόστος είναι ιδιαίτερα υψηλό και το καθορίζει η ίδια. Η κάμερα κάνει ζουμ στα γυμνά πόδια της.
Πόσα μας λέει ήδη αυτή η σκηνή, με την οποία επέλεξε να ξεκινήσει η σκηνοθέτιδα την αφήγησή της. Παρατηρούμε το αυτοσαρκαστικό χιούμορ της Cesária Évora, με το οποίο καυτηριάζει την περιγραφή «ξυπόλυτη ντίβα» που συνοδεύει πάντα τις αναφορές στο πρόσωπό της, υπήρξε μάλιστα και τίτλος του πρώτου δίσκου που ηχογράφησε στη Γαλλία το 1988 (La Diva Aux Pieds Nus), με προτροπή του José da Silva. Κι ενώ εξακολουθεί να είναι η Cize (Σιζ) – όπως την αποκαλούν οι δικοί της άνθρωποι – έχει μια άλλη σιγουριά, που δεν συνοδεύεται ωστόσο από καμία αλαζονεία. Είναι η σιγουριά – και η περηφάνεια – που φέρει η επίγνωση της δύναμής της στη world μουσική, μιας και το 2003 έχει ήδη πουλήσει πολλές χιλιάδες αντίτυπα, έχει κάνει παγκόσμιες περιοδείες και συνεργασίες με σπουδαίους μουσικούς και το κυριότερο για την ίδια, έχει βγάλει χρήματα κι έχει καταφέρει να κάνει επιτέλους το όνειρό της πραγματικότητα. Να φτιάξει ένα δικό της σπίτι στην πατρίδα της, στο Πράσινο Ακρωτήρι.
Και πώς να μην είναι αυτή η πιο βαθιά επιθυμία της, αφού μεγάλωσε και έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της μέσα σε συνθήκες αδιανόητης φτώχιας. Ας μην ξεχνάμε, πως στη δισκογραφία μπήκε μόλις στα 47 της. Κι όπως αναφέρει στο ντοκιμαντέρ ένας συνεργάτης της, ακριβώς επειδή τα χρήματα και η δόξα ήρθαν τόσο αργά στη ζωή της, δεν διαβρώθηκε η προσωπικότητά της. Το μόνο που άλλαξε, ήταν η σχέση της με τα υλικά αγαθά.
Η στήριξη του José da SilvaΗ αγάπη και η φροντίδα του José da Silva, του ανθρώπου που ανακάλυψε τη φωνή της, ενώ εκείνη τραγουδούσε σε ένα μαγαζί στην Πορτογαλία, είναι σχεδόν συγκινητική, όταν ακούγεται να λέει: «Ο πρωταρχικός μου στόχος ήταν να τη βγάλω από εκεί [από το ετοιμόρροπο σπίτι της]. Συχνά αναρωτιέμαι πώς ήταν εφικτή η επιτυχία για μια γυναίκα μαύρη και ξυπόλητη, στην εμμονική με τη νεότητα και την ομορφιά μουσική βιομηχανία.»
Οι πρώτες προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες. «Χτυπούσα τις πόρτες σε δισκογραφικές, οι περισσότερες από τις οποίες όταν άκουγαν τη φωνή της, έλεγαν ότι είναι εκπληκτική. Όταν όμως έβλεπαν τη φωτογραφία της, μου έλεγαν «αποκλείεται». Κάποιος, μάλιστα, μου έδειξε τη φωτογραφία μιας ξανθιάς καλλονής και μου είπε «αυτό θέλει ο κόσμος». Απάντησα πως όχι, εγώ με τη φωνή της Cesária θα κάνω τον κόσμο να κλαίει.»
Και πράγματι, ο da Silva δικαιώθηκε με την κυκλοφορία του δίσκου Mar Azul το 1991, που απογείωσε την καριέρα της, ενώ την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το θρυλικό πλέον άλμπουμ Miss Perfumado, που πούλησε πάνω από 300.000 αντίτυπα παγκοσμίως και περιελάμβανε το αγαπημένο και στη χώρα μας, Sodade. Η Cesária ήταν 51 ετών.
Η φράση αυτή, από τα χείλη μιας παιδικής φίλης της Cesária, αποτυπώνει τη μοίρα όλων όσων το ξεχωριστό χάρισμα δεν γίνεται αντιληπτό από το περιβάλλον τους. Εκείνων που χρειάστηκε να φύγουν, ή η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να αναγνωριστούν έξω από την πατρίδα τους.
Το κορίτσι που τραγουδούσε παρέα με τον πατέρα του ο οποίος έπαιζε κιθάρα, που μπήκε σε ορφανοτροφείο γιατί η οικογένειά του δεν μπορούσε να το θρέψει, που βίωσε το ρατσισμό λόγω της φτώχιας του, στην έντονα ταξικά διαχωρισμένη κοινωνία του Πράσινου Ακρωτηρίου της δεκαετίας του ’40 και του ’50, είχε να αντιμετωπίσει και την απαξίωση από την ίδια την πατρίδα του.
Κι όμως, η Cesária Évora, όπως φαίνεται από τις αφηγήσεις της κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, λάτρευε τον τόπο της, παρά τη σκληρότητα της ζωής της εκεί και τον δόξασε παγκοσμίως. Έγινε η πρέσβειρά του και έστρωσε το δρόμο σε όλους τους μουσικούς που ακολούθησαν τα βήματά της, στους ρυθμούς της Morna και της Coladeira.
Παράλληλα, σύμφωνα με παιδική της φίλη, η Cesária υπήρξε «μια ελεύθερη γυναίκα, που έκανε πάντα αυτό που εκείνη ήθελε, ήταν μπροστά από την εποχή της», ενώ εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι σημείο αναφοράς στο Πράσινο Ακρωτήρι, σε ζητήματα σχετικά με τα έμφυλα στερεότυπα και τα δικαιώματα των γυναικών, όπως συμπληρώνει η εγγονή της:
«Η γιαγιά μου κατέρριψε όλα τα εμπόδια που είχαν επιβληθεί στις γυναίκες της εποχής της. Η ελευθερία της ήταν μια πραγματική πράξη εξέγερσης. Χωρίς να γνωρίζει την έκφραση «γυναικεία ενδυνάμωση» και χωρίς αυτός ο αγώνας να είναι στην ατζέντα της, υπερασπιζόταν πάντα τα δικαιώματα των γυναικών μέσω του τρόπου ζωής της».