Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς πριν από καιρό ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα μπορούσε να παρακολουθήσει ένα θεατρικό δρώμενο μέσα στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης, δίπλα στους πίνακες, με τον ηθοποιό να χρησιμοποιεί τον χώρο της έκθεσης για σκηνή και να αγγίζει τα έργα που κρέμονται εκεί…
Ήρθε όμως ο καιρός που κάτι τέτοιο συνέβη, και με μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Ο Γιάννης Τσορτέκης, ανάμεσα στους πίνακες του Παρθένη, μεταμορφώθηκε στον ζωγράφο που καταθέτει δημόσια το «πιστεύω» για την τέχνη του, χάρη στην ευφυή χρήση από τον σκηνοθέτη Γιώργο Κουτλή μιας συνέντευξης του Παρθένη στην εφημερίδα Πρωία, το 1930.
Το δρώμενο, που είχε τον τίτλο «Sognatta Terra tu m’appartiens», είχε τη μορφή όχι συνέντευξης αλλά απολογίας. Χρησιμοποιώντας τα ρητορικά τεχνάσματα του δημοσιογράφου Νικόλαου Γιοκαρίνη, που αναλαμβάνει τον ρόλο του «δικηγόρου του διαβόλου», προκειμένου να δώσει την ευκαιρία στον Κωνσταντίνο Παρθένη να ξεδιπλώσει τις θέσεις του για την τέχνη, ο Παναγιώτης Μανουηλίδης, στον ρόλο του δημοσιογράφου αλλά και του ερμηνευτή της μουσικής σύνθεσης του Panu, καλεί τον καλλιτέχνη να απολογηθεί!
Όρκος πίστης στον μοντερνισμό«…Κάμνετε αγγέλους με πολύ μεγάλα φτερά, με χέρια διπλάσια περίπου του φυσικού μήκους, κάμνετε οικονομίαν εις την πρώτην ύλην και αφήνετε αζωγράφιστα τα τρία τέταρτα του μουσαμά, κάμνετε θολήν την φύσιν, ασχημάτιστα τα φυλλώματα των δένδρων … και το τοπίον κραδαινόμενον ως σεισμόπληκτον. Και είσθε, λέγουν, μεγάλος καλλιτέχνης. Τα ώτα μας σας ακούουν και η καρδιά μας ασπαίρει. Απολογηθείτε!»
Η «απολογία» του δεν είναι τίποτε λιγότερο από έναν όρκο πίστης στον μοντερνισμό, έτσι όπως τον αντιλαμβανόταν, τη δεκαετία του 1920, ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Όχι μόνο απορρίπτει την πιστή απεικόνιση («Μα τι υπάρχει ευκολότερο από την αντιγραφή ενός αντικειμένου, ενός προσώπου, ενός τοπίου; Δεν απαιτεί καμιά δημιουργική εργασία») αλλά, επιπλέον, απορρίπτει την αντιμετώπιση της αρχαίας τέχνης ως προτύπου: «Αν τους ελέγατε να χτίσουν εδώ απέναντι από την Ακρόπολιν ένα ουρανοξύστη, θα ετρελαίνοντο. Εγώ θα τον έκτιζα. Θα ήταν το αρμονικότερο πράγμα, πλάι στον Παρθενώνα, το συμπλήρωμά του».
Ο Γιάννης Τσορτέκης ερμήνευσε εξαιρετικά τον Κωνσταντίνο Παρθένη, μολονότι, σε κάποια σημεία, ο σκηνοθέτης φαίνεται να ήθελε να παρουσιάσει έναν καλλιτέχνη κυριευμένο από τα «δαιμόνιά» του. Ο Παναγιώτης Μανουηλίδης μεταμορφωνόταν άλλοτε σε ιεροεξεταστή κι άλλοτε σε άγγελο που έπαιζε άρπα, μέσα στο εξαιρετικό σκηνικό της Άρτεμης Φλέσσα.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι το να χαρακτηρίζεται το κείμενο του Νικολάου Γιοκαρίνη ως «πολεμική κριτική για τον Παρθένη», όπως ισχυρίζεται το δελτίο τύπου, που φιλοξενείται και στην ιστοσελίδα της Εθνικής Πινακοθήκης, μάλλον αποτελεί παρανάγνωση. Ο Παρθένης, που το 1923 είχε αποτύχει να κάμψει τους συντηρητικούς της Σχολής Καλών Τεχνών και η υποψηφιότητά του είχε απορριφθεί, το 1929 διορίστηκε με ειδικό νόμο της κυβέρνησης Βενιζέλου. Η συνέντευξη δόθηκε λίγους μήνες αργότερα, με αυτήν ακριβώς την αφορμή, επιδιώκοντας να δείξει ότι η κυρίαρχη «αισθητική του τόπου» δεν χωράει ένα μεγάλο καλλιτέχνη σαν τον Παρθένη, «παρ’ όλους τους ενθουσιασμούς, τας τιμάς, τας θέσεις».
Το ότι αυτά γράφονται από κάποιον που λίγα χρόνια αργότερα θα υπηρετήσει πιστά τη δικτατορία του Μεταξά και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής θα αναλάβει διευθυντική θέση στο Εθνικό Θέατρο, οδηγώντας στην έξοδο τον αρχιμουσικό Βάλτερ Πφέφερ και τον σκηνοθέτη Ρενάτο Μόρντο, εξαιτίας της εβραϊκής τους καταγωγής, ένα δωσίλογο με λίγα λόγια, δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά θα καλούσε και τον Παρθένη σε «απολογία» για τις καλλιτεχνικές του καινοτομίες…