Καλλιτέχνης με σπουδές αρχιτεκτονικής αρχικά, αυτοδίδακτος μουσικός στη συνέχεια, ο γεννημένος στη Θεσσαλονίκη Μιχαήλ Καρίκης δημιουργεί δράσεις, οπτικοακουστικά έργα, φωτογραφίες και εγκαταστάσεις που παρουσιάζονται στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου.
Ο διεθνής έλληνας καλλιτέχνης καταθέτει μέσα από το έργο του έναν έντονο πολιτικό, κοινωνικό και οικολογικό προβληματισμό, όπως μπορεί να διακρίνει ο επισκέπτης της ατομικής έκθεσής του που παρουσιάζεται μέχρι το τέλος Μαΐου στην Αθήνα, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, με τον τίτλο «Γιατί είμαστε μαζί».
Στις βιντεοεγκαταστάσεις που παρουσιάζονται στο ΕΜΣΤ πρωταγωνιστούν, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, κοινότητες οι οποίες, σε συνεργασία με τον καλλιτέχνη, καλούνται να επεξεργαστούν ένα τραύμα που τις καθόρισε στο παρελθόν και έχει να κάνει με τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες ύπαρξής τους. Βασικό εργαλείο γι’ αυτή την επεξεργασία αποτελεί ο ήχος και η μουσική.
Ο Μιχαήλ Καρίκης στράφηκε προς τη μουσική, ειδικά την πειραματική και αυτοσχεδιαστική μουσική του 20ού αιώνα, όταν ήρθε σε επαφή με το έργο του Ιάννη Ξενάκη και του Γιώργου Απέργη και τις ιδέες τους για την υλικότητα του ήχου, τον οποίο ο ίδιος, στη δουλειά του τον αντιμετωπίζει με έναν ιδιαίτερα πλαστικό, σχεδόν «γλυπτικό» τρόπο.
Έως το 2012 ο Μιχαήλ Καρίκης ασχολούνταν αποκλειστικά με τη μουσική, έχοντας κυκλοφορήσει τρία σόλο άλμπουμ, ενώ η σύνθεσή του «Once More in Co F Minor» περιλήφθηκε στο μουσικό άλμπουμ «Army of Me», που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της ισλανδής Björk προκειμένου να συγκεντρωθεί βοήθεια για τα θύματα του τσουνάμι της Ινδονησίας το 2004.
Η έκθεσή του στο ΕΜΣΤ στάθηκε η αφορμή για μια συζήτησή με τον Μιχαήλ Καρίκη για το έργο του και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει με τις διάφορες κοινότητες. Η συζήτησή μας έγινε διαδικτυακά, καθώς ο καλλιτέχνης βρισκόταν στη Λισαβόνα, όπου μόλις είχε επιστρέψει από τη Θεσσαλονίκη. Στο πλαίσιο του «Inspire Project 2023», είχε ολοκληρώσει μια σειρά εργαστηρίων με νέους καλλιτέχνες, στο MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της πόλης.
Το αποτέλεσμα των εργαστηρίων, μαζί με έργα του Μιχαήλ Καρίκη και του Albert Barqué-Duran, παρουσιάζονται στην έκθεση με τίτλο «Ένταση. Σενάρια μέλλοντος και άλλες ιστορίες», μέχρι το τέλος Ιουνίου 2023.
Οικονομικές, οικολογικές και μυθικές διαστάσειςΗ συζήτησή μας επικεντρώθηκε στη δουλειά που παρουσίασε στην Αθήνα, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, με αντιπροσωπευτικά έργα του (βίντεο και εγκαταστάσεις), στα οποία κυριαρχεί ο προβληματισμός για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και το περιβάλλον, αλλά και τους τρόπους που οι άνθρωποι συγκροτούν κοινότητες αλληλεγγύης.
Η γη, το χώμα και ό,τι είναι κάτω από αυτό, κυριαρχεί σε project όπως το «Sounds from Beneath» ή το «Children of Unquiet». Ποιο ρόλο παίζει η γη, το χώμα, στη δουλειά σας;Η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον είναι η πιο φανερή διάσταση στα έργα αυτά. Και στα δύο βλέπουμε τους πρώην ανθρακωρύχους ή τα παιδιά, αντίστοιχα, να βρίσκονται σε ένα μέρος απ’ όπου αντλούνταν ενέργεια από τη γη, κάτι που παραπέμπει σε μια πολύ συγκεκριμένη σχέση με το περιβάλλον. Η γη, σε αυτήν την περίπτωση, αντιμετωπίζεται σαν πηγή κέρδους: δεν είναι μόνο το μέρος στο οποίο ζούμε, αλλά το μέρος από το οποίο ζούμε. Τα μοντέλα οικονομίας που καθορίζουν αυτή τη σχέση συνιστούν την πρώτη διάσταση.
