Η εργατική Πρωτομαγιά μέσα από τους στίχους σπουδαίων ποιητών
Μέσα από 5 σπουδαία ποιήματα, Έλληνες και ξένοι σπουδαίοι ποιητές κατάφεραν να υμνήσουν καλύτερα από τον καθένα, την αφιερωμένη στους εργατικούς αγώνες Πρωτομαγιά.
Ήταν Πρωτομαγιά του 1886 όταν στο Σικάγο, μία πορεία εργατών που διεκδικούσαν το οκτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας, κατέληξε σε μία από τις πιο τραγικές σελίδες της ιστορίας. Μία σελίδα που γράφτηκε με αίμα, για να μπορούν πλέον όλοι οι εργαζόμενοι να θεωρούν ως αυτονόητες τις σημερινές συνθήκες εργασίας.
Στην Αμερική του ’86, καθιερωμένες συνθήκες εργασίας δεν υπήρχαν. Οι εργάτες υπέφεραν προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τις παράλογες απαιτήσεις των αφεντικών τους, μέχρι που την 1η Μαΐου εκείνης της χρονιάς, οι εργάτες του Σικάγο δεν άντεξαν άλλο το καθεστώς εκμετάλλευσης που κυριαρχούσε και ξεκίνησαν μία μαζική απεργία.
Αυτή την απεργία υποστήριξαν 350.000 άτομα και 90.000 πήραν μέρος στις διαμαρτυρίες εκείνων των ημερών. Στις 3 Μαΐου όμως, χύθηκε το πρώτο αίμα που σημάδεψε για πάντα τον Μάιο ως μήνα διεκδίκησης και αγώνα. Τέσσερις εργάτες κείτονταν νεκροί και δεκάδες τραυματισμένοι, όταν κάποιοι απεργοσπάστες προσπάθησαν να διακόψουν τις διαμαρτυρίες. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν ακόμα πιο σκοτεινά, με την αστυνομία να ασκεί αιμοδιψή βία και λίγες μέρες αργότερα η ιστορία να μετρά δεκάδες αδικοχαμένους νεκρούς.
Λίγα χρόνια μετά τα αιματοβαμμένα επεισόδια του 1886, η 1η μέρα του Μαΐου καθιερώθηκε ως Απεργία της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Στην Ελλάδα, για πρώτη φορά τιμήθηκε με απεργία η Πρωτομαγιά το 1893, όπου περίπου 2.000 εργάτες είχαν συγκεντρωθεί και δημιουργήσει ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο η Κυριακή θα έπρεπε να είναι αργία και το ωράριο θα έπρεπε να μην υπερβαίνει τις 8 ώρες.
Την Εργατική Πρωτομαγιά όμως, την έχουν υμνήσει καλύτερα από όλους οι ποιητές και εμείς συγκεντρώσαμε 5 σπουδαία ποιήματα για να μας θυμίσουν τους σημαντικούς αγώνες και τη σημασία αυτής της μέρας.
Σε ένα από τα πιο σπουδαία ποιήματα-μοιρολόγια, ο Τάσος Λειβαδίτης μιλά για όσους χάθηκαν άδικα, για σκοπούς που εξυπηρετούσαν μόνο την εξουσία και τον εγωισμό των ανωτέρων τους.
