Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Τέσσερα χρόνια μετά, η Σίρλεϊ Βάλενταϊν δικαιώθηκεΌταν πήγα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, για να δω τη “Σίρλεϊ Βαλεντάιν”, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου, δεν ήξερα και πολλά για το έργο του Γουίλλυ Ράσελ. Θυμάμαι πριν από τέσσερα χρόνια, μου είχε προτείνει μία συνάδελφος να δω την παράσταση (όταν είχε ανέβει σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα) και εγώ – κάπως ανώριμα το παραδέχομαι – είχα σκεφτεί ότι δεν θα έχει να μου πει και “πολλά” η ιστορία μίας 50something νοικοκυράς, της οποίας ο γάμος περνάει κρίση. Από τότε είχα ξεχάσει σχεδόν την υπόθεση του έργου και όταν ένας φίλος μου πρότεινε να τη δούμε σκέφτηκα “γιατί όχι;”, με την Ελένη Ουζουνίδου στον πρωταγωνιστικό ρόλο και την σκηνοθεσία στα χέρια του Βασίλη Μαυρογεωργίου, δεν μπορούν να πάνε πολλά στραβά.
Πράγματι, τίποτα δεν πήγε στραβά και εγώ συνειδητοποίησα ότι όσο “ελαφρύ” κι αν μου είχε φανεί το έργο, τελικά είχε πολύ βάθος στην απλότητά του. Σίγουρα, με κάποια άλλη σκηνοθεσία, το αποτέλεσμα μπορεί να ήταν πολύ διαφορετικό, η ματιά του Βασίλη Μαυρογεωργίου, ωστόσο, έδωσε στην Σίρλεϊ αυτό που ακριβώς χρειαζόταν: Συναισθηματικότητα, χωρίς μελό υπερβολές, αισθητική, ρεαλισμό και πολύ χιούμορ – εδώ να πω ένα “μπράβο” και στην Νικολέτα Κοτσαηλίδου για τη μετάφραση. Όσο για την Ελένη Ουζουνίδου, τα λόγια είναι περιττά. Έχει αποδείξει ότι έχει έμφυτο κωμικό ταλέντο, ενώ με την ίδια ικανότητα μπόρεσε να μεταφέρει και τις πιο συγκινητικές στιγμές. Κάπως έτσι, λοιπόν, μερικά χρόνια αργότερα και στα 26 μου πλέον, έχοντας δει με τα μάτια μου ότι η πατριαρχία καλά κρατεί και η νοοτροπία που θέλει τη γυναίκα εξ ορισμού “νοικοκυρά” έχει εισχωρήσει και στη δική μου γενιά, η “επανάσταση” της Σίρλεϊ Βάλενταϊν είχε πολλά να μου μάθει τελικά. Και δεν μπορούσα να σκεφτώ καλύτερο τρόπο για να περάσω το βράδυ μου.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης, αυτή τη βδομάδα παρακολούθησα επιτέλους τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», βασισμένο στην θρυλική ταινία του Tom Schulman, που παίζεται στο θέατρο Βρετάνια από τον Δεκέμβρη του 2022 δια χειρός Κωνσταντίνου Ασπιώτη. Μπαίνοντας στο θέατρο, ήμουν ήδη προϊδεασμένος για το τι θα δω. Η ιστορία γνωστή: ο αντικομφορμιστής φιλόλογος John Keating, πιάνοντας δουλειά στην ακαδημία Welton, ένα από τα πιο αυστηρά λύκεια της Βρετανίας και παλιό του σχολείο, καταφέρνει να φέρει τα πάνω κάτω, εμπνέοντας τους μαθητές του να σκέφτονται ελεύθερα και να αναζητήσουν το νόημα της ζωής μέσω της ποίησης και των τεχνών. Παρόλο που η ταινία είναι χαραγμένη ανεξίτηλα στην μνήμη μου, η θεατρική διασκευή μπορεί να σταθεί δίπλα της.
Η παράσταση ρέει αβίαστα για δυο ώρες, με δυνατές ερμηνείες από μία πλειάδα ηθοποιών της παλιάς και της νέας γενιάς. Η ερμηνεία των μαθητών είναι αυτό που ξεχωρίζει, όπως και η κινησιολογία τους, ο φωτισμός, η ατμόσφαιρα μέσα στη σπηλιά, όλα αυτά που σε κάνουν να νιώθεις κι εσύ μέρος του «κύκλου» τους. Είναι μια κλασσική πρόταση για θέατρο που αξίζει να δει κανείς για τις λίγες παραστάσεις που απομένουν- ειδικότερα η νέα γενιά- και το κοινό φύγει γεμάτο από εικόνες και συναισθήματα.
Σπύρος Χαϊντούτης
Την περασμένη Κυριακή, ο δρόμος με έφερε εντελώς τυχαία από τη Δημοτική Αγορά της Αθήνας ή αλλιώς τη γνωστή σε όλους μας Βαρβάκειο, εκεί που το πιο viral event της πόλης, το “σύγχρονο διονυσιακό πάρτι” που ακούει στο όνομα “Σymposio Festival”, μάς κάλεσε για ακόμη μία φορά σε ένα πολυδιάστατο ταξίδι μουσικής, γαστρονομίας και τέχνης. Αν δεν έχεις βρεθεί ποτέ σε αυτό το πάρτι, ούτε καν τυχαία, και αν για πρώτη φορά ακούς γι’ αυτό, τότε ίσως δυσκολεύεσαι αυτή τη στιγμή να φανταστείς πώς μία «κρεαταγορά» μπορεί να αποτελέσει ένα ταιριαστό venue για ένα φεστιβάλ. Κι όμως γίνεται!
