Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Μια Πέμπτη στο πρώτο αθηναϊκό καταφύγιο των “τραβεστί”Το βράδυ της Πέμπτης με βρήκε στο Θέατρο Μπέλλος για τη νέα παράσταση των 4Frontal, με τίτλο «Μπλε Καστόρινα Παπούτσια». Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Θανάση Σκρουμπέλου και σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη, τα «Μπλε Καστόρινα Παπούτσια» μάς γύρισαν πίσω στην Αθήνα της δεκαετίας του ’60. Ανάμεσα σε πορνεία που μυρίζουν ντετόλ και πατσουλί, χαμόσπιτα και ιδιόμορφα καμπαρέ με τις πρώτες τραβεστί, ξετυλίγεται η ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας, έτσι όπως την έζησαν ως μάρτυρες οι άνθρωποι του περιθωρίου.
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, βρέθηκα κι εγώ για λίγο μέσα στο “αμαρτωλό” υπόγειο της υπαρκτής και θρυλικής “Χαβάης” του Μεταξουργείου. Σε μια εποχή που η τρανς ορατότητα ήταν κάτι σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα, η “Χαβάη” – που έμοιαζε κάτι ανάμεσα σε ταβέρνα και καμπαρέ – έμελλε να γίνει το πρώτο καταφύγιο για τις “τραβεστί” της αθηναϊκής ιστορίας και μπορεί σήμερα ο όρος αυτός να θεωρείται ξεπερασμένος, όμως τότε η πολιτική ορθότητα δεν αποτελούσε την παραμικρή υποψία στο μυαλό της κοινωνίας. Για την κοινωνία υπήρχαν απλά αγόρια που ντύνονταν και βάφονταν σαν κορίτσια, στην καλύτερη περίπτωση αποτελούσαν ντροπή για την “καθωσπρέπει” γειτονιά, γίνονταν αντικείμενο χλευασμού και ύβρεων, ενώ στη χειρότερη κατέληγαν να ξυλοφορτώνονται στη μέση του δρόμου, να συλλαμβάνονται ή και να δολοφονούνται. Εκεί, όμως, μέσα σε αυτό το θρυλικό υπόγειο, «κόρες φυλακισμένες σε σώματα γιων» ήταν ελεύθερες να υπάρξουν όπως εκείνες ήθελαν. Πλήρωναν ακριβά το τίμημα αυτής της ελευθερίας τους, με την εκπόρνευση να αποτελεί μονόδρομο, όμως εκεί, σε αυτό το “αμαρτωλό” υπόγειο έγραφαν άθελά τους τη δική τους ιστορία, πάνω στα ψηλά τους τακούνια. Παράλληλα, η Ελλάδα σε πολιτικό αναβρασμό. Η διαπλοκή καλά κρατεί, η Δημοκρατία παλεύει να βρει γόνιμο έδαφος, τη στιγμή που το κίνημα των «Λαμπράκηδων» ανθίζει ελπιδοφόρα, ενώ προετοιμάζεται το έδαφος για τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Οι ιστορίες γράφονται παράλληλα και έχουν πολύ πόνο και αίμα…
Μια παράσταση που σε αποζημιώνει και με το παραπάνω. Κωμικό και δραματικό στοιχείο ισορροπούν πολύ επιτυχημένα σε όλη τη διάρκειά της, ο ρυθμός καταιγιστικός, οι ηθοποιοί ακούραστοι πραγματικά τα φέρνουν σε πέρας καταπληκτικά, ενσαρκώνοντας τα πολλά και διαφορετικά πρόσωπα του έργου και όσα θέλουν να πουν φτάνουν σε εμάς, ενώ η αφήγηση οδηγεί κλιμακωτά σε ένα δυνατό φινάλε.
Ευδοκία Βαζούκη
Όπως κάθε άνοιξη τα τελευταία 17 χρόνια, έτσι και φέτος διεξήχθη η Διεθνής Πανεπιστημιάδα Θεάτρου στο ΔΗΠΕΘΕ Σερρών (Θέατρο Αστέρια Σερρών) , το φεστιβάλ-αφιέρωμα στο φοιτητικό θέατρο που φέρνει κοντά νέους δημιουργούς και θεατρόφιλους απ’όλη την Ελλάδα. Φέτος, η τιμώμενη χώρα ήταν η Γαλλία, με την ομάδα του Πανεπιστημίου της Σορβόννης να ανοίγει το Φεστιβάλ με την παράσταση της Αντιγόνης. Εγώ είχα την τιμή να βρεθώ στις Σέρρες στο ρόλο του σκηνοθέτη με την θεατρική ομάδα του Οικονομικού πανεπιστημίου Αθηνών, ανεβάζοντας την φετινή μας παράσταση «Γιοι και Κόρες» του Γιάννη Καλαβριανού.