Φεγγάρι, ερημοφέγγαρο
κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών
αγέρα, πικραγέρα
πολύλαλε αγέρα των μουγγών
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάησταυρώσανε το νιο,
μήνα Μάη
σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό –
ροδιά, δος του το αίμα σου
δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα,
μήνα Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό
αχ, το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά
το μεσημέρι λάμψη κι όνειρα
το βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη
σταυρώσανε το Μάη
ύστερα πλύναν τα μαχαίρια και σκοτώσαν το νερό,
ύστερα κάναν να κοιτάξουν και σκοτώσανε το δειλινό
αστροφεγγιά
χρυσάφι στο ταγάρι των τυφλών
α, σκύλα αστροφεγγιά, όπυ τους έφεγγες,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη
Μεγάλη Παρασκευή των φτωχών
κι ολόρθες οι γυναίκες στα κατώφλια
με τα μεγάλα μάτια τους τον σαβανώνουν,
τα δεντρολίβανα σκύβουν και τον μυρώνουν,
οι άντρες πέρα μες στα καπηλιά
μ’ ένα πικρό τραγούδι τον κατευοδώνουν
τα χελιδόνια έρχονται και τον ανασηκώνουν,
αχ, το πρωί ήταν άνοιξη
το βράδυ μαύρη συννεφιά
το βράδυ ήρθε με δώδεκα καρφιά
το βράδυ γαύγιζε με δώδεκα σκυλιά
το βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά
σύγνεφο, πικροσύγνεφο
γιατί δεν έμπαινες μπροστά
κι από την κοντινή την εκκλησιά
γιατί δεν έσκουζες παρθένα Παναγιά,
α, κάτω απ’ τον άδειο ουρανό,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη
μήνα Μάη
σταυρώσανε το νιο.
Την 1η Μαΐου του 1936, η μέρα βάφτηκε με το αίμα του 25χρονου αυτοκινητιστή Τάσου Τούση. Στην τότε παλλαϊκή απεργία της Θεσσαλονίκης, η ειρηνική διαδήλωση μετατράπηκε σε θρίλερ, με μία μόνο εντολή της κυβέρνησης Μεταξά. Η χωροφυλακή έπρεπε να δώσει ένα τέλος στη διαδήλωση με κάθε κόστος. Μαζί με τον Τάσο πέθαναν 12 ακόμα εργάτες. Ο Γιάννης Ρίτσος, μαθαίνοντας τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς του ’36, εμπνεύστηκε το παρακάτω απόσπασμα από τον «Επιτάφιο» του.
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά ‘δειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μού ‘δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τά ‘βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μού ‘λεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θά ‘ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.
Την 1η Μαΐου του 1944, την ελληνική Πρωτομαγιά σημάδεψε μία ακόμα μελανή σελίδα της ιστορίας, η εκτέλεση στην Καισαριανή 200 Ελλήνων αγωνιστών, ως αντίποινα για τον φόνο ενός Γερμανού στρατηγού και των τριών συνοδών του. Η πράξη αυτή ενέπνευσε για ακόμα μία φορά τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει το ποίημά του «Σκοπευτήριο Καισαριανής».
Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες,
-η Ελλάδα τις έρραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο -.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα .
Είδατε τα πουλιά, που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους ,τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ανοίγουνε στο μέλλον.
Εμείς , μερτικό δε ζητήσαμε…. Τίποτα… Μόνον
θυμηθείτε το: αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.
Οι 200 κρατούμενοι των γεγονότων της Καισαριανής, μεταφέρθηκαν απ’ το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και εκεί εκτελέστηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Ο Κώστας Βάρναλης, μαθαίνοντας για την εκτέλεση, έγραψε με τη σειρά του το ποίημα «Πρωτομαγιά του 1944», τονίζοντας και τις δύο πλευρές της ιστορικής αυτής μέρας.
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά, πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παλικάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορρίμματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
Ο εξαιρετικός Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα δε θα μπορούσε να έχει σιωπήσει στο έργο του για αυτή την πολύτιμη μέρα και στο ποίημά του μας λέει πως θα μείνει με τους εργάτες να τραγουδήσει, τονίζοντας μας την σπουδαία σημασία αυτής της μέρας και του αγώνα που κρύβει.
Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω
(…) για των ψαράδων τον ωκεανό,
για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,
και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,
τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,
τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,
για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,
για τη λυτρωτική τη θέληση
των πορφυρών λαβάρων της αυγής.
Πάλεψε πλάι μου,
κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ.