Μία μονάχα χρονολογία είναι αυτό που ενώνει τις δύο μονόπρακτες όπερες που συγκροτούν το «Δίπτυχο» που παρουσιάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή από την Πέμπτη 9 Μαρτίου και για τρεις ακόμη παραστάσεις (12, 19 και 24 Μαρτίου) στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, στο ΚΠΙΣΝ.
Η χρονολογία αυτή είναι το 1918, κατά τη διάρκεια του οποίου έκαναν την πρεμιέρα τους ο «Πύργος του Κυανοπώγωνα» του ούγγρου συνθέτη Μπέλα Μπάρτοκ και ο «Τζάννι Σκίκκι» του Τζάκομο Πουτσίνι. Από εκεί και πέρα, όλα διαφέρουν μεταξύ τους: Δραματική η πρώτη, κάνει την πρεμιέρα της λίγο πριν το τέλος του Μεγάλου Πολέμου στη Βουδαπέστη, που ακόμη τότε ανήκε στην Αυστροουγγαρία, και είναι ένα από τα πρώιμα έργα του συνθέτη και η μοναδική του όπερα. Κωμική η δεύτερη, αποτελούσε τμήμα ενός τριπτύχου (μαζί με τον «Μανδύα», ένα θαυμάσιο δείγμα βερισμού, και τη ρομαντική «Αδελφή Αγγελική»), αποτελεί ένα από τα ώριμα έργα του ιταλού συνθέτη και έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη, γιατί ο Πουτσίνι δεν θεώρησε ασφαλή την Ιταλία, λόγω του πολέμου, αν και τελικά όταν ανέβηκε στη σκηνή οι μάχες είχαν πια σταματήσει.
«Ο πύργος του Κυανοπώγωνα»Ο «Πύργος του Κυανοπώγωνα» βασίζεται στο παραμύθι του Σαρλ Περρώ «Ο Κυανοπώγωνας» (1697) και περιλαμβάνει μόλις δύο χαρακτήρες, τον Κυανοπώγωνα και την πιο πρόσφατη σύζυγό του, την Ιουδίθ. Καθώς θέλει να μάθει για το παρελθόν του συζύγου της, η Ιουδίθ ανοίγει μία-μία τις επτά πόρτες του κάστρου. Πίσω από καθεμία ανακαλύπτει έναν διαφορετικό κόσμο, τα αμύθητα πλούτη, τον ηρωισμό και τη δόξα του συζύγου της, αλλά επίσης πόνο, δάκρυα, αίμα και σκληρότητα. Το συμβολιστικό λιμπρέτο του Μπέλα Μπαλάζ έδωσε την ευκαιρία στον Μπάρτοκ να συνθέσει μια εντυπωσιακή παρτιτούρα, αξιοποιώντας τα ηχοχρώματα των οργάνων μιας εξαιρετικά μεγάλης ορχήστρας, η οποία περιλαμβάνει ακόμα και τον επιβλητικό ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου, και αποτυπώνει με δύναμη καθεμία από τις μυστηριακές εικόνες του έργου.
Το κείμενο του Τζοβακκίνο Φορτσάνο για τον «Τζάννι Σκίκκι» βασίζεται σε ένα επεισόδιο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Μετά τον θάνατο ενός πλούσιου άνδρα, ο τετραπέρατος πρωταγωνιστής βοηθά τους συγγενείς του εκλιπόντος, και πάνω απ’ όλα τον εαυτό του, να βάλουν στο χέρι τη μεγάλη κληρονομιά. Με οικονομία και λιγοστές μουσικές πινελιές, ο Πουτσίνι σκιαγραφεί το πορτρέτο καθενός από τους αρκετούς συγγενείς και φυσικά αυτό του πρωταγωνιστή. Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Ρώμη, το 1919, θεωρήθηκε το πιο φωτεινό του συνθέτη, κάτι ευπρόσδεκτο στη σκοτεινή εποχή μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η παράσταση του «Τζάννι Σκίκκι» αποτελεί αναβίωση (από την Αγγέλα-Κλεοπάτρα Σαρόγλου) της σκηνοθεσίας του βρετανού Τζων Φούλτζεϊμς, η οποία είχε παρουσιαστεί το 2007/08 στο Θέατρο Ολύμπια. Η σκηνοθεσία του «Πύργου του Κυανοπώγωνα» ανήκει σε έναν από τους δημιουργικότερους σκηνοθέτες της νέας γενιάς, τον Θέμελη Γλυνάτση, που για πρώτη φορά σκηνοθετεί για την Κεντρική Σκηνή της ΕΛΣ.
