Συν & Πλην: «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» στο Εθνικό Θέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά που ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο.
Υπολογίζεται πως ήταν 30 χρονών – δηλαδή στην αρχή της συγγραφικής καριέρας του (θεωρείται πως ξεκίνησε να γράφει νωρίτερα από το 1590) – όταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ παρέδωσε το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα», αυτό το εκπληκτικό δείγμα ποιητικής, λογοτεχνικής και διανοητικής δύναμης. Είχαν προηγηθεί ο «Τίτος Ανδρόνικος» και το «Αγάπης αγώνας άγονος», ενώ την ίδια χρονιά με την ερωτική τραγωδία του «Ρωμαίου και της Ιουλιέττας» καταπιάνεται και με «Το όνειρο καλοκαιρινής νύχτας». Κάπως έτσι, συμπληρώνεται η πρώτη πενταετία κυκλοφορίας της συγγραφικής ευφυΐας που αποδίδεται στον Σαίξπηρ, έναν καθημερινό άνθρωπο από το Στάνφορντ, με μέτρια μόρφωση, αν και γόνος μιας διακεκριμένης οικογένειας της πόλης: Ο πατέρας του ασχολούνταν με τα κοινά και η μητέρα του ήταν κόρη ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Ο ίδιος φέρεται να απασχολείται ως δημοδιδάσκαλος και βοηθός σε νομικό γραφείο πριν γίνει γνωστός, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως ηθοποιός στις σκηνές του Λονδίνου. Παρότι, λοιπόν, το κοινωνικό ή μορφωτικό του υπόβαθρο δεν ήταν το ανάλογο, ο Σαίξπηρ καθόρισε την ελισαβετιανή δραματουργία και σκιαγράφησε μ’ έναν απόλυτα αρχετυπικό τρόπο του τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης φύσης, ηθικής, ψυχοσύνθεσης, σκέψης τόσο επιδραστικά όσο και οι μεγάλοι Έλληνες τραγικοί. Γράφοντας δε, στην σύγχρονη αγγλική γλώσσα, όπως ελάχιστοι σύγχρονοι του επιχειρούσαν, συνέβαλλε στην άνθιση της «καθομιλουμένης» μέσα από τα κείμενα του, εκ των οποίων έχουν διασωθεί και εκδοθεί τα 18.
Για την ερωτική τραγωδία του «Ρωμαίου και της Ιουλιέττας» φαίνεται πως άντλησε από μια σειρά μαρτυριών και συγγραμμάτων που ταξίδεψαν στο χρόνο και στον τόπο – από τον 14ο , 15ο και 16ο αιώνα, σε Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία ενώ άλλες πηγές αναφέρουν πως παρόμοια ιστορία – όπου δύο νεαροί εραστές ζουν μια ασυμβίβαστη αγάπη και αποφασίζουν να πεθάνουν μαζί από το να ζήσουν χωριστά – εντοπίζεται στο έργο του συγγραφέα της ύστερης αρχαιότητας, του Ξενοφώντα της Εφέσου που έγραψε την «Ιστορία της Ανθίας και του Αβροκόμη».
Ο Σαίξπηρ, με φόντο τη μεσαιωνική Βερόνα, σμίγει δύο νεαρά αρχοντόπουλα, γόνους φατριών σε πολυετή αιματηρή σύγκρουση. Ο Ρωμαίος των Μοντέγων και η Ιουλιέττα των Καπουλέτων γνωρίζονται απρόσμενα σε ένα χορό και μέσα σε ελάχιστες ημέρες δένουν αμετάκλητα τις ψυχές τους, ως να μην ζούσαν πριν την άγουρη ζωή τους. Με πλήρη συνείδηση πως ο έρωτας τους γεννιέται μέσα στο θάνατο και από τον θάνατο απειλείται, εναντιώνονται στις κοινωνικές επιταγές και την καταγωγική τους έχθρα και αποφασίζουν να πορευτούν μαζί, ακόμα κι αν αυτή επιλογή αποβεί το ικρίωμα τους.
Το δίπολο έρωτα – θανάτου που καθορίζει την σαιξπηρική δραματουργία επισκιάζει αλλά δεν ακυρώνει τα πολλά θέματα που θίγει το έργο: Την επανάσταση της νεότητας στην εδραιωμένη κοινωνική πραγματικότητα, την εξουσία της οικογένειας στη ζωή των παιδιών τους, την προστασία της τιμής δια της βίας – παρακλάδι ενός οργανωμένου πατριαχικού συστήματος – την θέση της γυναίκας, την γενικότερη ηθική σήψη. Μια βίαιη, σκοτεινή τραγωδία όπου ο έρωτας επιζεί – έστω και για λίγο – ως η μοναδική διέξοδος προς το φως.