Υπάρχει μια πορεία που οδηγεί από το πρώτο στο δεύτερο έργο. Το «Sounds from Beneath» αφορά τις εξορύξεις, και για τη δημιουργία του συνεργάστηκα με πρώην ανθρακωρύχους, που ανήκουν σε ένα παλιότερο οικονομικό και βιομηχανικό μοντέλο, ενώ το «Children of Unquiet» αφορά τη γεωθερμία, ένα μοντέλο βιώσιμης παραγωγής ενέργειας, έναν τρόπο αρμονικότερης συνύπαρξης με το περιβάλλον. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το περιβάλλον δεν είναι ξέχωρος από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλο. Αυτή τη σχέση, αυτή τη δεύτερη διάσταση, επιδιώκω να κάνω τον θεατή των έργων μου να ξανασκεφτεί.
Μια τρίτη διάσταση είναι η μυθική: Η «Κοιλάδα του διαβόλου» όπου εκτυλίσσεται το «Children of Unquiet», έχει ένα ιδιαίτερο βάρος στην ιταλική κουλτούρα, λόγω του ότι είναι το μέρος που ενέπνευσε τον Δάντη για να γράψει την «Κόλαση». Αλλά και οι ανθρακωρύχοι είναι ένα είδος σύγχρονου Ορφέα, που διακινδύνευσαν και ξεπέρασαν τα όρια ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο.
Στην προβολή του «Sounds from Beneath» στο ΕΜΣΤ, το βίντεο συνοδεύεται από μια εγκατάσταση που παραπέμπει σε αγροτικές εργασίες. Βρήκα ιδιαίτερα ερεθιστική την αντίθεση ανάμεσα στο τοπίο των εγκαταλειμμένων ανθρακωρυχείων και την αναφορά στην αγροτική γη…
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το περιβάλλον δεν είναι ξέχωρος από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλο. Αυτή τη σχέση, αυτή τη δεύτερη διάσταση, επιδιώκω να κάνω τον θεατή των έργων μου να ξανασκεφτεί.
Όπως και σε πολλά άλλα στοιχεία του έργου, π.χ. τη σχέση ήχου και εικόνας, τη σχέση ασπρόμαυρου και έγχρωμου, έτσι και εδώ δημιουργείται μια ένταση. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα σε δυο μορφές οικονομίας, αγροτική και βιομηχανική, ανάμεσα σε καλλιέργεια και εξόρυξη, είναι σκόπιμη. Πρώτα βλέπουμε αυτά τα δεμάτια που μοιάζουν με άχυρο, καθόμαστε πάνω τους αν θέλουμε, και στη συνέχεια, στο βίντεο, την καταπονημένη από τις εξορύξεις γη, ενώ στο επόμενο βίντεο βλέπουμε τη γη της γεωθερμίας. Έτσι ερχόμαστε σε επαφή με τρεις διαφορετικές μορφές οικονομίας: αγροτική, βιομηχανική και μεταβιομηχανική. Σε αυτό το δεύτερο βίντεο η εικόνα συνοδεύεται από ένα κείμενο των Νέγκρι και Χαρντ που σκιαγραφούν τις προϋποθέσεις για ένα νέο μοντέλο παραγωγικών σχέσεων.
Πάρα πολλά από τα έργα μου ασχολούνται με την ανθρώπινη εργασία, αρκετά έχουν πραγματοποιηθεί σε εργοστάσια. Η δική μου γενιά βίωσε το πέρασμα από τη βιομηχανία στην αποβιομηχάνιση, κάτι για το οποίο διατηρώ πολλά ερωτήματα. Το εργοστάσιο ήταν χώρος παραγωγής, χώρος εκμετάλλευσης, τόσο του ανθρώπου όσο και της γης, αλλά ήταν επίσης και χώρος ανθρώπινων σχέσεων, ένας χώρος κοινωνικότητας, αλληλεγγύης, φιλίας, συνδικαλισμού… Ο χώρος της εργασίας με απασχολεί ιδιαίτερα, γιατί στις μέρες μας, μέσω της άυλης παραγωγής, έχουμε χάσει την ικανοποίηση που δίνει η εργασία. Αυτή η ίδια και οι σχέσεις που αναπτύσσονται γύρω της σήμερα είναι κατακερματισμένες.
Ως καλλιτέχνης, λόγω της μεθοδολογίας της δουλειάς μου, επέλεξα να μη δουλεύω μόνος μου στο στούντιο. Η δουλειά μου είναι κοινωνική, πάντοτε συνεργάζομαι με διάφορες συλλογικότητες και το έργο παράγεται μέσα από τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης, φροντίδας και αγάπης – όλα αυτά τα άυλα στοιχεία που υπερβαίνουν το έργο τέχνης. Έτσι αυτό που δημιουρούμε παράγεται από κοινού και οι αποφάσεις γι’ αυτό είναι κοινές. Σε όλα τα έργα που κάνω ο καθένας παράγει κάτι διαφορετικό. Εγώ φέρνω τα προσόντα και τις γνώσεις και την εμπειρία που έχω αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια για να χρησιμοποιηθούν από κοινού, για να δημιουργήσω μαζί με άλλους εικόνες και αναπαραστάσεις για την πραγματικότητά τους. Ο ρόλος μου είναι μερικές φορές αυτός του ενορχηστρωτή. Ενορχηστρώνω όχι μονάχα ήχους, όπως στο «Sounds from Beneath», αλλά και συνθήκες προκειμένου να δημιουργηθούν διάλογοι και σχέσεις. Η πρόβα, ας πούμε, είναι μια τέτοια συνθήκη.
