Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Όλα όσα μάς άρεσαν (+) “Πεταλούδες στο στομάχι”: Ένα μουσικοθεατρικό πολυμεσικό σχόλιο για τον έρωτα σήμερα, από τον Κωνσταντίνο ΡήγοΣάββατο 7 παρά και βρίσκω εύκολα να παρκάρω στον Νέο Κόσμο καθώς η πόλη έχει αδειάσει – λογικό, τριήμερο γαρ. Σκεφτόμουν μέρες τώρα πως ήθελα πολύ να δω το νέο αυτό εγχείρημα του Κωνσταντίνου Ρήγου που μπλέκει το θέατρο, τη μουσική, τον χορό, τα νέα μέσα και τα social media σε μία παράσταση. Η παράσταση ξεκινάει και γενιές που μου είναι γνώριμες, γενιές που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια ψηφιοποιημένη εποχή, γενιές που ζουν με/και μέσα από τα social media, που μέσα από οθόνες βιώνουν την καθημερινότητα και κάθε συναίσθημα που προκύπτει μέσα από αυτή. Και τι γίνεται με αυτές τις γενιές; Βιώνουν πραγματικά τον έρωτα; Είναι καταδικασμένες να ζουν έτσι, αφού η τεχνολογική εξέλιξη βαδίζει με γοργούς ρυθμούς προς το μέλλον; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που επιχειρεί να απαντήσει η νέα ψυχεδελική performance του Κωνσταντίνου Ρήγου.
Πρωταγωνιστής της ιστορίας μας ο Ρ. Α. Δηλώνει πανσέξουαλ και insta-ποιητής, επικοινωνεί με όλα τα μοντέρνα μέσα, διασκεδάζει ξέφρενα σε πάρτι, ποστάρει συνεχώς και τα πάντα, αναζητεί την προσοχή και την αποδοχή, καταθλίβεται όταν δεν τις βρίσκει, ερωτοτροπεί ακατάπαυστα, έχει απόλυτη ανάγκη από αγάπη, τρελαίνεται από την έλλειψή της, ερωτεύεται, πληγώνεται, και πάλι από την αρχή, ξανά και ξανά μέχρι να γνωρίσει τη Μόλι, που τον εθίζει σαν θανατηφόρο ναρκωτικό. Γύρω τους κι άλλοι άνθρωποι, όλοι τους διαφορετικοί, εκπρόσωποι γενεών με δικές τους προσωπικές ιστορίες, βιώνουν συναισθήματα παράλληλα με τον Ρ. Α. και την ίδια στιγμή γίνονται παρατηρητές αλλά και σχολιαστές των δικών του.
Ενδιαφέρον το κείμενο της Έρις Κύργια με τη μορφή “σχολίου” για την εποχή και δυνατά μηνύματα μέσα από τσιτάτα, που μπορεί να αντιληφθεί καθένας από εμάς τους θεατές, που κι εμείς με τη σειρά μας εκπροσωπούμε διαφορετικές γενιές. Αν κάτι ξεχώρισα περισσότερο ήταν η σύγχρονη οπτική της όλης παράστασης, αλλά και η όλη αισθητική μέσα από τον υπέροχο σκηνικό χώρο – δημιουργία του ίδιου του Ρήγου – η σύμπραξη των βίντεο με την σκηνική δράση, η μουσική και φυσικά η εξαιρετική κινησιολογία των Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου και Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου. Παρ’ όλα αυτά και οι υπόλοιποι performers (Κλέλια Ανδριολάτου,Ίντρα Κέιν, Δωροθέα Μερκούρη και Κωνσταντίνος Μπιμπής) ήταν εξίσου καταπληκτικοί, ειδικά στους μονολόγους τους.
Ευδοκία Βαζούκη
Μια πολυσυζητημένη πολεμική ταινία γερμανικής παραγωγής στο Netflix που μέσα από τον ρεαλιστικό φακό του Edward Berger καταγράφει το οδοιπορικό νέων στρατιωτών προς τον πόλεμο του 1917 μέσα από τη ζούγκλα του πολέμου στα ετοιμόρροπα χαρακώματα και την ευρηματική κινητήριο δύναμη της ταινίας που δεν είναι άλλη από την αντίστροφη μέτρηση για τη λήξη του πολέμου.