Το σπάνιο – στην κανονική του εκδοχή – ανέβασμα του «Ρωμαίου και Ιουλιέττας» δικαιώνεται, σχεδόν, καθολικά στην παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου. Μοντέρνα – αν και με μικρές παραφωνίες ως προς αυτό – παράσταση, χωρίς να αποτινάσει το κλασικό, ποιητικό ήθος του σαιξπηρικού ρομαντισμού. Αφοσιωμένοι φορείς του οι ηθοποιοί των επώνυμων ρόλων Ηρώ Μπέζου και ‘Εκτορας Λιάτσος (καθηλωτικοί σε στιγμές υμνώντας τον έρωτα) αλλά και οι υπόλοιποι ερμηνευτές των βασικών ρόλων. Ο έρωτας τους γεννιέται και πεθαίνει σε ένα άρτιο αισθητικό κάδρο που είναι εκεί όχι για να μας κατακτήσει με την ομορφιά του, αλλά αντίθετα, να υπογραμμίσει τους άψυχους καιρούς μας.
Τα Συν (+) Η σκηνοθετική ματιάΧωρίς απαραίτητα να μοιάζουν, μεταξύ τους, τα σκηνοθετικά εγχειρήματα του Δημήτρη Καραντζά, έχουν όλα έναν κοινό τόπο: Μια ολοκληρωμένη, εντελής πρόταση αναφορικά με την δραματουργική ανάγνωση, την αισθητική ματιά, την ερμηνευτική ακρίβεια. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις εκπληρώνονται και πάλι στον «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» σ’ ένα υψηλό επίπεδο. Προσθέτουμε εδώ, πως είναι η πρώτη φορά που ο Καραντζάς ασχολείται με ένα τόσο σύνθετο λυρικό υλικό – σχετικά ανοίκειο με τις προηγούμενες σκηνοθεσίες του, ακόμα και από την «Φαίδρα» της Μαρίνας Τσβετάγιεβα. Θα ήταν μια σκηνοθεσία δίχως υποσημειώσεις, αν δεν υπήρχαν στιγμές στην οπτικοποίηση του έργου που έδιναν την εντύπωση μιας αγωνίας για εκσυγχρονισμό ή επικαιρικό σχόλιο (υπαινιγμοί για την ρευστότητα του φύλου, παραφωνίες στις ερμηνείες, παρατεταμένες παύσεις μεταξύ των σκηνών).
Οι βασικές ερμηνείεςΤα έργα του Σαίξπηρ είθισται να υποδεικνύουν, από τίτλου, το κέντρο τους. Τα φώτα πέφτουν πάντα στους επώνυμους ήρωες και η γλωσσική σαιξπηρική τέχνη είναι μόνο μια από τις υψηλότατες απαιτήσεις που συναντούν οι ερμηνευτές τους. Ακολουθεί η απόδοση του συναισθήματος (χωρίς το φορτίο του μελό), η κατάβαση των ερμηνειών στα πολλαπλά νοήματα και η υφολογική δοκός στην οποία οφείλουν να ακροβατήσουν όλα τα μέλη του θιάσου. Ξεκινώντας από το ζευγάρι του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας η παράσταση του Εθνικού ευτυχεί. Τόσο η Ηρώ Μπέζου, όσο και ο Έκτορας Λιάτσος ταυτίζονται, σχεδόν απόλυτα, στον τρόπο που προσεγγίζουν τους ήρωες τους: Η εκφορά του λόγου τους και η σκηνική τους παρουσία μοιάζει να έχει το ρυθμό του χτύπου της καρδιάς – μιας καρδιάς ασθμαίνουσας, που σφυροκοπάει από αγωνία, πόθο, έρωτα. Σπανίως συναντάμε δύο ερμηνείες να λειτουργούν σαν ένας οργανισμός – πόσο μάλλον εδώ που ευεργετεί και τη θεματική του έργου. Παρότι, λοιπόν, σχεδόν μονοπωλούν το ερμηνευτικό ενδιαφέρον, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην εντοπίσουμε και μερικές ακόμα αξιοσημείωτες παρουσίες στη διανομή της παράστασης. Καταρχάς, τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη στο ρόλο του πατέρα Λαυρέντιου: Η δωρικότητα της φωνής του και μόνο (υπάρχουν και σκηνές που ακούγεται χωρίς να εμφανίζεται επί σκηνής), η κινησιολογική και εκφραστική του ψυχραιμία αποκαλύπτουν τον μοναδικό ήρωα του έργου που έχει κατανοήσει τα ανθρώπινα και τα ύστερα τους. Επίσης, ο Γιάννης Νταλιάνης εμφανίζει ένα πολύ διαφορετικό, όσο και ενδιαφέρον πρόσωπο από εκείνα με τα οποία έχει συνδεθεί κατά καιρούς: Φαύλος, αυταρχικός, βίαιος, επιφανειακός ως Καπουλέτος με μια θαυμαστή χορευτική ετοιμότητα στην σκηνή του πάρτι. Η Ρένη Πιττακή φιλτράρει απολαυστικά, μέσα από το προσωπικό της ιδίωμα, την αλαφροΐσκιωτη αλλά και γλυκιά παραμάνα της Ιουλιέττας. Η Άννα Καλαϊτζίδου με επιμελημένη λιτότητα συμπυκνώνει την απουσία από το γονεϊκό ρόλο στο ρόλο της κυρίας Καπουλέτου. Ο Γιάννης Κλίνης, στο ρόλο του Μερκούτιου, φέρει στοιχεία της ελαφρότητας και της ειρωνείας που ζητάει το έργο του Σαίξπηρ και κινείται με εξαιρετικά λεπτή ισορροπία στη σκηνή της δολοφονίας του: Εκεί όπου ο θάνατος μοιάζει με αστείο, μα δεν είναι. Τέλος, ο Άρης Μπαλής, κατορθώνει να σταθεί με αξιοπρέπεια στον, μάλλον άχαρο, ρόλο του Μπενβόλιο.
