Συν & Πλην: «Ο Μισάνθρωπος» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για τον «Μισάνθρωπο» σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν που ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Ίσως το δημοφιλέστερο έργο του Μολιέρου και εντός Ελλάδος, κάτι που επαληθεύεται από τα απανωτά ανεβάσματα του στην αθηναϊκή σκηνή κατά την τρέχουσα χειμερινή περίοδο. Η συμπλήρωση των 400 ετών από την γέννηση του τροφοδότησε εκ νέου την φλόγα για την συγγραφική οξύνοια του κορυφαίου μετα-αναγεννησιακού συγγραφέα. Έτσι, η επιστροφή του Πέτερ Στάιν στην Ελλάδα, ως προσκεκλημένου του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, σηματοδοτεί το τέταρτο ανέβασμα του έργου κατά τον τελευταίο χρόνο – μετά τις προσεγγίσεις των ΄Αντζελας Μπρούσκου, Μαρίας Μαγκανάρη και Γιάννη Κακλέα στο σατιρικό, υπαρξιακό δράμα του Μολιέρου.
Αναπόφευκτα πιο εξοικειωμένο, έστω και με τον τίτλο του έργου, το αθηναϊκό κοινό έχει μια νέα αφορμή να εντρυφήσει στην σκέψη του Μολιέρου με επίφαση την υπαρξιακή μάχη του Αλσέστ. Ο τελευταίος αποτελεί μια εξαίρεση στον κανόνα της κοινωνικής αλλοτρίωσης, της διαφθοράς, την κολακείας που ανθίζει στο Παρίσι του 17ου αιώνα, διαβρώνοντας κάθε ηθική και κοινωνική αξία, μπροστά στην επικράτηση του αρεστού και του ‘τρέχοντος’. «Η απάτη και η υποκρισία συνέχεια νικάνε. Οι άνθρωποι αλλιώς θα έπρεπε να ‘ναι» λέει ο Αλσέστ λίγο πριν εγκαταλείψει την κοινωνική ζωή για την «πλήρη ερημία» και αποφασίσει να κόψει «κάθε σύνδεσμο με την ανθρωπότητα».
Βεβαίως, η απόσταση του από τον κοινωνικό συρφετό, η βαθιά του πεποίθηση πως είναι ο μοναδικός απόστολος της ακεραιότητας και της ειλικρίνειας, τον καθιστά νάρκισσο και παθιασμένο λάτρη του Εγώ του. Έτσι, διαρκώς εξεγερμένος και οργισμένος περιφέρεται ανάμεσα σε συναθροίσεις κολάκων και υποκριτών – που, κατά τα άλλα, συνθέτουν την ‘καλή’ κοινωνία της πόλης. Σε αυτούς τους κύκλους κυκλοφορεί, όλως παραδόξως, και η γυναίκα που ποθεί ο Αλσέστ: Η νεαρή χήρα Σελιμέν που σηματοδοτεί την αχίλλειο πτέρνα της ρητορικής του περί ηθικής και υψηλών αξιών. Έχει την πεποίθηση πως η αγάπη του για εκείνη θα σταθεί ικανή να την αλλάξει. Όταν συνειδητοποιεί ότι δεν πρόκειται παρά μόνο για μια πλάνη του πόθου του, αποχωρεί από τα εγκόσμια.
Πέραν από την, όποια, επετειακή επικαιρότητα, κάθε ανέβασμα του «Μισανθρώπου» λειτουργεί ως υπόμνηση και εξήγηση της δημοφιλίας του Μολιέρου, τέσσερις αιώνες μετά: Τολμηρός, σαρκαστικός, ειρωνικός, πολιτικός, συχνά αστείος, με αναγνωρίσιμους ήρωες από κάθε κοινωνική και ιδεολογική βαθμίδα και το κυριότερο βαθιά υπαρξιακός – γι’ αυτό και αιώνιος.
Η παράστασηΜολονότι φέρει την σκηνοθετική υπογραφή ενός μεγάλου ανανεωτή του ευρωπαϊκού θεάτρου, το ανέβασμα του «Μισανθρώπου» από τον Πέτερ Στάιν βρίσκεται στην δυσάρεστη θέση να πάσχει κυρίως από σκηνοθετική καθοδήγηση. Ενώ η μουσικότητα και η δυναμική του λόγου έπρεπε να καθορίζει την παράσταση, η προσπάθεια καταλήγει μετέωρη. Εκπληρώνεται, δηλαδή, από τους κάποιους ηθοποιούς – και δυστυχώς ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ως πρωταγωνιστής δεν βρίσκεται ανάμεσα τους – οδηγώντας σε ένα άνισο αποτέλεσμα.