Τα 7 BAFTA μερικά εκ των οποίων καλύτερου σεναρίου, ταινίας, σκηνοθεσίας επιβραβεύουν το όλο εγχείρημα της ταινίας, που παίρνει το ρίσκο να πει μια ιστορία μάταιη αλλά αληθοφανή, με πρωταγωνιστή τον πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό Felix Kammerer που κάθε λεπτό με την ερμηνεία του επιτυγχάνει τη σύνδεση με τον χαρακτήρα του χωρίς να μοιάζει ακέραιος συνολικά στη πλοκή. Πρόκειται για μια ταινία συνεκτική και ώριμη, που σταδιακά αποκτά ρυθμό και που μέσα από την ωμότητα της εχθροπραξίας, την συντριβή της απώλειας, την ύστατη ανθρωπιά καταλήγει στην ψευδαίσθηση των επιλογών. Κανένας δεν μπορεί να σταματήσει το ρολόι και κάθε δευτερόλεπτο που περνά αφήνει τον κρότο της ανθρώπινης αποτυχίας. Η σύμβαση, η διαπραγμάτευση, το κομμάτι της ηγεσίας παραμένει παρασκηνιακό και ίσως μη ικανοποιητικό στη ταινία στο σύνολό της, ωστόσο εν τέλει η ταινία διαφοροποιείται από αντίστοιχες (1917, Δουνκέρκη) και προσφέρει μια κινηματογραφική εμπειρία εμβυθιστική και έντονη, σίγουρα στη λίστα με τα must-see.
Λίνα Ρόκα
Είναι Κυριακή πρωί και αναμένω να περάσει η ώρα για να αναχωρήσω προς το Θέατρο του Νέου Κόσμου και να παρακολουθήσω την παράσταση για την οποία έχω ακούσει και διαβάσει πολλά. Συνήθως, δεν μου αρέσει να εντρυφώ στην πλοκή μίας παράστασης πριν τη δω, ή να διαβάζω κριτικές για τις ερμηνείες των ηθοποιών και τη σκηνοθεσία, οπότε κατέφθασα στο θέατρο έχοντας στο μυαλό μου το δεδομένο, ότι πρόκειται για ένα σκληρό, συγκινητικό με έντονες ψυχικές διακυμάνσεις έργο – το μια «Μια άλλη Θήβα» του συγγραφέα Σέρχιο Μπλάνκο, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Οι πρωταγωνιστές – Δημήτρης Καπουράνης και Θάνος Λέκκας – επιτυγχάνουν από τα πρώτα λεπτά της παράστασης να σε εντάξουν σε ένα πλαίσιο όπου συγχέεται η μυθοπλασία με την πραγματικότητα παρουσιάζοντας μία ιστορία πατροκτονίας που θίγει θέματα πατριαρχίας, ψυχικών διαταραχών, δικαιοσύνης, ακόμη και αγάπης. Έχοντας ως αναφορά την αρχετυπική πατροκτονία που διέπραξε ο Οιδίποδας, η ιστορία ξετυλίγεται από τις συναντήσεις ενός συγγραφέα με τον καταδικασμένο σε ισόβια για πατροκτονία Μάρτιν στη φυλακή, με στόχο την συγγραφή ενός έργου και εντέλει την παρουσίαση του στο θέατρο με ερμηνευτές τον ίδιο τον πατροκτόνο και τον συγγραφέα. Η εξαιρετική σκηνική προσέγγιση του σκηνοθέτη που προσομοιάζει το συρματόπλεγμα του γηπέδου μπάσκετ με τη φυλακή που βιώνει ο «θύτης» σε συνδυασμό με τις κάμερες ασφαλείας από τις οποίες οι φρουροί επιβλέπουν τα πάντα σε κάνουν να συναισθάνεσαι τον εγκλεισμό του πρωταγωνιστή και σε συγκινούν συμπληρωματικά με την εμβληματική – κατ’ εμέ – ερμηνεία του Δημήτρη Καπουράνη που ενσαρκώνει δύο ρόλους – τον ίδιο τον πατροκτόνο και τον Φεδερίκο, τον ηθοποιό που θα ερμηνεύσει εντέλει το ρόλο του πατροκτόνου στο θέατρο. Μια παράσταση αινιγματική, που σε κάνει να αναρωτιέσαι τελικά ποιος είναι ο πραγματικός δολοφόνος. Τη συστήνω ανεπιφύλακτα.
Ναταλία Βουρλιωτάκη
Έχουν περάσει δύο μήνες από την ημέρα που οι σπουδαστές και εργαζόμενοι στον χώρο του πολιτισμού δέχτηκαν “επίθεση” από το αιφνιδιαστικό Προεδρικό Διάταγμα 85/2022, που σχεδόν “μηδενίζει” τις σπουδές τους. Από τότε, οι καλλιτέχνες, σπουδαστές και εργαζόμενοι, δεν έχουν σταματήσει να αγωνίζονται για την απόσυρσή του διατάγματος, αλλά και για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, που διαχρονικά καταπατούνται. Σε αυτόν τον αγώνα βρισκόμαστε δίπλα τους όλοι όσοι βλέπουμε την τέχνη ως λειτούργημα και όχι ως χόμπι. «Μαζί και δυνατοί» βρεθήκαμε και την περασμένη Δευτέρα 20/2 στην πλατεία Δικαιοσύνης (Σανταρόζα), απέναντι από το υπό κατάληψη «Ρεξ» του Εθνικού Θεάτρου στη μεγάλη συναυλία που διοργάνωσαν ο Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος (ΠΜΣ) και το Πανελλήνιο Σωματείο Ελλήνων Τραγουδιστών (ΠΣΕΤ) – και αυτό που αντίκρισα ήταν πραγματικά μοναδικό: Ο κόσμος να γίνεται “ένα” με τους μουσικούς, που βρέθηκαν εκεί, όλοι με τον ίδιο διττό σκοπό: τη στήριξη του δίκαιου αγώνα των καλλιτεχνών, αλλά και την αλληλεγγύη στον σεισμόπληκτο λαό της Τουρκίας και της Συρίας. Οι τραγουδιστές που συμμετείχαν στην συναυλία ήταν πολλοί – εγώ πρόλαβα να ακούσω μεταξύ άλλων τον Μανώλη Φάμελλο, τον Εισβολέα, τον Κώστα Τριανταφυλλίδη, τους Babo Koro, τους Κοινούς Θνητούς, τους Κυνηγούς Ονείρων, τους Μουσικούς του Κουτιού, τους Υπεραστικούς. Εννοείται ότι κατά τη διάρκεια της συναυλίας, γινόταν συλλογή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, κάτι που είχε επικοινωνηθεί κατά την ανακοίνωση της συναυλίας, επομένως οι περισσότεροι είχαμε πάει προετοιμασμένοι.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Είχα καιρό να αισθανθώ τέτοιον ενθουσιασμό με τηλεοπτική σειρά όσο αισθάνθηκα με την ιρλανδική μαύρη κωμωδία «Bad Sisters» της Apple TV+. Βασισμένο στην βελγική σειρά με τίτλο «Clan», το «Bad Sisters» αφηγείται την ιστορία τεσσάρων αδερφών, της Eva, της Bibi, της Ursula και της Becka, οι οποίες έχοντας φτάσει στο «αμήν» αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να σώσουν οι ίδιες την πέμπτη αδερφή τους, Grace, και την ανιψιά τους, Blanaid, από τον κακοποιητή σύζυγο και πατέρα John Paul, καταστρώνοντας διάφορα σχέδια δολοφονίας. Η Grace είναι μια χρόνια -περισσότερο ψυχολογικά παρά σωματικά- κακοποιημένη γυναίκα. Ζει με έναν σκληρό, νάρκισσο και χειριστικό σύζυγο που τη μειώνει σε κάθε ευκαιρία, που προσπαθεί να την απομακρύνει από τις αδερφές της, να την κλείσει στο σπίτι, που την έχει κάνει να πιστεύει πως δεν είναι ικανή σύζυγος και μητέρα, που επιβάλει τις πατριαρχικές, πουριτανικές, μισογυνίστικες απόψεις του στο ίδιο τους το παιδί, που θέλει να ελέγχει τα πάντα, που γίνεται επικίνδυνος και απειλητικός τόσο όσο να μην πληρώσει κάποιο τίμημα. Τα «σημάδια» της κακοποίησης της ορατά μόνο σε εκείνους που την ξέρουν καλά, τις ίδιες της αδερφές της, οι οποίες παρακολουθούν τη Grace με τα χρόνια να «συρρικνώνεται» σε ένα «φάντασμα» του παλιού της εαυτού. Ενώ και εκείνες πέφτουν θύματα της βάναυσης συμπεριφοράς του γαμπρού τους, ο οποίος με «διακριτά» μέσα προσπαθεί να βάλει «τρικλοποδιές» στις ζωές τους για να καταστρέψει οτιδήποτε καλό.
