Την περασμένη εβδομάδα συναντήθηκα με τον Ιωακείμ Ιωακειμίδη, έναν νέο ηθοποιό, που μόλις στα 23 του γράφει, σκηνοθετεί και παίζει στη δική του παράσταση με τίτλο «Μια Ζωή – Η Μαρτυρία Δύο Παιδιών». Το κλίμα ήταν τέτοιο που η κουβέντα μας -γιατί ποτέ δεν θύμισε συνέντευξη- συμπεριέλαβε πολλούς από τους καλλιτεχνικούς σταθμούς που έχει περάσει έως σήμερα -μουσική, υποκριτική, show μεταμφιέσεων, συγγραφή. Μέσα από τη ζεστή του φιλοξενία, το γλυκό χαμόγελο που ποτέ δεν αποχωρίζεται και τις αυθεντικές, ειλικρινείς απαντήσεις του, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα τον ίδιο και την ματιά του πάνω στην Τέχνη.
Μεγάλο μέρος της κουβέντας μας αφορούσε, φυσικά, τη νέα του παράσταση «Μια Ζωή – Η Μαρτυρία Δύο Παιδιών» – από την έμπνευση, την υλοποίηση μέχρι και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μέχρι να την ανεβάσει στο Studio Κυψέλης, ενώ δεν παραλείψαμε να αναφερθούμε στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών με αφορμή το επίμαχο ΠΔ 85.
Ξεκίνησα από πολύ μικρός να κάνω τις δικές μου παραγωγές, να γράφω τις δικές μου παραστάσεις γύρω στα 13-14. Βέβαια, το μικρόβιο το πήρα από το δημοτικό, από τη μαμά μου, συνταξιούχος δασκάλα τώρα, την οποία την είχα τότε στο σχολείο και ήταν η μόνη που έκανε, ας πούμε, το μάθημα της ιστορίας με τεράστιο ενδιαφέρον, δραματοποιημένο, σήκωνε τα παιδιά πάνω να παίξουν τους ρόλους κι από εκεί μου μπήκε το μικρόβιο του θεάτρου και της τέχνης γενικά. Στο δημοτικό πήγαινα χρόνια και σε ωδείο…
Πιάνο, αρμόνιο, κιθάρα. Μετά πήγα γυμνάσιο και λύκειο σε μουσικό σχολείο, στην Κομοτηνή όπου μεγάλωσα, οπότε ολοκληρώθηκε αυτός ο μουσικός κύκλος γιατί είχαμε και υποχρεωτικά μαθήματα, όπως πιάνο και ταμπουρά και έπαιζα και βιολοντσέλο.
Εννοείται, τις περισσότερες παραστάσεις τις διοργάνωνα επειδή οι άλλοι έλεγαν «Πού να οργανώνουμε τώρα μιούζικαλ», ενώ είχαμε ολόκληρη τζαζ ορχήστρα στο σχολείο. Ή έλεγαν «Ποιος θα κάτσει τώρα να μεταφράσει ένα ολόκληρο μιούζικαλ από την αρχή» και έλεγα «Θέλω εγώ» κι από εκεί μου προέκυψε και όλο το κομμάτι της συγγραφής. Και το συγγραφικό, πέρα από το θέατρο και τη μουσική, είναι ένα κομμάτι που έχω αρχίσει και το σκέφτομαι, γιατί νομίζω ότι είναι κάτι που με αφορά.
Τελειώνοντας το λύκειο, αποφάσισες ότι θα σπουδάσεις υποκριτική;Λίγο αυτόματα. Ποτέ δεν είπα ότι θα πάω να σπουδάσω υποκριτική ή μουσική ή κάτι καλλιτεχνικό, ήταν κάπως αυτονόητο ότι με κάτι τέτοιο θα ασχοληθώ, δεν υπήρχε περίπτωση για κάτι άλλο. Ήμουν τυχερός γιατί από τα 16 μου κάποιοι χώροι στην πόλη, ανοιχτοί προς το κοινό, πέρα από το σχολικό περιβάλλον, με εμπιστεύτηκαν για να παρουσιάσω δουλειές μου και στο κοινό της πόλης. Οπότε από τα 16-17 βγήκα κατά κάποιο τρόπο επαγγελματικά έξω εντελώς στο ευρύ κοινό. Κι έτσι, όταν ήρθε η ώρα των πανελληνίων, είπα εγώ δεν θα δώσω πανελλήνιες και οι γονείς μου μού είπαν εάν ξέρεις πού θέλεις να πας, κανένα πρόβλημα. Κι όσο οι άλλοι έκαναν φροντιστήρια, εγώ μάζευα λεφτά και άρχισα να κάνω φροντιστήρια πάνω σε αυτό που με αφορά. Για παράδειγμα, εφόσον έκανα τότε ένα one man show, μάθαινα να κάνω καλύτερα τα κοστούμια, τις περούκες, το μακιγιάζ, δηλαδή ένα φροντιστήριο σε αυτό που με αφορά.
