Συν & Πλην: «O Παγοπώλης έρχεται» στο Προσκήνιο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το έργο «Ο Παγοπώλης έρχεται» σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση που ανεβαίνει στο Προσκήνιο.
Είχε βραβευθεί ήδη με τέσσερα Πούλιτζερ κι ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας· και παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939) ο Ευγένιος Ο’ Νηλ θα άνοιγε τον τελευταίο κύκλο των έργων του με το «The Iceman Cometh» («Η άφιξη του παγοπώλη» ή κατά την μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη «Ο παγοπώλης έρχεται»). Έργο ωριμότητας, που βαριανασαίνει κάτω από την δυσφορία ενός καινούργιου πολεμικού εφιάλτη, ο οποίος αναμένεται να σαρώσει το δυτικό κόσμο και την ίδια ώρα αναζητεί όποιες αξίες και ιδέες έχουν επιβιώσει· ξεχασμένες από μια Αμερική που, στο μεταξύ, έχει λυγίσει κάτω από το βάρος της Μεγάλης ‘Υφεσης.
Ο Ευγένιος Ο’ Νιλ γυρίζει το ρόλοι του χρόνου πίσω. Τοποθετεί τη δράση στα 1912, στα χρόνια της νιότης όπου, και ο ίδιος περιπλανιόταν τυχοδιωκτικά στις κακόφημες συνοικίες της Νέας Υόρκης, ανακαλώντας και όψεις της προσωπικής του ζωής μέσα στη χρόνια εξάρτηση του από το αλκοόλ. «Στο χειρότερο μπαρ», «στο τέλος του κόσμου», «στην τρύπα της κολάσεως», «στον τελευταίο σταθμό». Εκεί ζουν, κατά τις δικές του περιγραφές, οι ήρωες του: Σε ένα μπαρ του DownTown, ιδιοκτησίας του Χάρι Χόουπ. Πρώην αναρχικοί, πρώην φοιτητές, πρώην τζογαδόροι, πρώην πλασιέ αλλά και «νυν μπεκρήδες και πάντα άφραγκοι» καταναλώνουν την ζωή τους βυθισμένοι σε ένα τέλμα απραξίας, με τον ίδιο τρόπο που καταναλώνουν τις μπύρες και το ουίσκι σαν να ήταν αγιασμένο νερό. «Κυρίως πίνουν. Μα όταν δεν πίνουν κοιμούνται. Ξαπλώνουν εδώ σαν τα σκυλιά».
Κι όταν ανοίγουν πάλι τα μάτια τους στο αρρωστάρικο ημίφως του μπαρ, το μόνο που μοιάζει να τους τροφοδοτεί είναι η, άνευ όρων, παράδοση σε μια αχαλίνωτη ονειροπόληση, το δικαίωμα της οποίας περιφρουρούν με λύσσα. Ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο. «Όλοι εδώ μέσα έχουμε μεγάλη εμπιστοσύνη στο αύριο. Το αύριο είναι πάντα μια μεγάλη μέρα» ισχυρίζονται, έχοντας ταυτίσει το μέλλον με μια ελευθερία που δεν θα κατακτήσουν ποτέ. Και βαθιά μέσα τους το αναγνωρίζουν. Γι’ αυτό και βουλιάζουν μαζί με το όνειρα τους στον πάτο μπουκαλιών αφού «εδώ μέσα κανείς δεν ανησυχεί που θα πάει μετά, γιατί δεν υπάρχει μετά». Ο χρόνος μοιάζει να είναι πιο ελαφρύς στο μπαρ του Χάρι Χόουπ.
Κι ενώ στ’ αλήθεια δεν περιμένουν τίποτα και κανέναν, η άφιξη του Χίκι, «του καλύτερου πλασιέ του κόσμου» που έρχεται σαν εισβολέας από τον έξω κόσμο τους γεμίζει ενθουσιασμό. Έναν ενθουσιασμό που μοιάζει με την ικανοποίηση της τελευταίας επιθυμίας μιας ομάδας μελλοθάνατων. Ο Χίκι (ένας προ-μπεκετικός ήρωας) δεν έχει έρθει αυτή τη φορά στο μπαρ του Χάρι Χόουπ για να αφεθεί μαζί με την ομήγυρη στην κραιπάλη· αλλά είναι αποφασισμένος να λειτουργήσει σαν ενοχλητικός οίστρος και να τους σώσει από τα άπιαστα όνειρα τους προκειμένου «να βρουν την αληθινή γαλήνη».
Έργο βαθιά ψυχαναλυτικό που συγκρούεται με όσα εκπροσωπεί η πρόοδος του δυτικού πολιτισμού: Την επιτυχία. Και ως αντίδοτο της τρέφει την πλάνη του ονείρου, αυτό το φαντασιακό σύννεφο που μας γλιτώνει για λίγο από το φόβο της ανυπαρξίας, της αποτυχίας, του θανάτου. Ο Ευγένιος Ο’ Νηλ γράφει ένα μελαγχολικό ύμνο για τα ζωτικά ψεύδη που μεθούν τις ζωές μας όπως μερικά ποτήρια αλκοόλ μέχρι να ξαναγίνουμε νηφάλιοι. Ή μέχρι να ξανακοιμηθούμε, όπως οι ήρωες του «Παγοπώλη».
Η παράσταση ανεβαίνει σε νέα μετάφραση από τον Αντώνη Γαλέο αναδεικνύοντας τόσο τα ρεαλιστικά όσο και τα ψυχαναλυτικά στοιχεία της γραφή του Ευγένιου Ο’ Νηλ.
Το σπάνια παιζόμενο έργο του Ευγένιου Ο’ Νιλ ευτυχεί σε ένα πολύ γοητευτικό ανέβασμα από τον Ακύλλα Καραζήση. Ένας χορός μέθης και επαναλαμβανόμενης υπνωτιστικής ενέργειας τυλίγει τους επτά ηθοποιούς της παράστασης που υποδύονται με ειλικρίνεια και τρυφερότητα κάποιους ματαιωμένους, απόμαχους και τελικά αθώους ήρωες οι οποίοι αναζητούν μια θέση στη ζωή, επιτρέποντας στον εαυτό τους την πολυτέλεια του ονείρου και του ζωτικού ψεύδους. Κι όλα αυτά με μια εμπνευσμένη σκηνογραφική και φωτιστική αποτύπωση.
Τα Συν (+) Η διασκευήΗ σκηνοθεσία του Ακύλλα Καραζήση έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από την ‘παραδοσιακή’ αφετηρία της: Από την συμπύκνωση του πρωτότυπου του Ευγένιου Ο’ Νηλ. Ένα έργο με δεκάδες ήρωες εδώ (προφανώς και για οικονομικούς λόγους) εκπροσωπείται από ένα θίασο επτά ατόμων. Την ίδια ώρα, αναθέτει ρόλους πρωτότυπα γραμμένους για άνδρες σε γυναίκες και φυσικά περιορίζει δραστικά την αφήγηση – που χρονικά απλώνεται περίπου στις πέντε ώρες! Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί «Ο παγοπώλης» είναι σπάνια παιζόμενο κείμενο αφού πρακτικά μπορεί να υιοθετηθεί από ένα κρατικό θέατρο και χρειάζεται γενναία διαπραγμάτευση με το αρχικό κείμενο. Ο Ακύλλας Καραζήσης τόλμησε όλα τα παραπάνω – και κρίνοντας από το αποτέλεσμα ο θίασος πρέπει να συνέβαλλε επίσης.
Αν και ο ίδιος συχνά αποποιείται την σκηνοθετική ιδιότητα, ο Ακύλλας Καραζήσης έχει εδώ οργανώσει έναν υπέροχα υπνωτιστικό κόσμο. Ίσως να μην είναι καθαρόαιμα γέννημα του Ο’ Νηλ και να φέρνει ποιότητες μπεκετικές, να ανακαλεί άφθονα τσεχωφικά ήθη, αλλά πάντως περιφέρει την σκηνοθεσία του γύρω από τον αέναο υπαρξιακό στρόβιλο μιας ψεύτικης ευτυχίας ή μιας ελευθερίας που αργεί ή που δεν έρχεται καθόλου. Σε ένα έργο, όπου σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει, όπου όλα είναι στάσιμα και βασανιστικά, ο Καραζήσης έχει επιτύχει – πιθανώς και οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών του να έχουν συμβάλλει σε αυτό – να φέρνει στην πλατεία το αίσθημα της ανεκπλήρωτης αναμονής αλλά και την παυσίλυπη ζάλη που εφευρίσκει ο άνθρωπος για να αντέξει τη ζωή. Ένα ρεαλιστικό έργο μεν, μια ποιητική σκηνοθεσία δε.
