Συν & Πλην: «H Ράβδος» στο Αμφιθέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την «Ράβδο» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα που ανεβαίνει στο Αμφιθέατρο
Ο Μαρκ Ρέιβνχιλ δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Απεναντίας, κατά τις πρώτες του επαφές με αυτό, προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων. Είχε προηγηθεί «Ο Φάουστ είναι νεκρός», όταν ο Θωμάς Μοσχόπουλος θα ανέβαζε στον Εξώστη του Αμόρε το «Shopping and fucking» (1997). Με ωμή, μηδενιστική γλώσσα, χαρακτηριστικό δείγμα της βρετανικής σκηνής του «In yer face theater», ο Ρέιβενχιλ παρουσίαζε τότε μια κοινωνία σε πτώση αξιών, την θέση των οποίων καλπάζοντας – βρισκόμασταν στα μέσα των 90s εξάλλου – έπαιρνε η καπιταλιστική μανία της κατανάλωσης. Τα χρόνια πέρασαν, ο Ρέιβενιχλ ανέβηκε ξανά – Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2002 και «Τολμηρές πολαρόιντ» – και πάλι με οριακούς, απολιτίκ ήρωες στο επίκεντρο και πάλι με κοινωνικο-πολιτικό σχόλιο.
Κοντά 20 χρόνια μετά από τις πρώτες του συγγραφικές απόπειρες, πιο ώριμος και με πιο περιορισμένη την προβοκατόρικη διάθεση επιστρέφει με τη «Ράβδο» (έκανε το ντεμπούτο της στο Royal Court το 2018) ο Βρετανός συγγραφέας εξακολουθεί να θέτει μέσα από προσωπικές αφηγήσεις, ζητήματα που απασχολούν την δημόσια σφαίρα. Το πατριαρχικό εξουσιαστικό σύστημα αναδύεται μέσα από την ιστορία ενός βετεράνου καθηγητή που, μετά από 45 χρόνια διδασκαλίας, συνταξιοδοτείται. Η αποχώρηση του Έντουαρντ από τα την έδρα προγραμματίζεται να συνοδευτεί με μια γιορτή αποχαιρετισμού, αφού «κανένας καθηγητής δεν είναι τόσο αγαπητός στο σχολείο» όπως επαναλαμβάνει η γυναίκα του Μορίν – επίσης εκπαιδευτικός. Τa γεγονότα βεβαίως τους διαψεύδουν, αφού ένας όχλος μαθητών είναι συγκεντρωμένος έξω από το σπίτι τους με επιθετικές διαθέσεις. Εδώ και λίγο καιρό, στο πλαίσιο μιας αξιολόγησης του σχολείου από την Τοπική Ακαδημία, έχει αποκαλυφθεί πως ο καθηγητής υπήρξε ένας από τους ανθρώπους που εφάρμοσαν τη μέθοδο της ράβδου, δηλαδή του ξύλου στους απείθαρχους μαθητές.
Τι αν η τιμωρητική μέθοδος αυτή έχει πια καταργηθεί δια νόμου; Τι αν κι ο Έντουαρντ έχει χρόνια τώρα υιοθετήσει το προφίλ του φιλήσυχου εκπαιδευτικού; Στα μάτια των παιδιών της νέας γενιάς είναι ένας φορέας κακοποίησης και εκφοβισμού. Παρόλα αυτά, το νέο εκπαιδευτικό σύστημα που – όλως τυχαίως, εκπροσωπεί η, πάλαι ποτέ, εξεγερμένη κόρη του Έντουαρντ – έχει εφεύρει τρόπους να εφαρμόζει αντιπαιδαγωγικές μεθόδους, οι οποίες μπορεί να μην περιλαμβάνουν σωματικές βλάβες, αλλά αναπαράγουν την πολιτική της σχολικής βίας.
Μέσα σε ένα κλειστό σχήμα προσώπων, ο Μαρκ Ρέιβενχιλ διαπραγματεύεται τον μετασχηματισμό της βίας από γενιά σε γενιά, τα πρόσωπα και τις μεθόδους που αλλάζει η εξουσία και τον τρόπο που όλα αυτά γίνονται υλικό του εκπαιδευτικού συστήματος, ακυρώνοντας κάθε παράλληλη προσπάθεια μάθησης και εξέλιξης. Αναρωτιέται, επίσης, για το αν ο ‘εθισμένος’ υπάλληλος της συστημικής κακοποίησης είναι τελικά ακίνδυνος για τους γύρω του ή μεταμορφώνεται κι αυτός, με τη σειρά του, σε έναν αγωγό της εξουσίας και της κατάχρησης της. Κείμενο άμεσο, σε συνομιλία με την εποχή του και τις διάφορες προβληματικές της δημόσιας ζωής (πατριαρχία, bulling, cancel culture, πολιτική ορθότητα), με κοφτερούς διαλόγους και ψυχολογική ένταση. Στο «Αμφιθέατρο» κάνει την επίσημη πρώτη του στην Ελλάδα.