Και μετά ήρθες Αθήνα για σπουδές…Μου άρεσε ανέκαθεν να εμπλέκομαι σε πολλά, να παίρνω όσο γίνεται γνώσεις από περισσότερα πράγματα.
Ναι, ήμουν δύο χρόνια στη σχολή «Θοδωρής Πανάς / Σχολή Χορού Αθηνών» για μιούζικαλ, μουσικό θέατρο και μετά συνέχισα σε μια άλλη σχολή τόσο στο κομμάτι της υποκριτικής όσο και στο κομμάτι της σκηνοθεσίας και της θεατρικής γραφής. Μου άρεσε ανέκαθεν να εμπλέκομαι σε πολλά, να παίρνω όσο γίνεται γνώσεις από περισσότερα πράγματα. Έκανα, για παράδειγμα, κι ένα σεμινάριο πάνω στο μάρκετινγκ και τα social media αφού σκεφτόμουν ότι πουλάω τον εαυτό μου σαν προϊόν στον καλλιτεχνικό χώρο οπότε γιατί να μη μάθω πως να μανατζάρω και να προωθώ καλύτερα τον εαυτό μου.
Τα show μεταμφιέσεων πώς προέκυψαν; Τι σου τράβηξε το ενδιαφέρον για να ασχοληθείς με αυτά;Τα show προέκυψαν πολύ ξαφνικά. Έχω ένα πράγμα σαν άνθρωπος – που δεν ξέρω αν θα βγει σε καλό ή όχι, αλλά μέχρι στιγμής βγαίνει μόνο σε καλό. Βλέπω κάτι που με εντυπωσιάζει και λέω «Πολύ ωραία, θέλω να το κάνω κι εγώ», άσχετα με τη δυσκολία. Δεν εννοώ να το αντιγράψω αλλά εντυπωσιάζομαι για κάτι που μπορεί να συνδυάζει τόσες τέχνες μαζί. Για παράδειγμα, ερχόμουν μικρός στον Αθήνα κι έβλεπα μιούζικαλ κι έτσι μού γεννήθηκε η ανάγκη να κάνω και στο μουσικό σχολείο μου μιούζικαλ. Έτσι και με τα show. Είχα δει μια παράσταση του Τάκη Ζαχαράτου στην Κομοτηνή το 2014 και εντυπωσιάστηκα με την ταχύτητα που άλλαζε ρόλους και στην φωνή και στα κοστούμια και στις περούκες, σε συνδυασμό με τη ζωντανή μουσική. Είδα ένα είδος θεάτρου που, εκτός των μιούζικαλ, πάλι τα συνδυάζει όλα. Και δεν είχα ιδέα ούτε από περούκες, ούτε από μακιγιάζ, τίποτα απολύτως. Τελειώνει λοιπόν η παράσταση, όλο το κοινό ήταν εντυπωσιασμένο κι εγώ είπα πως του χρόνου θα κάνω ένα τέτοιο show. Γενικά όπου βλέπω δυσκολία μου αρέσει να τρέχω, έχω μια περιέργεια να δοκιμάζω πράγματα. Ας το δοκιμάσω, να το δω κι αν δεν πάει καλά, δεν πήγε! Βρήκα σε αυτό μια τέχνη, πολύ μαγική για εμένα και μια τέχνη που συμπεριλάμβανε μέσα όλες τις υπόλοιπες τέχνες που με αφορούν τόσο, τη μουσική, το τραγούδι, την σκηνοθεσία, την συγγραφή, τον φωτισμό, τη φωνή αλλά και το κοστούμι. Άρχισα, λοιπόν, κι αυτό να το δουλεύω χρόνο με τον χρόνο και να το εξελίσσω.
