Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Κάποιες φορές ένας Κωλόκαιρος μπορεί να είναι καλός οιωνόςΕίναι κάποιες φορές που όσο κωλόκαιρο και να έχει, το φως θα βρει τρόπο να ξετρυπώσει και να σου θυμίσει ότι δεν είναι όλα τόσο χάλια. Κάπως έτσι ένιωσα, όταν έφυγα από την παράσταση του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, που ανεβαίνει για δύο ακόμα Τρίτες στο Θέατρο Τζένη Καρέζη. Για δύο λόγους: Από τη μία, γιατί μου θύμισε ότι καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν και η αποδοχή κρύβεται σε μέρη που μπορεί να μην περίμενες να τη βρεις. Ναι ακόμα και σε ένα σκυλάδικο, ανάμεσα σε άνδρες “παλαιάς κοπής”, που έχουν μάθει να φοβούνται τους ανθρώπους που δεν απολογούνται για τον εαυτό τους. Σε τέτοια περιβάλλοντα, στα όρια του λούμπεν, μερικοί άνθρωποι καταφέρνουν να κάνουν το πιο δύσκολο βήμα από όλα: να αποδεχτούν τον εαυτό τους και τους άλλους για αυτό που πραγματικά είναι. Όσοι έχετε δει την παράσταση καταλαβαίνετε τι εννοώ, αλλά και τον λόγο που δεν μπορώ να πω περισσότερο. Από την άλλη, ο Κωλόκαιρος μου θύμισε ότι το “νεο ελληνικό ρεαλιστικό θέατρο” μπορει να είναι τάση, αλλά αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό πράγμα, ακόμα κι αν γίνονται και κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες. Είναι σημαντικό να βγαίνουν νέα ελληνικά έργα, ακόμα κι αν έχουν μία φόρμα που τα κάνει πιο “θελκτικά” στο μέινστριμ θεατρικό κοινό. Και είναι όκει, αν αυτό σημαίνει ότι περισσότερο κοινό θα βρεθεί αντιμέτωπο με ζητήματα, όπως εκείνα που πραγματεύεται ο Κωλόκαιρος. Είχε αστοχίες; Σίγουρα, αλλά και πάλι παρέμεινε απολαυστική από την αρχή μέχρι το τέλος και γι’ αυτό χαίρομαι πολύ που πρόλαβα να την δω, έστω στην παράταση.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Πίσω στο 2020, κάτι η πανδημία και ο εγκλεισμός της καραντίνας, κάτι το άγχος των πανελληνίων, οδήγησε την 18χρονη τότε Μαρίνα Σπανού στον όμορφο πεζόδρομο της Διονυσίου Αεροπαγίτου. Εκεί έστησε τα ηχεία της, έπιασε την κιθάρα της και ξεκίνησε τα αυτοσχέδια live, που στην αρχή γίνονταν για το αντάμωμα λίγων και καλών φίλων. Στη συνέχεια ο κόσμος πλήθαινε, σταματούσε έστω και για λίγο να δει ποιο είναι αυτό το κορίτσι με την βελούδινη φωνή και έτσι πολύ σύντομα τα μουσικά αυτά ραντεβού καθιερώθηκαν. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο ακολούθησαν τα official live σε μεγάλες αθηναϊκές σκηνές, όμως η ατμόσφαιρα της πιο όμορφης διαδρομής της πόλης, που ξεκινά από το Μουσείο της Ακρόπολης και καταλήγει στο Θησείο, θα συνόδευε κάθε φορά τη Μαρίνα και τις εμφανίσεις της, ανεξαρτήτου χώρου. Κι αυτό είναι που την κάνει μοναδική.
