Συν & Πλην: «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» στο Θέατρο 104
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη που ανεβαίνει στο Θέατρο 104.
Η πρώτη εμφάνιση του Χρόνη Μίσσιου στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1985, με τρόπο θριαμβευτικό. Και παρότι η πορεία του ήταν ένα ατελείωτο μπες – βγες φυλακίσεων, εξοριών και βασανιστηρίων, η φωνή του έμοιαζε να ηχεί δυνατή κι αλύγιστη μέσα από όλα τα τραυματικά βιώματα που ρούφηξαν, κοντά 30 χρόνια από τη ζωή του, ως πολιτικός κρατούμενος, ως Κομμουνιστής.
Δώδεκα χρόνια μετά την οριστική του απελευθέρωση – ύστερα από ‘αμνηστία’ που έδωσε ο Δικτάτορας Παπαδόπουλος, ο Μίσσιος εκδίδει ένα αυτοβιογραφικό χρονικό, τα απομνημονεύματα του, τρόπον τινά: Από το 1947, οπότε συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων σε ηλικία μόλις 16 ετών μέχρι την αποφυλάκιση του από τον Κορυδαλλό το 1973, όπου είχε καταδικαστεί, αυτή τη φορά, σε κάθειρξη 18 ετών από την Χούντα. Μεσολάβησε μια χάρη που του έσωσε μεν τη ζωή, αλλά τον κράτησε στην φυλακή έως το 1953 και – πριν προλάβει να πάρει ανάσα – αναγκάστηκε να εκτελέσει τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο. Σχεδόν 10 χρόνια μετά, ελεύθερος πια, συνδράμει την Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και, κατά την επιβολή της Δικτατορίας, οργανώνεται μαζί με άλλους του κινήματος στο Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο. «Ό,τι και να γίνει θα παραμείνω άνθρωπος» ψελλίζει ο Χρόνης Μίσσιος, μη χάνοντας την πίστη του στη ζωή. Αλλά, παρόλα αυτά, απορεί με την «ανθρώπινη ποιότητά μας, την ανθρώπινη πορεία μας» κάνοντας μια τολμηρή κριτική και στο χώρο της Αριστεράς για την εξέλιξη του.
Το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» σηματοδότησε το ντεμπούτο του στα Ελληνικά Γράμματα που διαβάστηκε όσο λίγα ελληνικά βιβλία στην δεκαετία του ’80 και, όπως αναμενόταν, δέχθηκε οξεία κριτική ως προς το πολιτικό του περιεχόμενο. Ακολούθησαν κι άλλες συγγραφικές του απόπειρες – ανάμεσα τους τα «Χαμογέλα ρε… τι σου ζητάνε» το 1988 και «Τα κεραμίδια στάζουν» το 1991. Και εκεί συναντούσε κανείς την ζωντάνια της και την λυρικότητα της γραφής από έναν άνθρωπο που, σημειωτέον, έμαθε να διαβάζει μα και γράφει μέσα στη φυλακή.
Στην παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη (εδώ σε συνεργασία με την Μυρτώ Αθανασοπούλου για την δραματουργική επεξεργασία) το βάρος δίνεται στις εμφυλιακές και μετεμφυλιακές εμπειρίες του Μίσσιου, με σεβασμό στο πρόσωπο, στα γεγονότα και στη συλλογική μνήμη.
Ξεκινώντας από μια καλοδουλεμένη θεατρική διασκευή του βιβλίου – μνημείο στην εμφυλιακή και μετεμφυλιακή βία, η Σοφία Καραγιάννη παραδίδει ένα παράδειγμα σκηνοθεσίας του πως με λίγα μέσα αλλά υψηλό ερμηνευτικό παλμό χτίζεται μια δυνατή σκηνική στιγμή. Υπολογίζει, τα μέγιστα, και στους τέσσερις ερμηνευτές της.
Τα Συν (+) Η θεατροποίηση του έργουΤα πολυδιαβασμένα βιβλία και δη με την ιστορική και πολιτική βαρύτητα του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» προϋποθέτουν μια απαιτητική εργασία για τη μεταφορά τους στη σκηνή. Η σκηνοθέτιδα Σοφία Καραγιάννη σε συνεργασία με την Μυρτώ Αθανασοπούλου στην δραματουργική επεξεργασία, φροντίζουν ώστε το κείμενο να αποκτήσει μια θεατρικότητα, χωρίς από την άλλη να εξορίσει την λαϊκή, σκληρή και ωμή γλώσσα του συγγραφέα του. Δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στα 20 πρώτα πέτρινα χρόνια των περιπετειών του Μίσσιου, η διασκευή του έργου επιτυγχάνει να συνδιαλλαγεί με το κρίσιμο ερώτημα τί ονομάζουμε σήμερα «πράξη αντίστασης» σε μια εποχή που μοιάζει να έχει αποκηρύξει τον ιδεολογικό κόσμο.
Η σκηνοθεσίαΜε δημιουργική φαντασία, αλλά χωρίς να καταφεύγει σε σκηνοθετισμούς, η δουλειά της Σοφίας Καραγιάννη ρίχνεται μέσα στη φωτιά του κειμένου. Στήνει ένα στενό σκηνοθετικό σχήμα, σκοτεινό, βαρύ και κλειστοφοβικό όσο και το συναίσθημα που αναδύεται από το βιβλίο. Παρακολουθεί την αφήγηση, αποφεύγοντας την ρεαλιστική καταγραφή· αντίθετα παραπέμπει σε άφθονους συμβολισμούς κι εδώ βοηθάει η συνεργασία με την σκηνογραφία της Γεωργίας Μπούρδα. Την ίδια ώρα, σε άμεση συνομιλία με την χορογράφο Μαργαρίτα Τρίκκα ενθαρρύνει σωματικά φλεγόμενες ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της, αναδεικνύοντας το λόγο και την βαρύνουσα προσωπική μαρτυρία του.
Οι ερμηνείεςΣε μια αφήγηση όπου «όλα είναι μελλοθάνατα», όπως προαναγγέλλει ο Χρόνης Μίσσιος, όπου η πλοκή στροβιλίζεται ανελέητα γύρω από την ανελευθερία, την ανείπωτη σωματική βία, την ψυχική και πνευματική κακοποίηση, τον διαρκή φόβο του θανάτου – καταστάσεις που σπρώχνουν τον άνθρωπο στην τρέλα – γίνεται αντιληπτό ποια κλίμακα ερμηνευτικής έντασης πρέπει να κατακτηθεί. Κι εδώ, οι τέσσερις ηθοποιοί της παράστασης – Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος – παίζουν σαν να φέρουν το βάρος του αληθινού βιώματος στην πλάτη. Αφενός σε ένα στενό μεταξύ τους σκηνικό δεσμό – στα όρια της χορικότητας. Και αφετέρου ανταποκρινόμενοι σε μια διαρκή πρόκληση εναλλαγής ρόλων: Εκτός από τον Ιωσηφίδη που αναλαμβάνει την αφήγηση του Μίσσιου, οι τρεις υπόλοιποι ερμηνευτές περνούν κυκλικά από ρόλους θυτών και θυμάτων, δήμιων και κρατουμένων, δεξιών και κομμουνιστών, χαφιέδων και αγωνιστών. Κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες της Καραγιάννη αλλά και την κινησιολογική διδασκαλία της Μαργαρίτας Τρίκκα οργανώνονται σε ένα πολύ ενδιαφέρον σύστημα, όπου η δραματοποίηση εμπλουτίζεται από σωματικό σφρίγος, αλλά και ο λόγος του Μίσσιου ακούγεται καθαρός και καίριος.
Το στρωμένο, με φαγητό, τραπέζι της σκηνογράφου Γεωργίας Μπούρδα αναδεικνύεται σε μια λιτή αλλά πολύ έξυπνη σκηνογραφική ιδέα. Με έναν τρόπο παραπέμπει στον ιστορικό χώρο, στον εθνικό χώρο και στον χώρο μνήμης, στον οποίο όλοι είμαστε συνδαιτημόνες – άρα αποκτά και πολλαπλό συμβολικό χαρακτήρα. Την ίδια ώρα, επιβάλλει στους ερμηνευτές να κινούνται στη φορά ενός ρολογιού, συμβάλλοντας έτσι στην χρονολογική αφήγηση της Ιστορίας. Και τέλος, το στρωμένο τραπέζι λειτουργεί ως μνημείο συμφιλίωσης, κάτι που με έναν τρόπο επιχειρεί και το έργο του Μίσσιου, αφού πάνω από όλα τοποθετεί την δίψα του ανθρώπου να ζήσει «αν και κοιμάται αβέρτα με τον θάνατο στην τσέπη».
Τα Πλην (-) Ο δυσανάλογος χώρος για τη συγκεκριμένη συνθήκηΦιλόξενη για πολλές και καλές παραγωγές μικρής κλίμακας τώρα και στο παρελθόν, η πάνω σκηνή του 104 μοιάζει να περιορίζει τον ορίζοντα του σκηνικού που έχει σχεδιάσει η Γεωργία Μπούρδα και συνάμα να ακρωτηριάζει τον κινησιολογικό σχεδιασμό της Μαργαρίτας Τρίκκα. Μια, μεγαλύτερης έκτασης, σκηνή θα ήταν ευεργετικότερη για το ανέβασμα.
Η τεχνική απόδοση της ηχογραφημένης μουσικής – πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Μάνου Αντωνιάδη – δεν έχει την ποιότητα που θα έπρεπε και σίγουρα δεν αναδεικνύει την προσπάθεια.
Το άθροισμα (=)Υποδειγματικό εγχείρημα θεατροποίησης ενός εμβληματικού βιβλίου με πολιτική βαρύτητα που ευτυχεί και ερμηνευτικά.