Μοιάζει αντιφαντικό να αισθάνεσαι ασφυξία, να αφουγκράζεσαι το συλλογικό πόνο, τη συλλογική θλίψη, το συλλογικό θυμό. Κι από την άλλη, να συνυπάρχεις με πολλούς ακόμα ανθρώπους ως θεατές ενός παραστατικού θεάματος. Κι όμως, αυτή η ιστορική φωνή που μιλάει για την παρηγορητική επίδραση της τέχνης, επαληθεύεται κάθε (μα κάθε) φορά, μετατρέποντας το μύθο σε κανόνα. Ίσως επειδή οι χορογράφοι της φετινής διοργάνωσης Onassis Dance Days ήταν μόνο γυναίκες – πλάσματα από τη φύση τους με αυξημένη συναισθηματική χωρητικότητα και υψηλότερους δείκτες ευαισθησίας – το αίσθημα ήταν πιο καταπραϋντικό.
Το φετινό Odd – το δέκατο στην ιστορία της Στέγης – ήταν αφιερωμένο σε νέες και νεότερες δημιουργούς του που είχαν ετοιμάσει περφόρμανς με άξονα το γυναικείο σώμα, ψυχισμό, την γυναικεία αντίληψη για τον κόσμο. Κι έτσι, αυτή η οργανική μητρότητα κουβαλούσε, θέλοντας και μη, και τον πόνο και την θλίψη και το θυμό. Όλες οι παραγωγές χώρεσαν τελικά, σ’ ένα Σαββατοκύριακο, ακυρώνοντας το πρώτο διήμερο της διοργάνωσης, ως φόρο μνήμης στα θύματα και τις οικογένειες της μεγάλης τραγωδίας.
Headbanging όπως θρησκευτική τελετήΟ κόσμος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται από νωρίς το απόγευμα στη Στέγη. Η Ξένια Κογχυλάκη βγήκε στις 17.30 στη Μικρή Σκηνή με ένα ξέσπασμα thrash metal από τα ηχεία. Αυτό ο ήχος που θεωρητικά θα δικαιολογούσε την ωδή της στο headbanging – το βίαιο κούνημα του κεφαλιού που για όλους όσοι έχουν βρεθεί σε rock ή metal party θα ανακαλούν εκτός από την ζωώδη εκτόνωση και μερικές θλάσεις στο αυχένα ως αναμνηστικό. Όμως, η Κογχυλάκη (που μοιραζόταν την σκηνή με την χορεύτρια Λουίζα Φερνάντα Αλφόνσο) στα 35 λεπτά της ακατάπαυστης ροής όπου τα κεφάλια τους διέγραφαν τρελούς κύκλους στον αέρα, έκαναν το headbanging να μετατρέπεται σε μια εθιστική κατάσταση μυστικισμού. Το «Bang Bang Stories» τους έμοιαζε ολοένα με τελετή σουφισμού· ανδρική υπόθεση κι αυτή, όπως άλλωστε και το headbanging. Μέχρι τη στιγμή που η Αλφόνσο κατέβασε το παντελόνι της, εφαρμόζοντας στο εσώρουχο της μια σερβιέτα: ‘Αυθάδης’ υπόμνηση πως πίσω από τη μακριά ιδρωμένη κόμη, πάλλεται ένα γυναικείο σώμα.
Στριπτίζ ανηδονικόΚατεβαίνοντας στο ισόγειο, μια πλατφόρμα είχε στηθεί στην πλατεία της Κεντρικής Σκηνής της Στέγης. Εκεί η τελετουργία άλλαζε τέμπο: Από την ένταση του «Bang Bang Stories», η Έλενα Αντωνίου αφηνόταν σε αργές αισθησιακές κινήσεις. Ντυμένη σε μια ολόμαυρη φόρμα, πάνω σε ψηλά τακούνια, αποδομούσε στο «Landscape» την κουλτούρα του στριπτίζ. Καθώς η χορογραφία της επαναλάμβανε ράθυμα στερεοτυπικές κινήσεις ενός strip show – καθόταν στα τέσσερα, άγγιζε ανάμεσα στους γλουτούς της, δοκίμαζε βαθιά καθίσματα ή έκανε σπαγκάτ – παρατηρούσες πως το, επιτηδευμένα φιλάρεσκο της πρόσωπο, έπαιρνε σταδιακά όψεις απελπισίας. Το σώμα της χορεύτριας ήταν ένα μοναχικό σκεύος ηδονής, ένα σώμα σε παραίτηση από την ερωτική προσδοκία. Ωστόσο, στην πλατεία περιφέρονταν γυναίκες και άνδρες (κυρίως άνδρες) που εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν στο σώμα αυτής της γυναίκας μια ηδονική απόλαυση – κι όχι την απομυθοποίηση της.
Ξανά προς τα πάνω, στη Μικρή Σκηνή (ανά μία ώρα και μια παράσταση) η Χαρά Κότσαλη δοκίμαζε να συνθέσει μια ανθρωπολογική και συνάμα χορευτική και ηχητική μελέτη (δηλαδή όλες τις γνωστικές ιδιότητες της) σε μια περφόρμανς για τον εξορκισμό δαιμονισμένων γυναικών. Ηχητικά ντοκουμέντα γυναικών – όπου δήλωναν πως καταλαμβάνονταν από άγνωστες δυνάμεις οι οποίες όριζαν τη βούληση του σώματος και της γλώσσας τους – έδιναν στην Κότσαλη το έναυσμα να υποδυθεί ένα δαιμονισμένο βλέμμα, ένα παράφορο κορμί, μια Λίντα Μπλερ (το κοριτσάκι του «Εξορκιστή»). Η ερμηνεία της (άψογη τεχνικά) ερχόταν ηθελημένα ακατάληπτη, προβάλλοντας ένα μοναχικά μανιασμένο πνεύμα και σώμα σε μια κοινωνία που αρνείται να το δει παρά μόνο μέσα από ένα φίλτρο κανονικοποίησης.
Η Χαρά Κότσαλη δεν έμεινε στην παράσταση της αλλά τόλμησε ν’ αγγίξει και τα ίχνη της τραγωδίας των Τεμπών. Μίλησε «για την οργή και τη θλίψη που πνίγει τη φωνή μας», για το «ιερό συλλογικό καθήκον που εγείρεται ενάντια στη φρίκη» για τον αγώνα προς ένα κόσμο «όπου οι ανθρώπινες ζωές θα είναι πάνω από τα κέρδη». Ήταν η ανακοίνωση του Σωματείου Εργαζομένων στο χώρο του Χορού που έβαζε σε τάξη τις σκέψεις των θεατών κι όλους όσοι αναζητούσαν μια παυσίλυπη δράση στις παραστάσεις της διοργάνωσης.
Μια Αργεντίνα με αλμοδοβαρική ψυχήΣτο τέλος της πρώτης βραδιάς του Onassis Dance Days, η Μαρίνα Οτέρο – η μοναδική ξένη παρουσία της διοργάνωσης – εισέβαλλε στην Κεντρική Σκηνή με το «Fuck me»· μια παράσταση με την εκκεντρική αναίδεια μιας Ανχέλικα Λίντελ που τουλάχιστον στην αρχή, έμοιαζε πως ήθελε να ξοδέψει εγωκεντρικά το σκηνικό της χρόνο: Να μας αφηγείται πως ξεκίνησε από παιδούλα το χορό, πως έπειθε τις φίλες να χορεύουν μαζί της, πως ο παππούς της ήταν στρατιωτικός επί της Δικτατορίας στην Αργεντινή, πως ο χορός ήταν κάτι σαν διαμαρτυρία εξορκισμού στο οικογενειακό παρελθόν της. Κι όλα αυτά, μέχρι που ένα ατύχημα (χορεύοντας) την κατέστησε παράλυτη. Γι’ αυτό και το βράδυ του Σαββάτου, πέντε γυμνοί χορευτές (λατρεύει, εξάλλου, να χορεύει γυμνή) θα αναπαριστούσαν στιγμές από τα, μέχρι τότε, έργα της.
Το προσωπικό της ημερολόγιο με την προκλητική προσταγή «Fuck me» ήταν για εκείνη μια ανάγκη να υπογραμμίσει πως η ανημπόρια της έχει στερήσει την ηδονή του σεξ. Από εκείνη τη στιγμή, η Οτέρο μεταπήδησε από τον υφέρπωντα ναρκισσισμό, σε μια παθιασμένη εξομολόγηση αλμοδοβαρικής πνοής· γιατί, όπως ομολογούσε, ήθελε να μετατρέψει «τον πόνο σε ομορφιά». Με σάουντρακ την, seventies μπαλάντα του Σάντρο «Porque Yo Te Amo» (Γιατί σ’ αγαπώ), η Οτέρο μας παρέσυρε να συμπάσχουμε με το καταδικασμένο, στην τραγωδία της ζωής, σώμα της. Κινούμενη με δυσκολία ανάμεσα στους χορευτές της ακουγόταν πεπεισμένη πως «το σώμα μου δεν έχει να σας αφηγηθεί μια ιστορία». Μέχρι που γιορτάζοντας την υπέρβαση του, άρχισε να τρέχει κυκλικά, ολόγυμνη στην σκηνή, πανηγυρίζοντας για κάθε σώμα που λυτρώνεται από τις δεσμεύσεις του: Είτε κάνει έρωτα, είτε αγαπιέται, είτε μπαίνει στο χειρουργείο με το φόβο του θανάτου και την προσδοκία της ζωής.
Το επόμενο βράδυ, η Μαρίνα Οτέρο παρουσίαζε το δεύτερο μέρος του διπτύχου. Με τον τίτλο «Love me», αυτή τη φορά, (γιατί όπως συνηθίζει να λέει: «έτσι πάνε αυτά. Πρώτα γάμησε με. Κι ύστερα μιλάμε για έρωτα»), η 37χρονη Αργεντίνα, που πλέον ζει στη Μαδρίτη, ξαναθρονιάστηκε στην αυταναφορικότητα της, αφήνοντας το κοινό στην βουβή ανάγνωση ενός κειμένου της που εξηγούσε πως όλα τα έργα της έχουν γεννηθεί από τον πόνο. «Σκοτώνω τις αγάπες μου», ομολογούσε, «για να επιβιώσω, για να γράψω έργα» με μια σύντομη χειρονομία χορού για το φινάλε. Αν και δεν είχε ούτε στο ελάχιστο τη δυναμική της σαββατιάτικης της εμφάνισης, ολοκλήρωσε το Onassis Dance Days με μια αίσθηση παρόντος για τις καινούργιες φωνές του χορού που ρέπουν περισσότερο στην περφόρμανς και λιγότερο στην καθαρόαιμη χορογραφία.