Θέμελης Γλυνάτσης: «Ένας διάλογος από την αρχή μέχρι το τέλος»Με την ευκαιρία της παρουσίασης της μοναδικής αυτής όπερας του Μπάρτοκ στο πλαίσιο του «Διπτύχου», μιλήσαμε με τον Θέμελη Γλυνάτση για τη δική του προσέγγιση στη μονόπρακτη αυτή όπερα.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τον «Πύργο του Κυανοπώγωνα» και πώς αντιμετωπίσατε το ανέβασμά του;Είναι από τα σημαντικότερα έργα του ρεπερτορίου και από τα ωραιότερα του 20ού αιώνα. Ενώ διαρκεί μόλις μία ώρα, έχει μουσικό υλικό που θα μπορούσε να καλύψει μια τρίπρακτη όπερα. Το έργο χαρακτηρίζεται από φοβερή συμπύκνωση. Καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να τα χωρέσει όλα χωρίς να γίνεται αποπνικτικό. Ο «Πύργος του Κυανοπώγωνα» αποτελεί επίσης το πρώτο έργο στο ρεπερτόριο του λυρικού θεάτρου που είναι από την αρχή μέχρι το τέλος ένας διάλογος, κάτι που έχει βέβαια μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά και μεγάλες απαιτήσεις από τους δύο σολίστ.
Πρόκειται για διάλογο ιδιαίτερα ελλειπτικό και επαναλαμβανόμενο, που σου αφήνει πολύ χώρο για να επινοήσεις αυτό που συμβατικά αποκαλείται «δράση». Βλέποντάς το από απόσταση, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι δύο πρωταγωνιστές δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά μια πολύ αλλόκοτη κουβέντα μεταξύ τους.
Η βασική «δράση» την οποία υπαινίσσεται το έργο είναι η εξερεύνηση του πύργου, εξερεύνηση ψυχικής φύσης, η οποία αντιμετωπίζεται με τρομακτική επινοητικότητα από τον Μπάρτοκ. Το άνοιγμα της κάθε πόρτας είναι κι ένας άλλος μουσικός κόσμος, που προκύπτει ο ένας μέσα από τον άλλο, χωρίς ποτέ να γίνεται θραυσματικός. Είναι ένα εξόχως οργανικό έργο, με μια πολύ ιδιαίτερη αίσθηση ορμής και χρόνου, ο οποίος συστέλλεται και διαστέλλεται με ιδιοσυγκρασιακούς τρόπους.
Ακριβώς όπως ο πύργος του Κυανοπώγωνα είναι ένας λαβύρινθος, και η μουσική εμπειρία είναι λαβυρινθώδης, πολλές φορές χάνεσαι μέσα στο έργο. Ο Μπάρτοκ δημιουργεί τρομακτική μουσική σταθερότητα εκεί που θέλει και εκεί που δεν θέλει δημιουργεί τρομακτική αστάθεια, κάτι που αποτελεί μια συναρπαστική εμπειρία τόσο για το κοινό όσο και για τους τραγουδιστές.
Επειδή το έργο βασίζεται στα σύμβολα, σου δίνει την ευκαιρία να πλάσεις ένα σύμπαν από ψυχικά κατάλοιπα. Αυτό ξεκίνησα να φαντάζομαι όταν άρχισα να το δουλεύω: τι έχει μένει στην επιφάνεια από τις ασυνείδητες εικόνες και των δύο ηρώων. Δεν το αντιμετώπισα σαν μια διείσδυση στον ψυχικό κόσμο του Κυανοπώγωνα μόνο, αλλά και σε εκείνον της Ιουδήθ. Η οποία δεν εισβάλλει απλώς στον κόσμο του Κυανοπώγωνα και ψάχνει το παρελθόν του· μέσα από αυτό το ψάξιμο αποκαλύπτονται και τα δικά της κατάλοιπα. Όλη η σκηνοθεσία δημιουργεί ένα πλέγμα των ψυχικών καταλοίπων,αυτών των αλλόκοτων εικόνων του ασυνείδητου, που μένουν στην επιφάνεια με έναν ιδιαίτερα αινιγματικό τρόπο.
Η συνεργασία μου με τον σκηνογράφο Λέσλι Τράβερς, επί σχεδόν ενάμιση χρόνο, ήταν πάρα πολύ γόνιμη. Προβληματιστήκαμε και συζητήσαμε πολύ για το τι είναι αυτός ο χώρος που καλούμασταν να πλάσουμε, καθώς «ο τρίτος πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Πύργος», όπως έχει πει ο Μπάρτοκ. Ο Λέσλι έφτιαξε έναν σκηνικό χώρο αμφίσημο, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ καταστάσεων: ρευστότητας και σταθερότητας, άδειου και γεμάτου, πάνω και κάτω, κρυμμένου και φανερού… Έτσι, η σκηνογραφία δίνει την εντύπωση ότι βλέπεις πολλαπλές πραγματικότητες.