Τα Συν (+) Η όψη της παράστασηςΑν κανείς φανταζόταν την ρεαλιστική αναπαράσταση του Grand Siecle, του 17ου, Μεγάλου Αιώνα της Γαλλίας επί σκηνής, η πληθωρική οπτική της ενδυματολόγου Anna Maria Heinreich θα ικανοποιούσε τις προσδοκίες του. Χάρμα οφθαλμών τα κοστούμια της αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ΄ που επιβάλλονται εικαστικά στην αισθητική της παράστασης. Σε αντίστιξη με το σκηνικό του Ferdinand Woegerbauer που ναι μεν, περιγράφει το κέλυφος ενός αρχοντικού αλλά με φειδώ: Μεγαλύτερη αξία έχει η σημειολογική ύπαρξη των παραμορφωτικών καθρεφτών που σχολιάζουν – αν δεν αντιγυρίζουν – το ψεύδος στους φορείς του.
Η ύπαρξη του έμμετρου λόγου δημιουργεί μια συγκεκριμένη φόρμα στην οποία πρέπει όλος ο θίασος να υπακούσει. Αυτό δημιουργεί a priori μια κοινή ερμηνευτική γραμμή – ευεργετικό για μια παράσταση και τον σκηνοθέτη της – η οποία ωστόσο είναι ιδιαίτερα απαιτητική στην εκτέλεση της. Δυστυχώς, σε αυτήν την απαίτηση ανταποκρίνεται μόνο ένα μέρος της πρωταγωνιστικής ομάδας – πιθανώς ελλείψει σκηνοθετικής καθοδήγησης ή καλύτερα ενός σκηνοθέτη που κατανοεί την ελληνική γλώσσα.
Κατά συνέπεια, διακρίνονται ηθοποιοί περισσότερο ασκημένοι στη μουσικότητα του λόγου. Ο Γιωργής Τσαμπουράκης ως Φιλέντ, ο Γιώργος Γλάστρας ως Ορόντ (απολαυστικός και καίριος σε κάθε λέξη), η Όλια Λαζαρίδου ως Αρσινόη (με όλη την κωμική χάρη και την λεπτότητα που απαιτεί ο ρόλος της), η Νάνσυ Μπούκλη ως Ελιάντ φέρουν με σαφήνεια και καθαρότητα τα νοήματα των ρόλων τους.
Επίσης, με ενδιαφέρον βλέπουμε την παρουσία του Δημήτρη Ντάσκα, του Βαγγέλη Δαούση και του Θεοδόση Τανή. Ωστόσο, οι κεντρικοί ρόλοι ερμηνευμένοι από τους Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και την Παρασκευή Δουρουκλάκη πάσχουν – για διαφορετικούς λόγους. Στο ρόλο του «Μισανθρώπου» ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος δεν καταφέρνει ν’ αναδείξει την τονικότητα του λόγου, παρά την σκηνική ένταση που ορίζει την ερμηνεία του. Η δε ερμηνεία της Παρασκευής Δουρουκλάκη στο ρόλο της Σελιμέν υστερεί, όχι τόσο στην διαχείριση του μολιερικού λόγου, όσο σε εκφραστικό πλούτο καθώς διακρίνεται από σωματική αμηχανία.
Όταν ο ‘ανταγωνισμός’ στη μετάφραση του Μολιέρου φέρει την υπογραφή της Χρύσας Προκοπάκη, η απόπειρα κάθε νέας προσπάθειας αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Κι έτσι παρότι η, εδώ, εργασία της Λουΐζας Μητσάκου είναι αξιοπρεπέστατη, δεν λείπουν και κάποιες αντιφάσεις όπου ο ποιητικός λόγος μπολιάζεται αίφνης με πιο καθημερινές φράσεις και λέξεις, γειώνοντας παράξενα τα νοήματα. Και σίγουρα υστερεί σε λογοτεχνικό πλούτο – συγκριτικά πάντα με την μετάφραση Προκοπάκη.
Η άγνοια της ελληνικής γλώσσας από τον Πέτερ Στάιν φαίνεται πως κοστίζει καθοριστικά στο σκηνοθετικό αποτέλεσμα. Παρότι, λοιπόν, υπογράφει μια ρέουσα και καλαίσθητη (αν και κλασική) παράσταση, είναι ορατό πως δεν έχει ηγηθεί στην διδασκαλία του λόγου· μια εξαιρετικά κρίσιμη λειτουργία για ένα έργο η καρδιά του οποίου χτυπάει στη μουσική, το ρυθμό, και τη δύναμη εκφοράς της κάθε λέξης.
Το άθροισμα (=)Η αναβίωσης της μολιερικής σκηνοθεσίας του Πέτερ Στάιν σκοντάφτει στην ανάδειξη της διδασκαλίας του λόγου.