Σε ένα τέτοιο live βρέθηκα κι εγώ στο Fuzz, λίγο καιρό μετά αφού η Μαρίνα Σπανού κυκλοφόρησε τον δεύτερό της δίσκο, με τίτλο “25 τετραφωνικά”, με 8 τραγούδια (το ένα από αυτά αποτελεί το intro του δίσκου και είναι ένα ερωτικό γράμμα με τίτλο “Δυο Και Κάτι”) τα οποία γεννήθηκαν μέσα στα 25 τετραγωνικά του δωματίου της. Με την βαθιά ανάγκη να διηγηθεί μικρές, ανθρώπινες ιστορίες, στις οποίες ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί, η Μαρίνα ανέβηκε στη σκηνή του Fuzz για να μάς συστήσει το νέο της άλμπουμ, αλλά και να ερμηνεύσει κι άλλες διασκευές με τον δικό της μοναδικό αυθορμητισμό και την αστείρευτη ενέργεια που δεν οφείλονται μόνο στο γεγονός ότι είναι μόλις 20 χρονών, αλλά στο ότι αγαπάει βαθιά και ολοκληρωτικά αυτό που κάνει και αυτό το εκπέμπει. Και μάς το μετέδωσε κι εμάς. Εκείνο το βράδυ χορέψαμε, ουρλιάξαμε δυνατά τους στίχους, στεναχωρηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, αφιερώσαμε, μοιραστήκαμε. Μιλήσαμε για έρωτες, για χωρισμούς, για γέλια και για κλάματα, για πίστη και ματαιώσεις. Και στο τέλος “ξορκίσαμε” όσα δεν θέλαμε πια να κουβαλάμε μέσα μας, λυτρωθήκαμε. Σε ένα live αυθεντικό, με μια Μαρίνα απολαυστική, επικοινωνιακή, που δέχτηκε λουλούδια από τα “γιασεμάκια” της, όπως αποκάλεσε το φανατικό κοινό της και εκείνη τους το ανταπέδωσε με σοκολατάκια. Αυτό το live ήταν η τέλεια αρχή για ένα γεμάτο συναυλιακό καλοκαίρι για το οποίο ανυπομονώ να έρθει να διώξει μακριά την “ασχήμια” με την ξεγνοιασιά του κι εμείς να φτιάξουμε νέες ιστορίες για να διηγηθούμε…
Ευδοκία Βαζούκη
Πόσες φορές έχουμε βάλει όπισθεν και κάποιος με ένα λευκό SUV πετάγεται από πίσω και κορνάρουμε οργισμένοι γιατί κάτι ακόμα ήρθε να μάς εκνευρίσει σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα; Τα 10 πανέξυπνα τριαντάλεπτα επεισόδια με αφετηρία ένα τέτοιο περιστατικό στο δρόμο γίνονται το όχημα αυτής της μαύρης κωμωδίας να σκάψει στο βάθος καθημερινών στιγμών της σύγχρονης ζωής, αφήνοντας την «ειρωνεία» κάθε σκηνής να δράσει από μόνη της. Οι πρωταγωνιστές σε μια προσπάθεια να διοχετεύσουν τον θυμό τους για την ίδια τους τη ζωή, μπαίνουν σε αυτό το «beef» μέχρι τελικής πτώσεως. Είναι μια σειρά πραγματικά ευφυής στο στήσιμό της. Πλάθει ήρωες συναισθηματικά ώριμους και ανώριμους ταυτόχρονα. Πίσω από τη πλούσια Amy και τον φτωχό Danny δεν διακρίνουμε δύο στερεοτυπικές φιγούρες που διαπληκτίζονται, αλλά δύο αγωγούς μιας ιστορίας για τη κατάθλιψη της σύγχρονης ζωής, την ανεπάρκεια των σχέσεων, το χρήμα, την οικογενειακή ζωή, το τραύμα, τις ταξικές διαφορές (ή και ομοιότητες) και εν τέλει παρακολουθούμε μια ιστορία με πυρήνα την απελπισία του ακατάπαυστου θυμού που μετουσιώνεται σε συνεχή αντεκδίκηση χωρίς πάτο. Ο δημιουργός Lee Sung Jin, μαζί με ένα αξιόλογο καστ πραγματώνουν μέσα από την απλότητα αυτής της σειράς έναν κόσμο που μπορούμε να ταυτιστούμε, να γελάσουμε, να παρατηρήσουμε, να κατανοήσουμε… Μια σειρά για binge-watch με εξαιρετικό οπτικό στυλ και ίσως από τα πιο δυνατά χαρτιά του Netflix για φέτος!