Ο θεσμός της Πανεπιστημιάδας μας έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε και να αναδείξουμε την δουλειά μας, χαρίζοντας μία μοναδική εμπειρία και στο κοινό αλλά και στους συμμετέχοντες, καθώς και να συνδεθούμε με άλλες ομάδες και να μοιραστούμε αυτά τα συναισθήματα σε ένα κατάμεστο, φιλόξενο θέατρο. Το Φεστιβάλ διήρκησε από τις 29 Απριλίου έως τις 11 Μαΐου και φιλοξένησε 7 ομάδες από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, το ΤΕΦΑΑ & ΔΙΠΑΕ Σερρών και τα Πανεπιστημιακά Τμήματα Αγρινίου. Τέτοιες δράσεις αξίζουν την επιβράβευση και την στήριξη όλων μας και ας ελπίσουμε ότι ο θεσμός αυτός θα συνεχίσει να δίνει βήμα στη νέα γενιά, παραδίνοντας τη σκυτάλη για ένα καλύτερο αύριο στον χώρο των τεχνών.
Σπύρος Χαϊντούτης
Την περασμένη Δευτέρα, το Ινστιτούτο Γκαίτε και το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας “Νύχτες Πρεμιέρας” διοργάνωσαν μια βραδιά αφιερωμένη στον πρόσφατα εκλιπόντα Μισέλ Δημόπουλο, τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που έδωσε διεθνή χαρακτήρα στο σημαντικό φεστιβάλ κινηματογράφου της χώρας μας και, όπως διαβάζουμε πολύ συχνά από τότε που έγινε γνωστός ο χαμός του, “δίδαξε” σινεμά σε γενιές και γενιές. Ως ένα ακόμη “αντίο”, λοιπόν, παρακολουθήσαμε (με ελεύθερη είσοδο και είναι πολύ σημαντικό και αυτό να γίνεται όποτε υπάρχει η δυνατότητα) δύο θρυλικές ταινίες του Βιμ Βέντερς, που ήταν ένας από τους αγαπημένους σκηνοθέτες του Δημόπουλου, όπως μας ενημέρωσε ο Λουκας Κατσικας λίγο πριν την προβολή της ταινίας. Εγώ παρακολούθησα μία ταινία που ήταν για πολύ καιρό στην “must-watch” λίστα μου, το “Παρίσι, Τέξας”, αλλά δεν θα σταθώ σε αυτό – πάντως, στα μάτια μου τουλάχιστον, πρόκειται πράγματι για αριστούργημα.
Προτιμώ να σταθώ σε δύο άλλα πράγματα: Πρώτον, στην υπέροχη φιλοξενία του Goethe Institut Athen, το οποίο έχει ανακαινίσει τους χώρους του και φιλοξενεί μία πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση, την οποια αξίζει να επισκεφτείτε – εξάλλου είναι κι αυτή με ελεύθερη είσοδο και μπορείτε μετά την περιήγησή σας να κάτσετε στο καφέ του Ινστιτούτου, που παρεμπιπτόντως είναι ιδανικό για διάβασμα. Δεύτερον, ταινίες όπως αυτή του Βιμ Βένερς – που πεισματικά αρνιόμουν να δω online/σε streaming – επιβεβαιώνουν ξανά και ξανά ότι τίποτα δεν συγκρίνεται με τη μεγάλη οθόνη και την κινηματογραφική αίθουσα. Και μιας και είμαστε σε αυτό το θέμα, όπως ανέφερε και ο Λουκας Κατσικας στην συντομη εισαγωγικη ομιλία του, είναι επιτακτική η ανάγκη να “‘σώσουμε” τα ιστορικά σινεμά της Αθηνας! Όχι, δυστυχώς το Ιντεάλ δεν είναι ασφαλές, παρ’ όλο που κηρύχθηκε διατηρητέο από το ΥΠΠΟ. Μπορεί ακόμα να γίνει “συνεδριακός χώρος” για κάποιο ξενοδοχείο – και αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε, αν θέλουμε να λεγόμαστε μία χώρα με πολιτισμό.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Η τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει τα έργα της Έλλης Παπαδημητρίου, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είναι γνωστή εδώ και 25 χρόνια. Από την πρώτη φορά που ανέβασε τον «Κοινό λόγο» το 1997 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου – ακολούθησε η αναβίωση του στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το 2013 – επιστρέφει σήμερα σε αυτήν με την «Ανατολή» της. Κι ομολογώ πως δεν χρειάζεται πολλά για να λάμψει ο ποιητικός λόγος της Παπαδημητρίου. Η «Ανατολή» – που πρωτοεκδόθηκε το 1942 – είναι μια θεατρική σύνθεση από μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα λίγο πριν και στη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής. Από το 1918 έως το 1922, από την εκστρατεία στα βάθη της Ανατολής ως τον όλεθρο του ξεριζωμού, η Έλλη Παπαδημητρίου βάζει επί σκηνής πρόσφυγες και προσφύγισσες, αιχμαλώτους πολέμου, στρατιώτες των ελληνικών δυνάμεων, οι περισσότεροι εκ των οποίων εκστομίζουν λόγια συνταρακτικά και οδυνηρά, παρά τα 100 χρόνια που μας χωρίζουν από τα γεγονότα.
