Συν & Πλην: «Mια νύχτα στην Επίδαυρο» στο Εθνικό Θέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το έργο «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου που ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο.
Ακόμα και κατά τις λίγες περιπτώσεις όπου σκηνοθέτες και ηθοποιοί δεν αξιώνονται ως κάποια κατάκτηση την εργασία τους στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, η αργολική ορχήστρα δεν παύει να είναι μια κορυφαία πρόκληση για όποιον την επιχειρεί και μια εμπειρία για όποιον την παρακολουθεί. Ο χαρακτηρισμός ως το «ωραιότερο θέατρο του κόσμου» δεν έχει χαρακτήρα υπερβολής· απεναντίας. Είναι ένα σπουδαίο μνημείο που και μόνο τα τεχνικά του χαρακτηριστικά να λάβει υπόψιν κανείς (την ακουστική, τις ακτινωτές κλίμακες) θα το τοποθετήσει αναμφίβολα στην κατηγορία του υψηλού αρχιτεκτονήματος. Την ίδια ώρα, η αρμονία και η συνύπαρξη του με τη φύση του βουνού τεκμηριώνουν το ίδιον της αγνής, αντικειμενικής ομορφιάς που, φαίνεται να είναι ο βασικότερος λόγος για τον οποίο η Επίδαυρος λειτουργεί ως πόλος έλξης κοινού και επισκεπτών επί τόσες δεκαετίες.
Μαζί με τα δημιουργικά κεφάλαια που άφησαν το ίχνος τους στην ελληνική τέχνη, η Επίδαυρος έχει αναδειχθεί, δικαίως ή αδίκως, σε έναν τόπο αν όχι (λόγια) μυθικό, τουλάχιστον τόπο υπέρβασης και τελετουργίας. Αυτά στη σύγχρονη ιστορία του, από το 1954 μέχρι και σήμερα οπότε και λειτουργεί ως έδρα του Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Η σάτιρα της Λένας Κιτσοπούλου και του Γιάννη Αστερή λαμβάνει όλα τα παραπάνω υπόψιν για να τα αποδομήσει με επιθεωρησιακή αναίδεια. Ας μην γελιόμαστε· η Επίδαυρος, για πολλούς από τους θιάσους που σταθμεύουν σε αυτήν, δεν είναι παρά ένας αποδοτικός κράχτης της παράστασης τους στις επόμενες, ανά την Ελλάδα, πιάτσες, μια συντεχνιακή καταξίωση και εν τέλει ένας φάρος που φωτίζει το Εγώ όσων διψούν να το φωτίσουν και (γιατί όχι) να το ‘πουλήσουν’. Υπό αυτήν την έννοια, οι δυο τους, σταθεροί συνεργάτες του Νίκου Καραθάνου – αλλά με άλλο συγγραφικό ύφος ο καθένας – συναντώνται στην ιδέα ενός θεατρικού ανεκδότου: Της ματαιοδοξίας, του ναρκισσισμού και του ακραίου αυτοθαυμασμού που τροφοδοτεί μια Επίδαυρος, τους κύκλους κολακείας που σχηματίζει εντός και εκτός χώρου, τις επαινετικές ή επικριτικές γραφίδες που ενεργοποιεί, τη βιομηχανία (τουριστική και μη) που συντηρεί. Και που, στο τέλος, όλα πνίγονται σε μιαν, ιστορική μεν, ταβέρνα δε του Λυγουριού, ανάμεσα σε λαχταριστά εδέσματα που σερβίρει η οικογένεια Λιακόπουλου. Γιατί ακόμα και η ερμηνεία της τραγωδού να είναι για…Όσκαρ, στο τέλος η σταρ θα καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τους ‘κοινούς θνητούς’ για να φάει παστίτσιο και μουσακά.
Η ιδέα, λοιπόν, ανήκει στο Νίκο Καραθάνο και την ευθύνη της υλοποίησης της φέρει από τη μια η, φημισμένη για την κυνική φαντασία της, Λένα Κιτσοπούλου και ο Γιάννης Αστερής που υψώνει τα κείμενα σε μια γλυκιά ποιητικότητα. Κι έτσι η δραματουργία έχει ως αφετηρία το επιδαύριο καμαρίνι όπου οι παρατρεχάμενοι μιας πρωταγωνίστριας σπεύδουν να την αποθεώσουν, η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ κάνει το ίδιο σε κοινή θέα αλλά σε ιδιωτική θάβει τους μισούς – και σαν να μην φτάνει αυτό ερωτοτροπεί και με τον πρωταγωνιστή. Η δράση μετατοπίζεται μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, όπου στην αυλή της ταβέρνας με την κληματαριά, οι πρωταγωνιστές της παράστασης και οι θιασώτες του συστήματος καταλαμβάνονται από την καλοκαιρινή ζέστη μα κυρίως από μια υπαρξιακή εξάντληση, καταλήγοντας πως όλα αυτά συμβαίνουν για το τίποτα και τίποτα δεν σημαίνουν. Σουρεαλισμός, επιθεωρησιακό φλέγμα, χοντροκομμένη υστερική κωμωδία και… ολίγη από λογοτεχνικό βάθος και μεταφυσικές αιχμές σε ένα νεόκοπο κείμενο που δεν θα μπορούσε να παιχτεί από άλλο θίασο, παρά από την ομάδα του Νίκου Καραθάνου.
Καλπάζοντας πάνω σε ένα κείμενο που σχετικά γρήγορα εξαντλεί τις ιδέες, τα σχόλια και τα ευρήματα του για την εκτόξευση της τέχνης του υποκριτή από την ταπεινότητα στην φαυλότητα, η παράσταση παρασύρεται εκτός πορείας. Η σάτιρα και το νόημα της ενδίδει στην φλυαρία, την επανάληψη και την βαβούρα, πετώντας σε σημεία έξω το θεατή. Ωστόσο, η συνοχή και το ταλέντο αυτής της ομάδας λειαίνει κάπως τα δραματουργικά κενά με τις καλές ερμηνείες, την σκηνική ενέργεια και την θαυμάσια μουσική.
Τα Συν (+) Οι ερμηνείεςΜη έχοντας στην πραγματικότητα ένα στέρεο κείμενο για να πατήσουν αλλά μια έξυπνη γενική ιδέα που παίζεται στις λεπτομέρειες, η πρωταγωνιστική ομάδα – υπό την καθοδήγηση του Νίκου Καραθάνου – είναι αυτή κρατάει ψηλά την παράσταση. Στις ερμηνείες τους οι ηθοποιοί γίνονται παρατηρητές του εαυτού που, ενδεχομένως, δεν παραδέχονται πως έχουν: Ο τονισμός, η κωμικότητα που γεννιέται στην επανάληψη, οι εκφράσεις τους, η σάτιρα του αυτοθαυμασμού και της καρτερίας για αποδοχή, εξασφαλίζει μια απολαυστική παράσταση για το πρώτο μισό της. Η ‘Εμιλυ Κολιανδρή που ολοένα και απελευθερώνει τη μεγάλη κωμική της στόφα ως ασυναγώνιστη πρωταγωνίστρια, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη στο ρόλο της διπρόσωπης διευθύντριας του Φεστιβάλ με το απαράμιλλο κωμικό της ιδίωμα σε ευρωστία, ο Γιάννης Κότσιφας ξεκαρδιστικός ως απελπισμένος (μέχρι θανάτου) θεατής για τις, μεγάλης διάρκειας παραστάσεις, η Χάρις Αλεξίου στο ρόλο της θυμωμένης ταβερνιάρισσας με φιλοσοφικές ανησυχίες, ο Χρήστος Λούλης ως επηρμένος πρωταγωνιστής που πιστεύει ακράδαντα πως δεν χρειάζεται την Επίδαυρο – η Επίδαυρος τον χρειάζεται.
Ενταγμένοι απόλυτα στο αποδομητικό πνεύμα της παράστασης ο Κώστας Μπερικόπουλος, ο Θανάσης Αλευράς (με το υπερΕγώ του ενδυματολόγου σε πρώτη ζήτηση), η Ιωάννα Μαυρέα, ο Πάνος Παπαδόπουλος, η Ιωάννα Μπιτούνη ακόμα και η Ζέτα Μακρυπούλια που, πρώτη φορά, συμμετέχει σε εγχείρημα της ομάδας. Αξιοσημείωτη και η παρουσία της Έλλης Πασπαλά, κυρίως ως προς το τραγουδιστικό μέρος.