Εννοείται γιατί κάνεις πρόσωπα τα οποία υπάρχουν. Έχει τεράστια δυσκολία και με τα χρόνια που κι εγώ το άνοιξα, άρχισα να έχω σταθερούς συνεργάτες στα show μου, ανέβαιναν και επίπεδο και σαν κόστος παραγωγής και σαν θέαμα, οπότε άρχισαν να δουλεύουν και περισσότεροι άνθρωποι και να γίνεται πολύ πιο επαγγελματικό.
Ναι, καμιά δεκαριά πρέπει να ήταν μέσα στα χρόνια.
Στην Αθήνα;Όχι ακόμη αλλά ίσως να έρχεται η ώρα, το έχω λίγο ένα άγχος. Νομίζω πως και το κοινό εδώ, είναι ένα κοινό που μπορεί να υποστηρίξει αυτό το είδος.
Αυτή η παράσταση είχε πρωτοπαρουσιαστεί στην Κομοτηνή το 2019 και την έγραψα το 2017, όταν ήμουν 17 μισό. Όταν ήρθα Αθήνα προσπαθούσα, όλα τα χρόνια, σε συζητήσεις με παραγωγούς, με θέατρα, με τον εαυτό μου, να το φέρω εδώ. Πάλι καλά που έγινε φέτος, γιατί τώρα νιώθω πιο έτοιμος από ποτέ για να γίνει αυτό το βήμα. Φέτος λειτούργησε, ήρθε κάπως μόνο του και κούμπωσε.
Τι ανησυχίες είχες για να γράψεις ένα τέτοιο θεατρικό έργο ενώ ήσουν μόλις σχεδόν 17;Είχα και δικές μου ανησυχίες από διάφορα πράγματα του παρελθόντος, οπότε έχει το προσωπικό στοιχείο, αλλά τότε ήταν και τρομερά επίκαιρη η υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Ήταν κάτι που με είχε επηρεάσει πάρα πολύ και μου προέκυψε πολύ μεγάλη ανάγκη να γράψω κάτι για όλο αυτό. Σιγά-σιγά άρχισα να γράφω κάτι που στην αρχή ήθελα να το κάνω μονόλογο.
Ναι, ήταν για ένα παιδί σε ένα παγκάκι. Αλλά μετά, επειδή ας πούμε είμαι και του θεάματος και τότε δεν ήμουν τόσο του μίνιμαλ, ήθελα και σκηνικά και φώτα κι ένα σύνολο ανθρώπων, δεν ήθελα κάποιον μόνο του. Τώρα αν με ρωτάς, θέλω κάποιον μόνο του. Αλλά τότε έλεγα γιατί να είναι ένα παιδί μόνο του κι όλο αυτό το συναίσθημα που ένιωθε, που αισθανόταν παγιδευμένο, να μη το βάλω και κυριολεκτικά παγιδευμένο σε έναν χώρο; Έτσι δημιουργήθηκε η ιδέα για έναν άλλον χώρο, ένα υπόγειο που τα παιδιά αυτά είναι κλεισμένα. Μου ήρθαν και πράγματα σιγά -σιγά και για τον ρόλο της κοπέλας και άρχισα να τον χτίζω…
Μίλησέ μας λίγο για τη σχέση σου με την πρωταγωνίστρια, την Ελένη Αβραμιώτη.Όταν σκεφτόμουν ποια κοπέλα θα κάνει αυτόν τον ρόλο, σκεφτόμουν μήπως πω σε μια κοπέλα από τη σχολή ή σε κάποια άλλη ηθοποιό. Δεν ήξερα πώς να το πάω. Η κοπέλα που είχαμε κάνει την παράσταση στην Κομοτηνή δεν μπορούσε να έρθει. Κάποια μέρα είχα ένα ραντεβού σε ένα γραφείο παραγωγής, πριν αποφασίσω να κάνω την παραγωγή μόνος μου, και πετυχαίνω την Ελένη έξω από την πόρτα του γραφείου παραγωγής. Και για κάποιο λόγο, λέω «Ρε συ κάτι είναι τώρα αυτό». Και παρόλο που ήμασταν στην ίδια σχολή και ίδιο έτος, ήμασταν σε άλλα τμήματα και μόνο στο τελευταίο έτος γίναμε ένα τμήμα. Οπότε, ουσιαστικά, δεν την ήξερα! Την ήξερα μόλις ενάμισι μήνα. Και της λέω «Ελένη, άκου να δεις τι γίνεται. Έχω έρθει για ένα ραντεβού για μια παράσταση που θέλω να ανεβάσω, είναι αυτό κι αυτό και ταιριάζεις γάντι. Θέλεις να είσαι;». Εκείνη με κοιτάει τύπου «Τι μου λέει τώρα αυτός» αλλά για κάποιο περίεργο λόγο λέει «Ναι, βασικά θέλω». Ήταν, βέβαια, μέσα στα πρόσωπα που περνούσαν από το μυαλό μου γιατί ταίριαζε και σαν physique κι από το λίγο που είχα δει, είχα ψιλοκαταλάβει ότι θα της ταιριάξει αυτός ο ρόλος. Κι ένιωθα πολύ μεγάλη σιγουριά και για τη χημεία μας. Κάτι μου έκανε αυτή η τυχαία συνάντηση. Όταν τυχαίνουν κάτι τέτοια, τα ακολουθώ!