Στηριγμένος σε μια καλογραμμένη και καίρια δραματουργία δια χειρός του Βρετανού ‘προβοκάτορα’ Μαρκ Ρέιβενχιλ, ο Γιώργος Σκεύας υπογράφει μια ‘κλασική’ παράσταση με σύγχρονο αίτημα. Αντί να πάρει σκηνοθετικά ρίσκα επιλέγει την, σε βάθος, ανάγνωση του κειμένου ενώ θα πρέπει να νιώθει δικαιωμένος και από τις ερμηνείες της πρωταγωνιστικής ομάδας: Ειδικά ο Δημήτρης Καταλειφός και η Αλεξία Καλτσίκη νοηματοδοτούν το αιχμηρό έργο – λίβελο στη βία της πατριαρχίας.
Τα Συν (+) Η επιλογή του έργουΜια καλή στιγμή για τη νεότερη βρετανική δραματουργία – σε συνέχεια της παράδοσης συγγραφής που καλλιεργείται συστηματικά από τους εγχώριους θεσμούς – αγγίζει, με παραγωγικό τρόπο πολλές εκφάνσεις του πολυλάλητου, στις μέρες μας, ορισμού της πατριαρχίας. Ο καθηγητής ως εκπρόσωπος του σωφρονισμού, ο σύζυγος ως σύμβολο εξουσίας, η σύζυγος ως όργανο υπακοής, το εκπαιδευτικό σύστημα ως οργουελική μηχανή με όρους νεοφιλελευθερισμού, η βία ως παγιωμένη αλλά πολυπρόσωπη συνθήκη, ο νεοσυντηρητισμός και η πολιτική ορθότητα ως εργαλεία καταπολέμησης της πατριαρχικής παράδοσης, η αμετάβλητη βία του καπιταλισμού συμπλέκονται σε μια, εκ πρώτης όψεως, οικογενειακή υπόθεση, κάπου στην Αγγλία· που τελικά έχει αναφορές σε όλο το δυτικό κόσμο.
Η σκηνοθεσίαΩς σκηνοθέτης ηθοποιών προβάλλει και σε αυτήν του την απόπειρα, ο Γιώργος Σκεύας. Τι σημαίνει αυτό; Τα εργαλεία του είναι ασφαλή, στοιχειώδη, αλλά καλοδουλεμένα: Εστιάζει στην δημιουργία χημείας μεταξύ των πρωταγωνιστών του, κατασκευάζει ένα συνεκτικό ερμηνευτικό σχήμα, εμβαθύνει μαζί τους στην ανάγνωση του κειμένου και, αξιοποιώντας τη φύση του έργου, καλλιεργεί μια ευεργετική ατμόσφαιρα σασπένς.
Οι ερμηνείεςΔύο ηθοποιοί που συνηθίζουν να κλέβουν την παράσταση καλούνται εδώ να συνυπάρξουν. Ο Δημήτρης Καταλειφός και η Αλεξία Καλτσίκη συνθέτουν ένα υψηλού επιπέδου ερμηνευτικό δίδυμο υποδυόμενοι ο μεν τον πατέρα και η δε, την κόρη. Υπηρετώντας μια, από γραφής, συγκρουσιακή σχέση, κρατούν την ένταση προς τα πάνω, συντηρώντας το ενδιαφέρον παρακολούθησης και της παράστασης. Ο Δημήτρης Καταλειφός ερμηνεύει με περισσή αδρότητα τον φορέα της βίας που αφομοίωσε πλήρως το ρόλο του, τον οικειοποιήθηκε και τελικά τον απενοχοποίησε – ακόμα κι όταν η εποχή τον προσπέρασε. Η Αλεξία Καλτσίκη σαν οίστρος έρχεται να ερεθίσει όλα αυτά τα συμπτώματα της παλιάς γενιάς και κουλτούρας ενώ στην πραγματικότητα και η ίδια εκπροσωπεί ένα σύστημα που στραγγαλίζει – και άρα κακοποιεί. Ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος αναμετρώνται μέσα σε κοφτερούς, δυναμικούς διαλόγους που άλλοτε μένουν μετέωροι, άλλοτε αλληλοεπικαλύπτονται σκοπίμως και τελικά γεννούν ένα εκρηκτικό μείγμα – για τη βία μιλούν, εξάλλου. Στο τρίπτυχο επάξια στέκεται και η Ζωή Ρηγοπούλου, στο ρόλο της κακοποιημένης συζύγου που έχει στωϊκά αποδεχτεί τη βία ως κανονικότητα με ελάχιστες ‘επαναστατικές’ εκλάμψεις προς το τέλος του έργου. Η παρουσία της στο «Αμφιθέατρο» σηματοδοτεί και μια επιστροφή αφού, όπως και ο Δημήτρης Καταλειφός, υπήρξε συνεργάτιδα του Σπύρου Ευαγγελάτου στο ξεκίνημα της καριέρας της.
Είτε οφείλεται σε ανάγκη δραματουργικής παρέμβασης (ελαφράς περικοπής του κειμένου) είτε και στο χάσιμο του γρήγορου ρυθμού, η παράσταση και οι ηθοποιοί εμφανίζουν προς το φινάλε σημάδια κόπωσης. Κι έτσι το ενδιαφέρον παρακολούθησης της παράστασης ατυχώς ατονεί.
Το άθροισμα (=)Γνωριμία με μια αξιόλογη νεόκοπη δραματουργία από την Βρετανία που ευτυχεί ως προς τη γενική διαχείριση και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών.