Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Ο Οίκος της Ταραχής: Η επιστροφή της Πατρίσιας ΑπέργηΈχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από την στιγμή που το χορογραφικό ιδίωμα της Πατρίσιας Απέργη διακρίθηκε για την πυγμή και την ορμή του, για μια street ελευθεριότητα που δεν ήταν ιδιαίτερα οικεία στο ελληνικό κοινό. Κι αφού αυτό πια κατακτήθηκε μέσα σε θυμωμένους καιρούς – μια δεκαετία κρίσης και εγκατάλειψης – η Απέργη εμφανίζεται ξανά, εμπλουτίζοντας το. Αφού ανέτρεξε στις dance κουλτούρες που θριαμβεύουν στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι ως resident του Onassis Culture, επέστρεψε στην Αθήνα με το «House of Trouble» (αντλώντας φυσικά από τους οίκους του voguing) για να παρουσιάσει ένα εξίσου δυναμικό, κοινωνικά ενεργό και αισθητά ανανεωμένο πρόσωπο. Η τελευταία της χορογραφία για λογαριασμό της Στέγης είναι ό,τι πιο ολοκληρωμένο έχει δείξει στο αθηναϊκό κοινό. Και παρά τις δραματουργικές παρεμβάσεις (σε επιμέλεια του Roberto Fratini Serafide) που αποδυναμώνουν, σε σημεία, την κινησιολογική ένταση της παράστασης, όταν αυτή επανέρχεται είναι για καλό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το εκρηκτικό φινάλε, τα τελευταία 15 λεπτά της παράστασης, που οργανώνουν μια ρέουσα και παλλόμενη συνθήκη για τους επτά περφόρμερς της: Σεβαστή Ζαφείρα, Ελεάννα Ζώη, Fuerza Negra, Andrea Givanovitch, Caterina Politi, Mελίνα Σοφοκλέους, Ηλία Χατζηγεωργίου. Μπαίνουν και βγαίνουν από την σκηνή, σχηματίζουν σύνολα και τα αποσυνθέτουν· για να γίνουν πάλι ένα και για υπογραμμίσουν την χαρά της συλλογικότητας – όποια κι αν είναι η ατομικότητα τους. Καίριος ο ρόλος των φωτισμών του Νίκου Βλασσόπουλου (σε στιγμές δίνουν μια αίσθηση κινηματογραφικού πλούτου στην παρακολούθηση της παράστασης), τα ultra pop σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού ενώ η μουσική του Γιώργου Πούλιου θυμίζει συχνά τις καλές εποχές των club vibes.
Στέλλα Χαραμή
Ήταν κάποια στιγμή τα φετινά Χριστούγεννα νομίζω όταν ψάχνοντας κάτι αξιόλογο να δω στο Netflix, έπεσα πάνω στις «Κολυμβήτριες» (“The Swimmers”), την ταινία της Sally El-Hosaini, που αποτελούσε τότε μια νέα προσθήκη στην πλατφόρμα που μέσα σε λίγες μόνο ημέρες σκαρφάλωσε στο Top 10 – και όχι αδίκως, μπορώ να πω πια. Μου πήρε τελικά αρκετό καιρό να πάρω την απόφαση να τη δω, καθώς σε τέτοιου είδους ταινίες, που είναι βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα, ελλοχεύει συχνά ο κίνδυνος να αποδειχθούν περισσότερο δακρύβρεχτες από όσο μπορεί να ήθελες (ή και να άντεχες) μια δεδομένη χρονική στιγμή. Μπήκε λοιπόν στη λίστα μου και περίμενε υπομονετικά να της δώσω την ευκαιρία της. Κι έτσι κι έγινε. Ένα βράδυ, λοιπόν, μέσα στην εβδομάδα, από εκείνα που δεν θέλεις να καταλήξεις να ξοδεύεις ξανά τον ελεύθερό σου χρόνο σε ανούσια scrolls, κάθισα και είδα τις «Κολυμβήτριες» – και απλά μετάνιωσα που δεν το είχα κάνει νωρίτερα.