Η ιδέα του έργουH αρχική σύλληψη του «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» έχει ενδιαφέρον: Η αποξένωση του ηθοποιού από το μνημείο, την καθαυτή τέχνη του, η ανάλωση του σε μικρότητες, ανταγωνισμούς και η ανάδειξη του εαυτού του ως νέο «μνημείο», νέο προσκύνημα είναι μια διαπίστωση που ανταποκρίνεται, σε ένα βαθμό, στην αλήθεια. Όταν μάλιστα, η ιδέα έχει σκοπό να διατυπωθεί σαρκαστικά, τότε η πρόκληση μεγαλώνει.
Έλκοντας τις αναφορές του από πολλά μουσικά είδη, ο Άγγελος Τριανταφύλλου κάθεται στο πιάνο της εξαμελούς ορχήστρας και βοηθάει σημαντικά την παράσταση να αναπνεύσει σε κάθε στιγμή της. Οι εμψυχωτικές του συνθέσεις είναι καθοριστικές, ειδικά όταν, από το μέσον την παράστασης και μετά, η δραματουργία κουράζεται και κουράζει.
Η χορογραφίαΗ Αμάλια Μπένετ ενεργοποιεί κινησιολογικά όλη την ομάδα (που δεν αποτελείται μόνο από τους συνήθεις υπόπτους αλλά και από νεότερους ηθοποιούς). Πότε μέσα από κεφάτα κοινά χάπενινγκ – δώστε προσοχή στην τσουλήθρα των ηθοποιών στην μινιατούρα του αργολικού θέατρου – όσο και από σόλο χορευτικές εμφανίσεις, όπως η γεμάτη ρυθμό είσοδος του Χρήστου Λούλη, η Μπένετ αναδεικνύεται πάντα σε έναν πολύτιμο συνομιλητή των ηθοποιών και της σκηνοθεσίας
Η οργιώδης, άτακτη και συχνά ανοικονόμητη αποδομητική διάθεση που χαρακτηρίζει τα κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου (εδώ σε συνέργεια με τον Γιάννη Αστερή) δεν λείπει κι από εδώ – πόσο μάλλον τώρα που μιλάει για το συνάφι της, άρα ασκεί το δικαίωμα μιας κάποιας αυτογνωσίας. Εκκινώντας από την ενδιαφέρουσα σύλληψη Καραθάνου να σαρκάσει τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου των επιδαύριων ηθοποιών, το έργο σε πρώτη φάση στηρίζεται στο παρασκήνιο: Εκεί όπου φύεται η έπαρση του υποκριτή και επιτυγχάνεται ο πλήρης αποπροσανατολισμός του να αναγνωρίσει στο θέατρο μια «κοινή μοίρα». Εκεί, στην τρόπον τινά πρώτη πράξη του έργου, μοιάζει να τελειώνει το αστείο. Στη συνέχεια η αφήγηση αυτοαναφλέγεται, επιδιώκει με αστοχίες το γέλιο, αναγκάζει τους ηθοποιούς να κυνηγούν την ουρά τους – παρά τα κάποια ωραία τσιτάτα που ακούγονται. Στις λιγοστές καλές στιγμές του δεύτερου μέρους, το τραγούδι της ‘Ελλης Πασπαλά και ο μονόλογος της Χάρις Αλεξίου για την αξία της τέχνης.
Ένας από τους ήρωες του έργου καταλήγει (στην υπερβολή του) να αυτοκτονήσει γιατί «πόση ώρα ν’ αντέξει κανείς πάνω στην πέτρα» και γιατί «ήθελε να φύγει και δεν μπορούσε». Η εξάντληση του θεατή, λοιπόν, είναι από τα συμπτώματα μιας προβληματικής παράστασης, από την οποία δεν αποδρά ούτε ο Νίκος Καραθάνος. Αν, κατά την επιθυμία του ήρωα του, η παράσταση ήταν συντομότερη – κάτι που προϋπόθετε μια γενναία δραματουργική επεξεργασία στα αδύναμα σημεία του κειμένου – τότε πιθανώς το αποτέλεσμα να ήταν πιο εύστοχο και επιδραστικό. Η σκηνοθεσία αποδίδει στην καθοδήγηση του συνόλου και σε κάποιες από τις στιγμές όπου αναδύονται οι υψηλές ποιητικές ποιότητες οι οποίες τέμνουν την δημιουργική σκέψη και το έργο του Νίκου Καραθάνου.
Μια ενδο-θεατρική σάτιρα, βασισμένη σε ωραία ιδέα αλλά με προβληματική δραματουργία. Ωστόσο, υπολογίζει πολλά στους υπόλοιπους συντελεστές: Ερμηνευτές, κινησιολόγο, συνθέτη κ.α.