Η χορογραφίαΦαίνεται πως ο Τάσος Καραχάλιος διαβάζει πια με διαύγεια τις παραστάσεις του Δημήτρη Καραντζά. Κι εδώ χάρη στον κινησιολογικό σχεδιασμό του, προσφέρει στην παράσταση δύο πολύ ωραίες σκηνές: Την παροξυσμική ορμή του πάρτι με τρόπο ώστε να αναβλύζει παρακμή, αντί για χαρά. Επίσης, την δολοφονία του Τυβάλδου· παρότι η σκηνή αποδίδεται ρεαλιστικά διαθέτει μεγάλη δυναμική, καθώς παρασύρεται από μια χορογραφική ποιότητα. Δεν λείπουν, ωστόσο, και τα περιττά: Κάποια αμήχανα τρεχαλητά, παρωχημένα πια ως προσπάθεια πύκνωσης του σκηνικού χρόνου.
Η Μαρία Πανουργιά είναι άλλη μια συνεργάτιδα του Δημήτρη Καραντζά που διεκδικεί μερίδιο στο τελικό αποτέλεσμα των παραστάσεων του. Η σκηνογραφία της μπορεί να μην διεκδικεί την πρωτοτυπία άλλων εργασιών της και να αντλεί αρκετά από μοτίβα που έχουμε δει σε ευρωπαϊκές παραστάσεις, ωστόσο επιτυγχάνει να συνοψίσει σε ένα σκηνικό όλους τους συμβολισμούς του κειμένου: Το ύψωμα του έρωτα, την βιτρίνα του πλούτου και, υπεράνω όλων, το μνημείο του θανάτου: Το κύριο κομμάτι του σκηνικού της, εξάλλου, παραπέμπει σε νεκροταφείο. Ωραία, φυσικά, και η σκηνογραφική αποτύπωση του παρεκκλησίου ως η μοναδική χρωματική παραίνεση στο σκηνικό, ως ο μοναδικός τόπος που περιθάλπει το πάθος και την αγάπη.
Την ίδια ώρα, καθοριστική και η συμβολή του φωτιστικού σχεδιασμού του Δημήτρη Κασιμάτη που παρακολουθεί ξεκάθαρα τα ψυχικά τοπία των ηρώων: Ζεστό φως στον έρωτα, απόκοσμο για την βία και την καταστροφή. Τέλος, η Ιωάννα Τσάμη, ντύνει με καλαίσθητα και αστικά κοστούμια τον θίασο με αξιοσημείωτη παρέμβαση τις μάσκες που, κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών, φορούν.
Δεινός, αφοσιωμένος και βραβευμένος μεταφραστής του Σαίξπηρ, ο Διονύσης Καψάλης μεταφέρει τον γλωσσικό πλούτο και τις πυκνές – έως και δαιδαλώδεις – έννοιες του σαιξπηρικού έργου που υμνούν, παρά τα ανυπέρβλητα εμπόδια, την δύναμη της ζωής, του έρωτα και αποθεώνουν τον ρομαντισμό ως αξία.
Τα Πλην (-)Μπορεί να είναι και σύμπτωση, αλλά όταν ο Δημήτρης Καραντζάς καλείται να διαχειριστεί κλασικά κείμενα – πρόσφατα και ο «Θείος Βάνιας» του Τσέχωφ – επιλέγει να ντύσει τις παραστάσεις του με πολύ ‘εγκεφαλικές’ μουσικές. Αυτή τη φορά, το έργο ανέλαβε ο ταλαντούχος Γιώργος Πούλιος που, πιθανώς ως αντίστιξη στον χυμώδη και λυρικό ερωτικό λόγο – πρότεινε ένα υλικό χωρίς συναίσθημα. Μάλλον, δεν βοήθησε την αφήγηση.
Οι περιφερειακές ερμηνείεςΜε βασικό επιχείρημα την εναρκτήρια σκηνή όπου λαμβάνει χώρα η σύγκρουση Καπουλέτων και Μοντέγων, ο σαιξπηρικός λόγος δεν αρθρώνεται με την ίδια φροντίδα, από τους νεότερους της διανομής, όπως συμβαίνει από τους βασικούς ερμηνευτές. Κι αυτό κοστίζει μια σχετικά αμήχανη έναρξη.
Υψηλού επιπέδου προσέγγιση στο κλασικό του Σαίξπηρ που επενδύει πολλά στη θαυμάσια χημεία των Ηρώς Μπέζου και Έκτορα Λιάτσου στους επώνυμους ρόλους.