Λίνα Ρόκα
Αυτή την εβδομάδα είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την έκθεση “Σήκω Ψυχή Μου” στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Βουλής, ένα αφιέρωμα στον Μικρασιατικό πολιτισμό, που σχεδιάστηκε το 2022 με αφορμή τα 100 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης. Αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον των επισκεπτών στον συγκεκριμένο χώρο, είναι πως το κύριο θέμα είναι η άυλη πολιτιστική κληρονομιά: Η ιδέα αφορά στη διάδραση μέσω της μουσικής. Άρα, μιλάμε για μια έκθεση πρωτότυπη, που χρησιμοποιεί αλληλεπιδραστικά μέσα τεχνολογίας (ραδιόφωνα, οθόνες, τάμπλετ) για την αναπαραγωγή μουσικών playlist, που έχουν τοποθετηθεί με ιστορική σειρά (Μουσικές από την Σμύρνη & η εξέλιξη τους αφού ήρθαν εδώ). Τα εκθέματα είναι άυλα, δεν αποτελούν ιστορικά κειμήλια και διεγείρουν τον ενδιαφέρον του κοινού μέσω των αισθήσεων της ακοής, της όρασης και της αφής, χωρίς πληροφοριακή υπερφόρτωση.
Στον πρώτο τοίχο είναι τοποθετημένο το εισαγωγικό κείμενο με μικρά σκίτσα εμπνευσμένα από το θέμα της έκθεσης. Όσο προχωράς προς τα μέσα, δεξιά και αριστερά, υπάρχουν φωτογραφίες βγαλμένες από τη ζωή τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνουν το πριν και το μετά. Στους μέσα τοίχους υπάρχουν μικρές θέσεις για το κουρασμένο κοινό αλλά και εκθέματα διαδραστικά (ραδιόφωνο). Στη συνέχεια, υπάρχει η προσθήκη με τα ελάχιστα “απτά” εκθέματα, που το καθένα από αυτά κουβαλά μια ιστορία. Το μονοπάτι καταλήγει σε ένα πάλκο (μια σκηνή) που χρησιμοποιείται για φωτογραφίες, αναπαραστάσεις και μικρά μουσικά δρώμενα. Στο πρώτο μισό η έκθεση αποτελείται από 4 τάμπλετ, νοητικά και χρονολογικά συνδεδεμένα μεταξύ τους με playlists που μπορεί το κοινό ή ο ξεναγός να πατήσει και να ακούσει τραγούδια που ανήκουν σε συγκεκριμένες εποχές και μέρη. Στο δεύτερο μισό υπάρχουν 3 οθόνες που δείχνουν αποσπάσματα από ταινίες και στιγμιότυπα εθίμων που ανήκουν στην άυλη πολιτισμική κληρονομιά (χοροί) που πάλι το κοινό/ ο ξεναγός μπορούν αναπαραγωγή στιγμή να περιηγηθούν. ‘Ολα τα εκθέματα είναι τοποθετημένα και συνδεδεμένα ώστε να καθοδηγούν και να εξιστορούν στον επισκέπτη την εκάστοτε ιστορία. Εν προκειμένω, είναι η ζωή και ο πόνος των ανθρώπων μέσα από τη μουσική που κουβάλησαν μαζί τους. Η έκθεση θα παραμείνει ανοιχτή προς το κοινό μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2023.
