Οι Arcturus, αγαπημένο συγκρότημα στους progressive και extreme metal κύκλους έρχονται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στο Fuzz Club και στο WE 21 & 22 Απριλίου.
Πραγματοποιώντας την εμφάνισή τους, περίπου πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, οι Arcturus έκαναν κατευθείαν αίσθηση με το προοδευτικά σκεπτόμενο, πειραματικό και καλλιτεχνικά φιλόδοξο έργο τους, που περίτεχνα ζωγράφιζαν πάνω σε έναν black metal καμβά. Η φιλοδοξία τους αυτή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Από την ίδρυσή τους κιόλας, οι Arcturus παρουσίασαν μία σταθερή αφοσίωση στην εξερεύνηση του ήχου και την εγκαθίδρυση του απρόβλεπτου σε αυτόν. Αυτά είναι τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που καθιστούν τη μπάντα ένα μοναδικό και αγαπημένο στοιχείο μέσα στους progressive και extreme metal κύκλους.
Απαρτιζόμενοι από τους “μεγάλους” και ξακουστούς της black metal σκηνής, Steinar “Sverd” Johnsen (πλήκτρα – επίσης στους The Kovenant, Ulver και ζωντανά στους Emperor και Ved Buens Ende), Jan Axel “Hellhammer” Blomberg (ντραμς – επίσης στους Mayhem, The Kovenant, Dimmu Borgir, Shining), Knut Magne Valle (κιθάρα – επίσης στους Ulver), Hugh Mingay (μπάσο – επίσης στους Ulver, Ved Buens Ende) και Simen “ICS Vortex” Hestnæs (φωνή – επίσης στους Borknagar, Lamented Souls και Dimmu Borgir), οι Arcturus ήταν πάντα φημισμένοι για τις εκρηκτικές ζωντανές εμφανίσεις τους και τις σπουδαίες ατομικές μουσικές και εκτελεστικές τους ικανότητες.
Από το καθαρόαιμο black metal ντεμπούτο “Aspera Hiems Symfonia” (1996) μέχρι το εμβληματικό “La Masquerade Infernale” (1997) μεσολάβησε μόνο ένα έτος, καθοριστικό όμως για την συνέχιση της μπάντας και τη διαμόρφωση της τόσο ξεχωριστής μουσικής της ταυτότητας. Η “Απάνθρωπη Μεταμφίεση” –όπως σημαίνει ο τίτλος του στα Γαλλικά- πήγε το ίδιο το σχήμα, αλλά και το black metal ως ήχο, ένα τεράστιο βήμα παραπέρα (ή και μπροστά για κάποιους), με την εξέχουσα χρήση πλήκτρων και προηχογραφημένων δειγμάτων (συχνά πιο εξέχουσα κι από αυτή της ίδιας της ηλεκτρικής κιθάρας) και την θαρραλέα αντικατάσταση των χαρακτηριστικών φωνητικών κραυγών του ιδιώματος, από μπάσα καθαρά φωνητικά, αλλά και τα οπερετικά του ICS Vortex, που λίγα χρόνια αργότερα έμελε να αντικαταστήσει τον Garm, στο πόστο του βασικού τραγουδιστή. Το “La Masquerade Infernale” είναι για πολλούς ένας δίσκος σταθμός και ένα περίλαμπρο παράδειγμα του πως πρέπει να ηχεί το avant-garde metal.
Το “The Sham Mirrors” του 2002 πήγε τη μπάντα ένα ακόμη βήμα πιο πέρα, με την περισσότερο αφηρημένη, εξωπραγματική και πολυσυλλεκτική ταυτότητά του, που περιείχε ακόμη και στοιχεία από trip hop, ambient και ηλεκτρονική μουσική, αποτελώντας κάτι τελείως διαφορετικό από οτιδήποτε συνέβαινε στο metal (ή και σε οποιοδήποτε άλλο μουσικό είδος) εκείνη την περίοδο, ενώ το “Sideshow Symphonies” του 2005 (που μάλιστα σηματοδότησε την αποχώρηση του Garm, και την υπογραφή δισκογραφικού συμβολαίου με τη θρυλική Γαλλική δισκογραφική εταιρεία Seasons of Mist) έμοιαζε να ρέπει πολύ περισσότερο προς τις πιο progressive metal καταβολές του σχήματος. Με την εξαιρετική χρήση πλήκτρων, synths και πιάνου, το υπερηχητικό drumming του Hellhammer και τον ICS Vortex σε πρώτο ρόλο να προβάλλει περισσότερο από ποτέ την πολυσχιδή φωνητική προσωπικότητά του, με ερμηνείες κάθε είδους από ψίθυρους και black metal κραυγές ως δραματικές οπερετικές ερμηνείες, το “Sideshow Symphonies” αποτέλεσε –εκτός από μία αριστουργηματική κυκλοφορία- και το κύκνειο άσμα της πρώτης αυτής περιόδου των Arcturus, που οδηγήθηκαν λίγο καιρό αργότερα στην –προσωρινή ευτυχώς- διάλυσή τους, με κάθε μέλος να τραβάει τον δικό του δρόμο και να διαγράφει τη δική του μοναδική πορεία στο Νορβηγικό metal στερέωμα. Άλλωστε οι περγαμηνές τους μιλούν από μόνες τους.
Το “Arcturian” του 2015 ήρθε να αποτελέσει το επιστέγασμα των reunion εμφανίσεων των Arcturus, που ξεκίνησαν την ίδια χρονιά, και να σπείρει τον ενθουσιασμό στους fans του σχήματος παγκοσμίως, που κατάλαβαν πως εδώ δεν μιλούσαμε για μία… “αρπαχτή”, αλλά για την οριστική Ανάσταση, μίας μουσικής λεγεώνας που αποτέλεσε και αποτελεί σταθμό και ορόσημο για τη black metal σκηνή, και το extreme metal στερέωμα γενικότερα. Η ποιότητα του έσχατου αυτού δισκογραφικού δημιουργήματος των Arcturus καταδεικνύει με τρόπο συμπαγή, πως οι Νορβηγοί δεν πιέστηκαν προς τη κατεύθυνση της επανένωσής τους, αλλά πως αυτή συνέβη με κίνητρα γνήσια και άκρως καλλιτεχνικά, τα οποία άλλωστε πάντα διείπαν τη μπάντα, από τη δημιουργία της μέχρι και σήμερα.
Ο πυρήνας της μουσικής των Arcturus μπορεί να περιγραφεί ως ένα αμάλγαμα επιθετικού ακραίου metal, επιρροών από δραματική κλασική μουσική και παρανοϊκά ηλεκτρονικά jams, που κυριεύει τον ακροατή με μία σκοτεινή και κάποιες φορές ήπια γοητεία, φέροντας μία αίσθηση διεστραμμένου μελοδράματος όπως αυτή ανατέλλει μέσα από προσεκτικά κατασκευασμένες μουσικές δομές. Αποτελεί μαρτυρία της αντοχής του συγκροτήματος, ότι παρά τις πολυάριθμες εσωτερικές εκρήξεις, τις χαοτικές αλλαγές στη σύνθεσή του και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την πορεία του στη βιομηχανία, παραμένει κατακλυσμένοι από μία κατάμαυρη αίσθηση του χιούμορ και πιο αποφασισμένο από ποτέ να σφυρηλατήσει το δικό του μουσικό μονοπάτι.