Ότι ο John Paul είναι νεκρός το ξέρουμε ήδη από τις πρώτες σκηνές του πρώτου επεισοδίου. Ο θάνατος του, ωστόσο, αποτελεί ένα μυστήριο προς διαλεύκανση από δύο αδέρφια που αδυνατούν να πληρώσουν την ασφάλεια ζωής του. Μέχρι το τέλος δεν γνωρίζουμε ποιος το έκανε τελικά και με ποιον τρόπο ακριβώς. Το μυστήριο αυτό διαπλέκεται με αναδρομές στο τραυματικό παρελθόν των πέντε γυναικών, αποκαλύψεις, ανατροπές, αγωνία και σασπένς που κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Με όχημα τη μαύρη κωμωδία η σειρά αποτελεί ένα αιχμηρό και εύστοχο σχόλιο πάνω στην κακοποίηση και το συνεχές τραύμα που βιώνουν οι γυναίκες στα χέρια των κακοποιητών τους, χωρίς να «εκβιάζει» το συναίσθημα, ισορροπώντας ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό δεξιοτεχνικά. Άλλοτε γίνεται αστεία, άλλοτε τρομακτική, άλλοτε τρυφερή, καυστική, οδυνηρή, κυνική, μυστηριώδης, αναπολογητικά ειλικρινής και πάνω από όλα τολμηρή στην χωρίς περιστροφές πεποίθηση της πως η μόνη εφικτή λύση γι’ αυτές τις γυναίκες είναι ο φόνος. Δεν θέλει να καταδικάσεις τις πράξεις τους, δεν θέλει να αισθανθείς συμπόνια για τον John Paul. Θέλει να αισθανθείς ανακούφιση, ακόμη και να βιώσεις την κάθαρση με τον θάνατο του. Μπορεί να διαφωνεί κανείς με κάτι τέτοιο, δεν μπορεί όμως να μη σκεφτεί πόσο αβοήθητο, μόνο και «εγκλωβισμένο» αισθάνεται ένα θύμα κακοποίησης στις μέρες μας, πόσο δύσκολο είναι να γίνει πιστευτό, να λάβει την απαραίτητη στήριξη και προστασία που χρειάζεται για να γλιτώσει. Πόσο συχνά «ξαναζεί» το τραύμα και την κακοποίηση στην προσπάθεια του να αποζητήσει δικαιοσύνη, πόσο συχνά ακούει πως «κάπου πρέπει να έφταιξε το ίδιο», πως ο θύτης «δεν είχε δώσει δικαιώματα», πως το ίδιο το θύμα «τα ήθελε και τα έπαθε», πως «δεν χαλάνε έτσι εύκολα οι οικογένειες», «τι φόραγε, τι έπινε, με ποιους έβγαινε» και τόσα πολλά ακόμα. Πάνω από όλα πόσο δύσκολο είναι να παραδεχτεί και να αναγνωρίσει πως χρειάζεται βοήθεια. Στα συν και οι εξαιρετικές ερμηνείες των Sharon Horgan, Anne-Marie Duff, Claes Bang, Eva Birthistle και Sarah Greene, τα όμορφα τοπία της Ιρλανδίας, η προσεγμένη δουλειά της αποκλειστικά γυναικείας σκηνοθετικής ομάδας.
Αριστούλα Ζαχαρίου