Σπύρος Χαϊντούτης
Την εβδομάδα που μάς πέρασε βρέθηκα στην πρεμιέρα της παράστασης της ομάδας C. for Circus , «Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον», στο Σύγχρονο Θέατρο. Το έργο, σε κείμενο-σκηνοθεσία της Βαλέριας Δημητριάδου, πραγματεύεται ένα οδυνηρό και δύσκολο ζήτημα, αυτό της σωματεμπορίας/sex trafficking. Η Χλόη είναι μια νεαρή κοπέλα που ζει μαζί με τη μητέρα της και τον αυτιστικό αδερφό της. Ο πατέρας έχει πεθάνει και το σινεμά το οποίο διαχειρίζονται δεν πηγαίνει καθόλου καλά, καθιστώντας το μέλλον της οικογένειας αβέβαιο. Όταν ένας νεαρός άνδρας, ο Πίτερ, βρεθεί στον δρόμο της Χλόης, εκείνη, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς, θα αρχίσει να ελπίζει και να ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή τόσο για την ίδια όσο και για την οικογένεια της. Έως ότου το όνειρο μετατραπεί σε εφιάλτη και η Χλόη βρεθεί παγιδευμένη στα «δίχτυα» ενός κυκλώματος σωματεμπορίας, σε ένα περιβάλλον διαρκούς κακοποίησης και εκμετάλλευσης όπου η διέξοδος μοιάζει μέρα με τη μέρα όλο και πιο ανέφικτη.
Η Βαλέρια Δημητριάδου και η ομάδα C. for Circus θέλουν να μάς φέρουν αντιμέτωπους με αυτόν τον εφιάλτη, για τον οποίο όλοι μας έχει τύχει να ακούσουμε ή να διαβάσουμε σε κάποιο αστυνομικό ρεπορτάζ, όχι απλώς για να σοκαριστούμε -και αυτό γίνεται εμφανές με τον τρόπο που η σκηνοθέτρια διαχειρίζεται όλον αυτόν τον κύκλο βίας, ναι μεν χωρίς περιστροφές αλλά όχι σαν κάποιου είδους «φετίχ» ή αυτοσκοπό- ούτε απλώς για να αισθανθούμε θλίψη (αδιαμφισβήτητα αυτονόητη) για το δράμα που βιώνει η Χλόη και όλα τα υπόλοιπα κορίτσια σαν εκείνη, κυρίως για να στοχαστούμε από κοινού και να έρθουμε αντιμέτωποι με μια άβολη αλήθεια: Κάθε ένας από εμάς έχει βάλει το «λιθαράκι» του για τη δημιουργία ενός αδυσώπητου κόσμου, γεμάτου ευάλωτων και «ξεχασμένων» ανθρώπων, όταν έχουμε συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό να κλείνουμε τα μάτια στην κακοποίηση και την εκμετάλλευση, να μην απλώνουμε το χέρι να βοηθήσουμε, να επιτρέπουμε στο «κέρδος» να «κατασπαράζει» ζωές, να αρνούμαστε στον οποιοδήποτε το δικαίωμα να του ανήκει ο εαυτός του, να εφησυχάζουμε μόνο και μόνο γιατί αυτό-παραμυθιαζόμαστε πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δεν ανήκουμε και εμείς οι ίδιοι στους «ξεχασμένους» και ο κόσμος δεν θα δείξει ποτέ σε εμάς το σκληρό του πρόσωπο.
Στα συν, ο γρήγορος ρυθμός της παράστασης, το σασπένς και η αγωνία για την τύχη της κεντρικής ηρωίδας, των υπόλοιπων κοριτσιών και της οικογένειας της, που με «καθήλωσαν» στη θέση μου από την αρχή έως το τέλος και ομολογώ πως ούτε κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Στα συν και η απουσία ηρώων-καρικατούρων ή δραματουργικά εύκολων «λύσεων», οι μικρές πινελιές «χιούμορ» που ανακούφιζαν κάπως τον θεατή από την «οδύνη» του θέματος, η επαφή με τις πιο «ενδόμυχες» σκέψεις των ηρώων μέσα από αφήγηση στο α’ πρόσωπο, ο τρόπος που οπτικά και μουσικά αναπαραστάθηκε αυτός ο εφιαλτικός «κόσμο» μακριά από γραφικότητες.
Αριστούλα Ζαχαρίου