Θιασώτης του αφηγηματικού θεάτρου, ο Θεοδωρόπουλος αναδεικνύει την ποιητικότητα του λόγου (αν και οι ιδιωματισμοί της μικρασιατικής διαλέκτου δεν είναι πάντα οικείοι στα αυτιά του θεατή), στελεχώνει την παράσταση με άξιους ηθοποιούς – Μανώλης Μαυροματάκης, Δημήτρης Καπουράνης, Αποστόλης Ψυχράμης, Ελένη Ουζουνίδου και Μιχάλης Τιτόπουλος (από τους οποίους ξεχωρίζουν κυρίως οι δύο τελευταίοι) – δίνει ανάσες ανάμεσα στις εξιστορήσεις με τη μουσική του Φώτη Σιώτα και με παραδοσιακά τραγούδια της Σμύρνης και τελικώς συγκινεί αληθινά.
Ωστόσο, η παράσταση φτιάχτηκε για έναν ανοιχτό χώρο – παίχτηκε πέρυσι το καλοκαίρι στον αρχαιολογικό χώρο της Τύρινθας στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα, ένας πολιτισμός» – και η συμβατική σκηνή του θεάτρου του Νέου Κόσμου δεν του ταιριάζει. Ίσως, γι’ αυτόν το δεύτερο κύκλο παρουσίασης θα άξιζε να βρεθεί μιαν άλλη λύση, ώστε η παράσταση να διατηρήσει τον χαρακτήρα του θεατρικού δρώμενου.
Στέλλα Χαραμή
Την Τετάρτη το βράδυ που μάς πέρασε καθώς γυρνούσα σπίτι μου βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα «περιστατικό» που ομολογουμένως κάπως με σάστισε. Καθώς ήμουν στην άκρη του πεζοδρομίου έτοιμη να διασχίσω τη διάβαση, παρατήρησα μια κυρία λίγο πιο πέρα από εμένα στη διαχωριστική νησίδα η οποία, ενώ το φανάρι των πεζών είχε ήδη ανάψει πράσινο, η ίδια κοντοστάθηκε και περίμενε να σιγουρευτεί ότι τα αυτοκίνητα -για τα οποία το φανάρι ήταν κόκκινο- θα σταματούσαν ώστε να διασχίσει η ίδια τον δρόμο με ασφάλεια.
Σάστισα γιατί είναι μια κίνηση την οποία μηχανικά κάνω και εγώ η ίδια χωρίς να το πολυσκεφτώ. Σάστισα γιατί έχω μάθει -όπως και πολλοί άλλοι- να συμπεριφέρομαι ως πεζός που ζει σε μια χώρα στην οποία δεν θεωρείται αυτονόητο ότι ένας οδηγός δεν θα παραβιάσει για κανέναν λόγο τον κόκκινο σηματοδότη, ότι ενώ ξεκινάς να διασχίσεις την διάβαση δεν θα κάνει κάποιος «βιαστικός» παράνομα αναστροφή -το έχω ζήσει στη Βασιλέως Κωνσταντίνου με το σήμα ‘απαγορεύεται η αναστροφή’ ακριβώς δίπλα από το σημείο που βρισκόμουν να με «κοιτάζει» χλευαστικά- ότι ενώ κατεβαίνεις από το λεωφορείο στη στάση δεν θα περάσει «σφήνα» κάποιο μηχανάκι να σε παρασύρει, ότι ενώ περπατάς αμέριμνος -πώς τολμάς!- στο πεζοδρόμιο δεν θα σου κορνάρει ο οδηγός της μοτοσυκλέτας γιατί τον ενοχλείς. Σάστισα γιατί συνειδητοποίησα ότι ζω σε μια χώρα όπου το να οδηγείς με ασφάλεια τηρώντας τους κανόνες και χωρίς να θέτεις σε κίνδυνο τον εαυτό σου ή τους γύρω σου δεν θεωρείται καθόλου αυτονόητο.
Αριστούλα Ζαχαρίου