Για τις ομάδες που συμμετέχουν στα δύο project (τους συνταξιούχους ανθρακωρύχους και τα παιδιά) η αποβιομηχάνιση δεν φαίνεται να λειτουργεί τραυματικά. Πώς χειρίζεστε το τραύμα στη δουλειά σας με τις διάφορες κοινότητες και ποιος είναι ο τρόπος σας να είστε «μαζί»;Ο χώρος της εργασίας με απασχολεί ιδιαίτερα, γιατί στις μέρες μας, μέσω της άυλης παραγωγής, έχουμε χάσει την ικανοποίηση που δίνει η εργασία. Αυτή η ίδια και οι σχέσεις που αναπτύσσονται γύρω της σήμερα είναι κατακερματισμένες.
Νομίζω πως το κάθε έργο αναφέρεται και σε κάποιο τραύμα: την αποβιομηχάνιση, τη μαζική ανεργία, την απομόνωση, αλλά είναι και μια απάντηση στο γιατί και στο πώς είμαστε μαζί. Οι ανθρακωρύχοι είναι μαζί για να τραγουδήσουν, σαράντα χρόνια μετά το τραύμα που βίωσαν. Είναι μια πράξη συλλογικότητας. Στο «Children of Unquiet», τα παιδιά και οι οικογένειές τους βίωσαν ένα τραύμα εξαιτίας της αυτοματοποίησης του εργοστασίου, που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τις εργατικές κατοικίες τους. Το να παίζουν, να σκέφτονται από κοινού, να αφουγκράζονται και να εναρμονίζονται το ένα με το άλλο και με τη γη, όλοι αυτοί είναι τρόποι να είναι «μαζί».
Μαθαίνοντας τη γλώσσα της φύσης Στη δουλειά σας η μουσική παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο. Με ποιον τρόπο εισάγετε τον ήχο στα έργα σας;Όλα σχεδόν τα έργα της έκθεσης στο ΕΜΣΤ έχουν ξεκινήσει πρώτα από έρευνα ήχου. Πρώτα συνθέτω με βάση κάποια αρχική μουσική ιδέα και με αυτοσχεδιασμό. Στη συνέχεια η εικόνα χτίζεται γύρω από τον ήχο, είτε αυτή έχει να κάνει, όπως στο «Sounds from Beneath», με τη μνήμη και τον χώρο εργασίας, είτε το πώς αφουγκραζόμαστε και μαθαίνουμε τη γλώσσα της φύσης και της γης, όπως στο «Children of Unquiet», που τα παιδιά τραγουδούν τους ήχους του νερού, του αέρα κ.λπ. Στην εγκατάσταση «The Weather Orchestra» βλέπουμε μουσικούς να παίζουν παραδοσιακά ή τελετουργικά όργανα, που έχουν κατασκευαστεί ειδικά για να αποδώσουν τη γλώσσα της φύσης, της βροχής, του κεραυνού…
Είπατε νωρίτερα ότι η καλλιτεχνική σας διαδρομή ξεκίνησε από την πειραματική και αυτοσχεδιαστική μουσική. Τι σας έκανε να στραφείτε σε άλλους, περισσότερο εικαστικούς δρόμους, όπως το βίντεο;Αυτό που με προβλημάτιζε ήταν το πώς να μετατρέψω τις πολιτικές μου ιδέες σε πρακτική μέσα από τη δουλειά μου. Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό μέσω της μουσικής. Επιδίωκα να συνδέσω τις γνώσεις μου, τον αβανγκαρντισμό και την πειραματική μουσική, με τις ιδέες του σοσιαλισμού και με την αντίληψη ότι η τέχνη είναι για όλους και πρέπει να επικοινωνεί με όλους. Είναι δική μου ευθύνη να εμπλέξω τον ακροατή ή τον θεατή με το έργο μου. Το «Sounds from Beneath» είναι το πρώτο έργο που έκανα σε αυτήν την κατεύθυνση, αναζητώντας τρόπους η μουσική, χωρίς στίχους, να μιλήσει για κάτι που είναι πολύ πραγματικό, που συνδέεται με την εργατική τάξη, αλλά παράλληλα είναι πειραματικό και αβανγκάρντ.
Μιχαήλ Καρίκης, «Γιατί είμαστε μαζί»
Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Διάρκεια: 28 Ιανουαρίου – 8 Οκτωβρίου 2023
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Τετάρτη, Παρασκευή-Κυριακή, 11.00-19.00, Πέμπτη, 11.00-22.00