Η ταινία με λίγα λόγια εστιάζει στα αληθινά γεγονότα που έζησαν δύο αδερφές από τη Συρία, οι οποίες πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν την χώρα τους εν μέσω εμφυλίου πολέμου και να ξεκινήσουν ένα πολύ δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι επιβίωσης, που όμως τις οδήγησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο. Οι αδερφές Γιούσρα και Σάρα Μαρντίνι (στην ταινία τις υποδύονται οι Νάταλι και Μανάλ Ίσα) βρέθηκαν από την εμπόλεμη Συρία, στην αχανή Τουρκία, από εκεί στην Μυτιλήνη και την ελληνική θάλασσα, στην Βουλγαρία, στην Ουγγαρία και τελικά στη Γερμανία και το Βερολίνο, μέσα από μια φοβερή «οδύσσεια» σε ξηρά και θάλασσα. Σε αυτό τους το δύσκολο ταξίδι τις είδαμε να βοηθούν τους συνταξιδιώτες τους και να μοιράζονται κάθε συναίσθημα πόνου, αγωνίας και αμφιβολίας για το μέλλον μαζί τους αλλά και μαζί μας, μέσα από μια δυνατή κινηματογραφική αφήγηση που σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον (και πολλές φορές και το άγχος) μέχρι το τέλος. Τα δύο νέα κορίτσια μάς δείχνουν τι πραγματικά σημαίνει η λέξη «ηρωισμός» και πώς στο κυνήγι του ονείρου με κάθε κόστος μπορεί να ξεπηδήσει από μέσα σου ένα τρομακτικά μεγάλο απόθεμα δύναμης, που ούτε εσύ ο ίδιος να γνώριζες για τον εαυτό σου. Μια ταινία που με συγκίνησε βαθιά «φωτίζοντας» τα τρομακτικά γεγονότα που βιώνουν χιλιάδες πρόσφυγες σε όλο τον κόσμο, συνθήκες που αντιμετωπίζουν πολλές φορές ακόμη και «κάτω από τη μύτη μας»…
Ευδοκία Βαζούκη
20 χρόνια συμπληρώθηκαν από την ολοκλήρωση της τριλογίας του Peter Jackson “Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών”, βασισμένη στα θρυλικά βιβλία του J. R. R. Tolkien. Για τον εορτασμό των κορυφαίων ταινιών, η ιστορία έκανε την επιστροφή της στην μεγάλη οθόνη. Η επανακυκλοφορία αυτή έγινε με τις extended εκδοχές των ταινιών σε ανάλυση 4k και τις αίθουσες να πλημμυρίζουν από κόσμο, καθώς όλες οι προβολές στην Ελλάδα είναι sold out. Όλο αυτό είναι μια απόδειξη της επίδρασης του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών” στο σινεμά και του πώς οι ταινίες παραμένουν επίκαιρες και αναλλοίωτες στον χρόνο.Οι παλιοί θαυμαστές είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν τις αγαπημένες ταινίες φαντασίας σε σύγχρονες αίθουσες και οι νεότερες γενιές να ζήσουμε αυτή την επική κινηματογραφική εμπειρία από την αρχή…
Οι λόγοι που οι ταινίες έχουν αγαπηθεί τόσο από τους λάτρεις του σινεμά είναι πολλοί, καθώς καταφέρνουν να διατηρήσουν ως ένα βαθμό την επική αφήγηση του Tolkien, συνδυάζοντας την με ένα οπτικό υπερθέαμα. Και τα τρία έργα είναι κινηματογραφικά άρτια, με κάθε καρέ να περιέχει εκπληκτικά τοπία, λεπτομερή κοστούμια και εντυπωσιακά ειδικά εφέ. Από το μεγαλείο των πόλεων μέχρι τις επικές σκηνές μάχης, οι ταινίες μεταφέρουν το κοινό σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, που είναι ταυτόχρονα και φανταστικός και ρεαλιστικός. Η συναισθηματική απήχηση των ηρώων είναι τεράστια, οι χαρακτήρες είναι βαθιά ανθρώπινοι και συναρπαστικοί, με αδυναμίες και πάθη. Το κοινό συντρέχει μαζί τους και επενδύει στο ταξίδι τους. Οι θεματικές της θυσίας, της φιλίας και της πάλης ανάμεσα σε “καλό και κακό” άγγιξαν πολλούς ανθρώπους. Η πιστότητα του Peter Jackson στα αρχικά βιβλία αποτυπώνει πλήρως το πνεύμα και την ουσία του Tolkien, συνδυάζοντας το εμπορικό κομμάτι με το βάθος της γραφής του θρυλικού συγγραφέα και κερδίζοντας τα πλήθη ακόμα και μετά από 2 ολόκληρες δεκαετίες.
Σπύρος Χαϊντούτης