Ποιες δυσκολίες παρουσιάζει ο «Πύργος» για τους ερμηνευτές του;Οι λυρικοί τραγουδιστές που καλούνται να υπηρετήσουν το έργο έχουν να αντιμετωπίσουν έναν όγκο μουσικής, καθώς και την πολύ δύσκολη ουγγρική γλώσσα. Επίσης, το γεγονός ότι είναι διαρκώς επί σκηνής απαιτεί πάρα πολλά από αυτούς, τόσο φωνητικά όσο και θεατρικά. Είμαι πάρα πολύ τυχερός που δουλεύω με τον Τάσο Αποστόλου και τη Βιολέττα Λούστα, γιατί, πέραν του μουσικού ενστίκτου που διαθέτουν, υπάρχει υπέροχη χημεία μεταξύ τους, αλλά και βαθιά κατανόηση του τι ήθελα εγώ να βγει από τους δύο αυτούς χαρακτήρες.
Είναι βέβαια μια «περίεργη» επιλογή, μπορεί όμως να προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς το κοινό είναι σαν να πηγαίνει στην όπερα δύο φορές! Τα δύο έργα είναι τελείως διαφορετικά, όμως δίνεται στον θεατή η δυνατότητα να έρθει σε επαφή με την γκάμα των μουσικών ιδιωμάτων των αρχών του 20ού αιώνα. Από τη μια ο Μπάρτοκ, με ένα μοντερνισμό επηρεασμένο από τη λαϊκή μουσική της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, και από την άλλη μια φάρσα ενός εξαιρετικά προικισμένου συνθέτη, όπως ο Πουτσίνι, μια όπερα η οποία βασίζεται στον Δάντη. Συναποτελούν μια πολύ ενδιαφέρουσα βεντάλια, τόσο θεματολογικά όσο και μουσικά.
Αν και έκαναν πρεμιέρα την ίδια χρονιά, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μεν ανήκει στον αρχόμενο 20ό αιώνα, η δε στον ύστερο 19ό;Αυτά τα δύο ρεύματα συνυπάρχουν με πολύ γόνιμο τρόπο μέχρι και το 1930. Ακόμη κι ένας μοντερνιστής όπως ο Σένμπεργκ, π.χ., χρειάστηκε πολλά χρόνια για να αποτινάξει τον μετα-βαγκνερικό ρομαντισμό που χαρακτηρίζει τα πρώτα του έργα. Αυτές οι δύο τεκτονικές πλάκες, η σύγκρουση των οποίων δημιούργησε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, μέχρι να αποκτήσει ο μοντερνισμός μια πολύ πιο ισχυρή ταυτότητα και αισθητική πυξίδα. Ενώ λοιπόν ο συνδυασμός είναι παράδοξος, ιστορικά είναι πολύ συνεπής. Αυτήν την κίνηση, πρώτα προς τη μία κι έπειτα προς την άλλη μεριά, την βλέπουμε και στον Στράους και σε άλλους μεγάλους συνθέτες των αρχών του 20ού αιώνα.
Μπέλα Μπάρτοκ, «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» (νέα παραγωγή)
Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης
Σκηνικά, κοστούμια: Λέσλι Τράβερς
Κινησιολογία: Κατερίνα Γεβετζή
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Προβολές: Μάριος Γαμπιεράκης, Χρυσούλα Κοροβέση
Ηχητικός σχεδιασμός: Τάσος Τσίγκας
Κυανοπώγωνας: Τάσος Αποστόλου, Ιουδίθ: Βιολέττα Λούστα
Τζάκομο Πουτσίνι, «Τζάννι Σκίκκι» (αναβίωση)
Σκηνοθεσία: Τζων Φούλτζεϊμς
Αναβίωση σκηνοθεσίας: Αγγέλα-Κλεοπάτρα Σαρόγλου
Σκηνικά, κοστούμια: Ρίτσαρντ Χάντσον
Φωτισμοί: Μπρούνο Πόετ
Τζάννι Σκίκκι: Διονύσης Σούρμπης, Λαουρέττα: Βιβή Συκιώτη, Τσίτα: Τζούλια Σουγλάκου, Ρινούτσο: Γιάννης Χριστόπουλος, Γκεράρντο: Γιάννης Καλύβας, Νέλλα: Διαμάντη Κριτσωτάκη, Γκεραρντίνο: Αλκίνοος Κυπριώτης / Ιάσονας Φραγκόπουλος, Μπέττο από τη Σίνια: Βαγγέλης Μανιάτης, Σιμόνε: Χριστόφορος Σταμπόγλης, Μάρκο: Γιώργος Ματθαιακάκης, Τσέσκα: Σιρανούς Τσαλικιάν, Μαέστρο Σπινελλότσο: Κωστής Ρασιδάκις, Αμάντιο του Νικολάο: Χάρης Ανδριανός, Πινελλίνο: Νικόλας Ντούρος, Γκούτσο: Γιώργος Παπαδημητρίου
Δίπτυχο όπερας: Μπέλα Μπάρτοκ, «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα», Τζάκομο Πουτσίνι «Τζάννι Σκίκκι»
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ΚΠΙΣΝ
Παραστάσεις: 9, 12, 19, 24 Μαρτίου 2023
Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30)
Εισιτήρια: Από 15-60€, μειωμένο 12€, περιορισμένης ορατότητας 10€