Πώς είναι ένας νέος καλλιτέχνης να ανεβάζει τη δική του παράσταση; Ποιες είναι οι δυσκολίες;Για τους έξω, τους γύρω, μπορεί να φαίνεται πολύ εντυπωσιακό ότι κάνεις μόνος σου παραγωγή και όλο αυτό από την αρχή. Είναι πολύ ωραίο να εκτιμάει κάποιος κάποιον που το σήκωσε όλο αυτό μόνος. Στο πρακτικό κομμάτι, είναι τρομερά δύσκολο! Είναι δύσκολο οικονομικά γιατί και καλά να πηγαίνει μια παράσταση, δεν έχεις κέρδος. Τα έξοδα είναι τρομερά πολλά για παραγωγή που σηκώνεις μόνος σου. Συνεργάζομαι βέβαια και με μια εταιρεία παραγωγής, την Art ‘n’ Soul Events της Αρετής Ρασσά από την Κομοτηνή, στο κομμάτι της διοργάνωσης της παραγωγής για πρακτικά θέματα. Είναι πολύ μεγάλο ρίσκο και η διαφορά με την Κομοτηνή και την Αθήνα όσον αφορά στα οικονομικά είναι τεράστια. Δηλαδή μια παραγωγή στην Αθήνα υπολογίζεται ότι έχει τα τριπλάσια έξοδα με το να ανέβαινε στην Κομοτηνή.
Το ενδεχόμενο να μην γίνει η παραγωγή από εσένα στην Αθήνα θα ήταν εφικτό; Πόσο εύκολα εμπιστεύονται ένα άτομο που δεν είναι ακόμη γνωστό;Όταν κάνεις παραγωγή μόνος, κοιτάς ο κόσμος να μη φύγει με τον ίδιο τρόπο που μπήκε αλλά να έχει πάρει τουλάχιστον κάτι.
Δεν εμπιστεύονται! Εν μέρει, ίσως το καταλαβαίνω αλλά από την άλλη δεν πρέπει κάποιος επιτέλους να δώσει μια ευκαιρία σε νέα παιδιά που προσπαθούν κάτι να ξεκινήσουν; Να πουν «Πάμε λίγο μαζί». Δεν υπάρχουν ούτε ευκαιρίες! Προσπαθούσα επί έξι χρόνια να βρω κάποιον να κάνουμε την παραγωγή μαζί στην Αθήνα και δεν πήγε καλά από πολλές απόψεις. Έτσι είπα να το κάνω μόνος για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο – που και στην Κομοτηνή δηλαδή το να κάνεις μια παραγωγή μόνος σου είναι πολύ μεγάλη ευθύνη και άγχος. Είναι τρομερά δύσκολο όταν πρέπει να μοιραστείς και τον καλλιτεχνικό σου ρόλο, ως ηθοποιός αλλά και τον ρόλο του παραγωγού. Δεν είναι εύκολα διαχωρίσιμο. Γενικά είναι πολύς ο κόσμος πλέον που κάνει δικές του παραγωγές και όλοι το κάνουμε επειδή αγαπάμε τόσο πολύ όλο αυτό γιατί κέρδος, δυστυχώς, δεν υπάρχει. Απλώς κοιτάς όταν κάνεις παραγωγή να έχεις τουλάχιστον ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, μια παράσταση με επίπεδο, που ο κόσμος θα φύγει προβληματισμένος ή χαρούμενος, ανάλογα το είδος αλλά να μη φύγουν με τον ίδιο τρόπο που μπήκαν, να έχουν πάρει τουλάχιστον κάτι. Παρόλα αυτά δεν παύει να είναι μια δουλειά που, ναι μεν βάζεις κάποια λεφτά, αλλά πρέπει να πάρεις και κάτι πίσω για να ζήσεις, πρακτικά.
Οπότε ξεκινήσατε στην Αθήνα με κάποιες παραστάσεις πριν τα Χριστούγεννα.Ναι, ξεκινήσαμε τον Νοέμβριο έως τέλη Δεκεμβρίου με 14 παραστάσεις. Μετά κάναμε και κάποιες στην Κομοτηνή. Τώρα γυρίζουμε πίσω στην Αθήνα και συζητάμε μήπως πάμε και λίγο Θεσσαλονίκη και γενικά βόρεια Ελλάδα.
Πώς ήταν η εμπειρία στην Αθήνα;Γινόμαστε όλοι μαζί μια οικογένεια, σε ένα μικρό θέατρο που τελικά είναι τόσο-όσο για αυτό το έργο.
Μου άρεσε, ήταν πολύ ωραία εμπειρία. Άλλο το κοινό της Αθήνας, είναι πολύ ενδιαφέρον. Στην Κομοτηνή όταν είχε ανέβει η παράσταση, έκλαιγε πολύς κόσμος από κάτω. Γενικά έχω στο μυαλό μου κάπως ότι στη βόρεια Ελλάδα οι άνθρωποι ίσως δείχνουν λίγο πιο εύκολα το συναίσθημα, αφήνονται πιο εύκολα και ήρθα εδώ με την απορία εάν κι εδώ θα το εισπράξουν έτσι. Και το εισέπραξαν! Υπήρχαν και παραστάσεις, ανάλογα και το κοινό, που ακούσαμε πολύ ωραία λόγια κι έφευγε πολύς κόσμος από το θέατρο πραγματικά χάλια. Αλλά από συγκίνηση, έλεγαν ότι τους άγγιξε, ότι προβληματίστηκαν. Γινόμαστε όλοι μαζί μια οικογένεια, σε ένα μικρό θέατρο που τελικά είναι τόσο-όσο για αυτό το έργο.
Το βιβλίο «Μια Ζωή -Το Ημερολόγιο Δύο Παιδιών» πώς προέκυψε;Ήμουν τον Αύγουστο που μας πέρασε στην Κομοτηνή και διάβαζα λόγια για τις παραστάσεις του Νοεμβρίου και σκέφτομαι «Γιατί αυτή η ιστορία αυτών των δύο παιδιών να μην έχει κι ένα παρελθόν;». Γιατί έκανα μια ανάλυση στους ρόλους, το παρελθόν τους και την φάση που βρίσκονται όταν ξεκινάει το έργο και σκέφτομαι ότι στο μυαλό μου είχα μεν ένα παρελθόν αλλά γιατί να μην εξελίξω περισσότερο το παρελθόν τους; Και πως μπορώ να το κάνω αυτό; Θα γράψω ένα βιβλίο! Μετά στο πιο πρακτικό κομμάτι, μίλησα με κάποιους εκδοτικούς οίκους, να μάθω τις διαδικασίες γιατί ήταν κάτι εντελώς έξω από εμένα. Μου είπαν και τρόμαξα λίγο! Και με τον εκδοτικό οίκο που τελικά έκλεισα, τον Παρατηρητή, όταν τους μίλησα, τους είπα ότι θα ήταν ωραίο αυτό το βιβλίο να μπορεί να πωλείται και στο θέατρο και στα βιβλιοπωλεία όσο παίζεται η παράσταση, ώστε να έχει και το κοινό μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Και μου είπαν πως πρέπει όντως να βγει το βιβλίο μαζί με την παράσταση. Έπρεπε έτσι να τους το παραδώσω τέλος Οκτωβρίου για να προλάβει να εκδοθεί. Εγώ δεν ήξερα πώς θα το γράψω το βιβλίο, σκεφτόμουν απλώς να δημιουργήσω ένα παρελθόν για τους ήρωες. Και πρώτη Σεπτέμβρη ξεκίνησα να γράφω και προέκυψε η ιδέα να το γράψω σε μορφή ημερολογίου που εναλλάξ μια έγραφε η κοπέλα και μια το αγόρι. Προέκυψε, έτσι, και μια προηγούμενη σχέση μεταξύ τους. Έβαλα μέσα κι ένα σημείο που είναι πολύ κομβικό για τη σχέση αυτών των δύο ανθρώπων, που είναι άγνωστοι αλλά και δεν είναι ταυτόχρονα. Παρ’ όλα αυτά, είναι κι ένα βιβλίο που μπορεί να σταθεί και μόνο του εντελώς. Κάποιος που διάβασε το βιβλίο αλλά δεν πρόλαβε να δει την παράσταση ή που είδε την παράσταση αλλά δεν διάβασε το βιβλίο, είναι καλυμμένος. Σε συνδυασμό είναι το πιο ιδανικό! Ουσιαστικά τα λόγια της τελευταίας σελίδας του βιβλίου είναι τα πρώτα λόγια στην πρώτη σκηνή της παράστασης…
Ποια είναι η άποψή σου για όσα συμβαίνουν με εσάς τους ηθοποιούς το τελευταίο διάστημα, μετά το ΠΔ 85;Είναι απελπιστικά τρομακτικό αυτό που γίνεται! Ναι μεν ο κόσμος είναι κοντά στους ηθοποιούς και φαίνεται αυτό, ωστόσο νιώθω ότι ούτε εμείς οι ίδιοι, μέσα στον χώρο, έχουμε καταλάβει πόσο κακό και άσχημο είναι αυτό που συμβαίνει. Βλέπουμε και κατανοούμε ότι δεν είναι δυνατόν αλλά είναι ακόμη πιο σοβαρό από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας. Ο χώρος του θεάτρου είναι ένας χώρος που έτσι κι αλλιώς δεν είχε δικαιώματα τόσα χρόνια και οι αμοιβές ήταν τρομακτικά χαμηλές. Υπάρχουν άνθρωποι που σου λένε «Έπαιξα και σήμερα και βγήκα με ένα τάλιρο»! Ή με 150 ευρώ τον μήνα για να παίζεις Τετάρτη με Κυριακή. Ποιος ζει ακριβώς με 150 ευρώ τον μήνα; Και δυστυχώς θεωρώ πως ακόμη υπάρχει μια εικόνα ότι οι ηθοποιοί βγάζουν λεφτά. Επίσης οι απλήρωτες πρόβες έχουν περαστεί ως το πιο νορμάλ πράγμα. Η δουλειά, όμως, γίνεται στις πρόβες. Εκεί θα φας δεκάωρα ή και παραπάνω. Στις παραστάσεις είσαι ένα δίωρο που πας και παίζεις. Όλους αυτούς τους μήνες στις πρόβες πώς θα ζήσεις; Οπότε, όλο αυτό που γίνεται τώρα, υποβιβάζει τη θέση μας ακόμη περισσότερο.
Ίσως συμβαδίζει και με την αντίληψη ότι ένας ηθοποιός δεν γίνεται να έχει μόνο αυτή τη δουλειά…Πρέπει κάπως οι ηθοποιοί να συσπειρωθούμε και να απαιτήσουμε τα ίδια δικαιώματα.
Ναι! Που έχει περαστεί κι αυτό ως νορμάλ. Με ενοχλεί ακόμη και μέσα στον χώρο μας γιατί κάποια πράγματα ξεκινάνε κι από μέσα. Αν εγώ, για παράδειγμα, πω σε έναν παραγωγό για μια δουλειά ότι δεν γίνεται να με έχει με 150 ευρώ, θα μου πει «Δεν θες; Τότε φύγε» και θα πάει ο επόμενος και θα το κάνει για 150 ευρώ, για τους δικούς του λόγους βέβαια. Δεν είναι κατακριτέο αλλά όταν είμαστε μια πολύ μεγάλη ομάδα ανθρώπων που ασχολούμαστε με μια τέχνη, έτσι κι αλλιώς υποβιβασμένη, πρέπει κάπως να συσπειρωθούμε και να απαιτήσουμε τα ίδια δικαιώματα. Όλοι μαζί να απαιτήσουμε τα 700 ευρώ, τα 800 ή και τα 1000. Νιώθω πως πια είναι και κακό να πεις ότι ένας ηθοποιός θα παίρνει 1000 ευρώ, σαν να λέμε «Ποιος είσαι ρε φίλε;». Είναι η δουλειά μου! Κι έχουν συνηθίσει λίγο τους καλλιτέχνες να λένε πως το κάνει για την τέχνη του, για την ψυχή του, επειδή το νιώθει.
Η παράσταση «Μια Ζωή – Η Μαρτυρία Δύο Παιδιών» παίζεται κάθε Κυριακή στις 21:15 στο Studio Κυψέλης, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.
Κρατήσεις στο τηλέφωνο 210 8819571.
Γενική είσοδος 12€.