Οι ερμηνείεςΟι συχνές συνεργασίες της συγκεκριμένης ομάδας ηθοποιών (με εξαίρεση τον Gary Salomon και την Ελίνα Ρίζου) φαίνεται πως έχουν καλλιεργήσει ένα σκηνικό κώδικα που είναι ορατός και ευεργετικός και στο ανέβασμα του «Παγοπώλη»: Αυτοσχεδιαστικές ελευθερίες, ήπια αποδομητική διάθεση σε σημεία του κειμένου – με την έννοια της ελαφράδας – είναι χαρακτηριστικά που ζωντανεύουν το ανέβασμα ενός αρκετά εγκεφαλικού έργου. Από εκεί και πέρα, ολόκληρη η ομάδα συλλειτουργεί θαυμάσια, με διακριτές τις προσωπικές ποιότητες του καθενός και της καθεμιάς πάνω σε – ομολογουμένως – ωραίους ρόλους.
H Έλενα Τοπαλίδου προσέρχεται στη σκηνή με ένα θαυμαστό προσωπείο απολλώνιας αταραξίας, που προσφέρει άφθονη εσωτερικότητα στην αινιγματική συμπεριφορά του Χίκι. Ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος, ως πρώην αναρχικός Λάρι, ενσαρκώνει με μεγάλη εκφραστική σαφήνεια την απελπισία και το βασανιστικό κενό του «φουκαρά που φοβάται τη ζωή όσο φοβάται και το θάνατο». Ο Γιώργος Κατσής έχει, ως γνωστόν, μια σπάνια ευχέρεια να μετατρέπει ένα σκηνικό συμβάν σε κάτι μεγαλύτερο, χάρη στον λεπτό κυνισμό του κι εδώ το καταφέρνει ως απέλπις μπάρμαν του Χάρι Χόουπ, δροσίζοντας με χιούμορ και μικρά γκανγκς την αφήγηση. Η Χαρά Μάτα Γιαννάτου με μια έντονη, αν όχι αχαλίνωτη, σωματικότητα δικαιολογεί έναν ρόλο που κάποτε θα έπαιζε ένας άνδρας – εδώ ως Τζο Μοτ. Η Ελίνα Ρίζου, ως παραμελημένος γιος μιας αναρχικής μάνας καταφθάνει στο μπαρ του Χάρι Χόουπ. Όμως, ο τόπος δεν τον χωρά, όπως δεν χωρά κανέναν καταδότη κι αυτό το έλεος, η συγχώρεση που ζητά ο ήρωας της διακρίνεται σε κάθε της λέξη. Ο ενορχηστρωτής της ομάδας Ακύλλας Καραζήσης στο ρόλο του Χάρι Χόουπ συμπυκνώνει το επαναλαμβανόμενο χάσιμο που διέπει τις ημέρες των θαμώνων του μπαρ, λες κι αυτός υπήρξε κάποτε ο πνευματικός ταγός τους στον δρόμο της στασιμότητας. Τέλος, ο Γκάρι Σάλομον, μουσικός της παράστασης κατά βάση, αλλά με δικαιωματικά κερδισμένο χώρο στην υπόδυση ρόλων (μετά από αρκετές παραστάσεις στην Ελλάδα), φέρει ένα στοιχείο αυθεντικότητας σ’ ένα κόσμο ονειροπόλων.
Σημαντική η συμβολή του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη στην ατμοσφαιρική παράσταση του «Παγοπώλη». Από τη μια το μίζερο μπαρ, από την άλλη το έπος του αιματοβαμμένου αποικιοκρατικού παρελθόντος της Αμερικής (αποτυπωμένο σε μια υπερμεγέθη τοιχογραφία) ενισχύουν ιδιαίτερα τις σκηνοθετικές προθέσεις. Ταιριαστά (ίσως με εξαίρεση το κοστούμι της Τζο Μοτ) και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη που δίνουν μια νότα εποχής σε γήινες αποχρώσεις, λες και προσπαθούν να συγκρατήσουν τους ονειροβάτες ήρωες του έργου στον κόσμο τούτο. Ωραίοι και οι φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη.
Η διάρκεια της παράστασης Συγκριτικά με την πρωτότυπη διάρκεια του έργου, η διασκευή έχει κάνει ‘θαύματα’, περιορίζοντας την στο μισό. Παρόλα αυτά, υπάρχουν στιγμές που επιτηδευμένα «ξεχειλώνουν» με σκοπό να δώσουν ένα άλλο αίσθημα του χρόνου στην αφήγηση. Θεμιτή επιλογή αλλά στην επανάληψη της ενίοτε κουράζει.
Το ψυχαναλυτικό -και γι’ αυτό ίσως δυσπρόσιτο – έργο του Ευγένιου Ο’ Νιλ σκηνοθετημένο ως ένας ποιητικός χορός μέθης που γοητεύει τον θεατή. Και, φυσικά, ευτυχεί ερμηνευτικά.