Αν βρεθείς downtown μια τέτοια Κυριακή που στήνεται το Σymposio Festival, τότε απλά άσε τη μουσική να σε παρασύρει, πέρνα μια βόλτα από τη Βαρβάκειο και τότε θα διαπιστώσεις ο ίδιος πως πιο ανατρεπτικό και ατμοσφαιρικό φεστιβαλικό venue δεν θα μπορούσε να έχει βρεθεί. Ειδικά για μια τέτοια σύγχρονη διονυσιακή γιορτή, όπου η γαστρονομία συναντά μοναδικά τη μουσική. Από τις 12:00 το μεσημέρι μέχρι τις 11:30 το βράδυ και με δωρεάν είσοδο – πραγματικά στο επόμενο Σymposio Festival που θα φιλοξενήσει η Αγορά, εύχομαι να βρεις λίγο χρόνο να κάνεις μια βόλτα από εκεί απλά και μόνο να δεις «τι παίζει». Εγώ και η παρέα μου αυτό κάναμε και πολύ σύντομα βρεθήκαμε μέσα στο πλήθος να ζούμε το μπιτ. Γύρω μας 12 διαφορετικά κιόσκια φαγητού είχαν βρει θέση εκεί που συνήθως συναντάς τους πωλητές της Αγοράς και σερβίρουν απίθανο street food, για μικρά γαστρονομικά “pause” από τον χορό. Όσο για τη μουσική, τα stages ήταν δύο, ένα στην Αριστογείτονος κι ένα στην Φιλοποίμενος, ενώ οι πιο…rave ρυθμοί αυτή τη φορά είχαν την τιμητική τους. Οι αναπάντεχες εκπλήξεις βέβαια δεν σταματούν ποτέ σε αυτό το πάρτι – ανάλογα και την ώρα που θα πας, ενώ θα έχεις την ευκαιρία να δεις και χορευτές, ακροβάτες καθώς και special effects από αληθινές φωτιές να συμβάλλουν μοναδικά σε αυτή την πραγματικά αξέχαστη εμπειρία, στην οποία εύχομαι να ξανά βρεθώ σύντομα.
Ευδοκία Βαζούκη
Παρακολουθώντας στο Cinobo, την εβδομάδα που μάς πέρασε, την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία «Corsage» -ένα αντισυμβατικό πορτραίτο της Ελισάβετ της Αυστρίας από τη σκηνοθέτρια Μαρί Κρόιτσερ– συνειδητοποίησα πως δεν χρειάστηκε να εγκαταλείψω την κυνική μου άποψη σχετικά με τα «προβλήματα» των λευκών, πλούσιων και προνομιούχων γυναικών για να την απολαύσω. Η Σίσσυ είναι μια γυναίκα που πραγματοποιεί την «είσοδο» της στα περιβόητα «40» (χρόνια) με όλο τον «τρόμο» που (κακώς) έχουμε συνηθίσει να περικλείει το συγκεκριμένο γεγονός για οποιαδήποτε από εμάς. Ακόμη και για μια Αυτοκράτειρα, εγκλωβισμένη σε έναν δυστυχισμένο γάμο, τα αυστηρά βασιλικά πρωτόκολλά και καθήκοντα, τις προσδοκίες της κοινωνίας, την άψογη εικόνα που πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία, τις διατροφικές διαταραχές, τη μητρότητα. Εξουθενωμένη από την εσωτερική «διαμάχη» ανάμεσα στα «πρέπει» και τις προσωπικές της επιθυμίες και κυριευμένη από την πλήξη, την απελπισία, τη μοναξιά και την αίσθηση απουσίας ενός σκοπού η Σίσσυ βιώνει τη δική της -σε καμία περίπτωση ένδοξη- μικρή «επανάσταση».
Αν κάτι ξεχώρισα περισσότερο από την ταινία της Κρόιτσερ είναι το γεγονός πως η Σίσσυ εδώ -σε μια σαγηνευτική ερμηνεία από τη Βίκι Κριπς– ξεφεύγει από την στερεοτυπική, «ντισνεϊκής» εμπνεύσεως σκιαγράφηση του εν λόγω ιστορικού προσώπου που έχουμε συνηθίσει τόσα χρόνια στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Παύει να είναι η εικόνα της χαμογελαστής γυναίκας που συναντάει κανείς στα σουβενίρ της Βιέννης. Δεν υπάρχει τίποτα το ρομαντικό στη ζωή της. Όπως αρνείται πλέον πεισματικά μέσα στην ταινία να ευχαριστήσει τον περίγυρο της, την ίδια μεταχείριση κατά κάποιον τρόπο «επιφυλάσσει» και για εμάς τους θεατές. Γίνεται σκληρή, ναρκισσίστρια, κακομαθημένη. Δεν την ενδιαφέρει αν θα τη συμπαθήσεις, ούτε καν αν θα την κατανοήσεις. Δεν υπάρχει τίποτε χαριτωμένο στην τόλμη και την ανυπακοή της. Δεν παρουσιάζεται ως ενός είδους «μάρτυρας» ή ένα φεμινιστικό σύμβολο. H σκηνοθετική ματιά της Μαρί Κρόιτσερ, μαζί με την υπέροχη φωτογραφία και το μοντέρνο soundtrack, δημιουργούν μια ονειρική και μελαγχολική ατμόσφαιρα, που έστω και για δύο ώρες καταφέρνει να «απελευθερώσει» συμβολικά μια Αυτοκράτειρα από τα αιώνια χρυσά δεσμά της.
Αριστούλα Ζαχαρίου