Δεκέμβριος, στη Ρήγα της Λετονίας. Ανοίγοντας την κεντρική είσοδο του Dailes Theater (προίκα της Σοβιετικής Ένωσης στην πόλη σε μοντέρνο, μεταπολεμικό ύφος) ένα κύμα ζεστού αέρα ανακουφίζει τα παγωμένα πρόσωπα κι ό,τι άλλο έχει μείνει βορά στον ψυχρό αέρα της Βαλτικής. Ψηλοί, πολύ ψηλοί άνθρωποι – οι περισσότεροι από αυτούς νέοι – σε περιτριγυρίζουν κατά εκατοντάδες· κι αυτό, σκέφτεσαι, είναι πρόβλημα αν ένας, μόνος ένας από αυτούς, καθίσει στην μπροστινή θέση από τη δική σου για να δει το «Rohtko», τη νέα σκηνοθεσία του διαρκώς ανερχόμενου Πολωνού και μαθητή του Κριστιάν Λούπα, Λούκας Ταρκόφσκι.
Ωστόσο, ο Ταρκόφσκι που – τέσσερις ώρες μετά θα έχει μπει στην βραχεία λίστα των ευρωπαίων σκηνοθετών που πρέπει οπωσδήποτε να ξαναδείς – έχει φτιάξει μια παράσταση η οποία παρασύρει το βλέμμα του θεατή με αναπάντεχο τρόπο. Live κάμερες που καταγράφουν την πλούσια, επί σκηνής, δράση τροφοδοτούν οθόνες επτά μέτρων συνθέτοντας ένα θεαματικό, υβριδικό συμβάν. Μοιάζει σαν να έχεις, κιόλας, καθίσει στα τραπέζια του κινέζικου εστιατορίου στο Queens της Νέας Υόρκης, με τον Mark Rothko συνδαιτημόνα – και, όχι, οι ψηλοί Λετονοί και Λετονές έχουν από ώρα ξεφύγει από την προσοχή σου.
Πλαστό ή αντίγραφο; Ιδού η απορίαΕγκλωβισμένος σ’ ένα ξενοδοχείο στην Κίνα, κατά το πρώτο κύμα της καραντίνας για τον covid, o Λούκας Ταρκόφσκι διάβαζε το βιβλίο «Shanzhai: Deconstruction in Chinece» του Κορεάτη καθηγητή φιλοσοφίας Byung Chul Han: Μια αναλυτική εισαγωγή στην ασιατική ερμηνεία της έννοιας του πλαστού, του αντίγραφου, που εξαπλώνεται σε όλο το φάσμα των προϊόντων: Από κινητά και ρούχα σε έργα τέχνης ακόμα και σε κτίρια. Υπό αυτό το πρίσμα φαίνεται πως o πλανόδιος Κινέζος ζωγράφος στην Time Square, Pei-Shen Qian, παρακινούμενος από τα αδέρφια Diaz και σε συνεργασία με την ιστορική νεοϋρκέζικη γκαλερί Knoedler, αντέγραψε 40 πίνακες εμβληματικών εκπροσώπων του Εξπρεσιονισμού· ανάμεσα τους ο Mark Rothko και ο Jackson Pollock. Η απάτη αποκαλύφθηκε το 2011, η υπόθεση αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο σκάνδαλο πλαστογραφίας στην Αμερική και πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης, η Knoedler έκλεισε μετά από 165 χρόνια λειτουργίας και το χρονικό καταγράφηκε από ντοκιμαντέρ του Netflix. Όσο για τον Qian στα 82 του χρόνια αποσύρθηκε στην επαρχία της Σανγκάης.
Λούκας Ταρκόφσκι: Έχει έρθει η ώρα να κατανοήσουμε πως ζούμε σε ένα media magma, όπου ένα πραγματικό γεγονός δεν ταιριάζει με την πληροφορία που το περιγράφει. Δεν ζούμε στον κόσμο των γεγονότων, μα στον κόσμο της μετατροπής των αφηγήσεων
Ο Ταρκόφσκι, μόλις, είχε βρει το θέμα της επόμενης παράστασης του. Αυτή που τώρα έρχεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει, «δεν είναι μια παράσταση μόνο για τον Ρόθκο, αλλά και για την έννοια της πρωτοτυπίας στη δημιουργία, για την αγορά της τέχνης και την σημερινή σχέση της με NFTs (Non-Fungible Token)» δηλαδή μια μορφή ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων που δεν προσφέρει τίποτα το χειροπιαστό, καμία φυσική επαλήθευση. Χάρη στα NFTs ένα έργο μπορεί να αναπαραχθεί σε αμέτρητες κόπιες και να μην έχει καμία διαφορά από το πρωτότυπο. «Έχει έρθει η ώρα να κατανοήσουμε πως ζούμε σε ένα media magma, όπου ένα πραγματικό γεγονός δεν ταιριάζει με την πληροφορία που το περιγράφει. Δεν ζούμε στον κόσμο των γεγονότων, μα στον κόσμο της μετατροπής των αφηγήσεων κι αυτό δίνει την αίσθηση στους ανθρώπους πως βρισκόμαστε σε ένα μη πραγματικό περιβάλλον» σχολιάζει.
Σε ένα μη πραγματικό περιβάλλον τοποθετεί και η παράσταση τον ήρωα της: Σε ένα κινέζικο εστιατόριο. Και, πιθανώς, δεν είναι μόνο μια σύνδεση με την περίπτωση και τον κόσμο του πλαστογράφου Qian αλλά κι ένα σχόλιο για την ασιατική αντίληψη στην αγορά τέχνης. Στο μυαλό των Ασιατών το σκάνδαλο της Knoedler δεν θα είχε καμία ισχύ, απέχοντας παρασάγγας από την δυτική σκέψη. «H ευρωπαϊκή κουλτούρα έχει μια αρχή κι ένα τέλος το οποίο φιλτράρεται μέσα από την θρησκεία του Χριστιανισμού. Η ασιατική κουλτούρα, πάλι, κινείται μέσα σε ένα κυκλικό σύστημα ιστορίας όπου δεν εμπλέκονται οι έννοιες της αρχής και του τέλους. Οι Ασιάτες πιστεύουν στο ίχνος της σκέψης, ότι τα πράγματα επανεμφανίζονται. Έχουν τεράστια εκτίμηση στις κόπιες και πολλές φορές αυτές αξίζουν περισσότερο από τα πρωτότυπα. Πιστεύουν πως κανείς μπορεί να ζωγραφίσει κάτι καλύτερο από το δάσκαλο του. Στο μυαλό τους μετράει μόνο η ιδέα που μπορεί να ξαναγεννηθεί σε πολλές φόρμες. Γι’ αυτό και δεν θέλουν να χάνεται ο δεσμός των ανθρώπων με την αρχική ιδέα της δημιουργίας. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Υπάρχει ένα παρεκκλήσι στην επαρχία της Ιαπωνίας, το οποίο αφαιρέθηκε από την λίστα των μνημείων της Unesco γιατί κάθε 25 χρόνια οι κάτοικοι το γκρέμιζαν και το ξανάχτιζαν στα ακριβή πρότυπα του αρχικού. Το έκαναν και συνεχίζουν να το κάνουν αυτό προκειμένου να δείξουν στην επόμενη γενιά τον τρόπο της αρχαίας τέχνης. Είναι σαν να λέμε ότι πρέπει να κατασκευάσουμε ξανά την Ακρόπολη όπως ήταν πριν 2.500 χρόνια, πριν η φθορά του χρόνου επιφέρει τόσες αλλαγές στο σώμα της. Όμως, αυτό είναι ακατανόητο στη δική μας φιλοσοφία. Εδώ, αν δημιουργήσεις κάτι σπουδαίο, ορίζεις και το τέλος του» σημειώνει, εκτιμώντας πως η ασιατική νοοτροπία είναι περισσότερη προετοιμασμένη για το μέλλον.
Η ποπ κουλτούρα στο 21ο αιώναΔεν είναι τυχαίο πως και ο ίδιος έλκει το ύφος των παραστάσεων του από το mockumentary. Δηλαδή, την κουλτούρα ενός έργου τέχνης που απεικονίζει γεγονότα που δεν συνέβησαν ποτέ αντιμετωπίζοντας τα ως αληθινά. «Αισθάνομαι πως αυτό είναι ένα τεστ ζωτικής σημασίας για την ποπ κουλτούρα της εποχής μας, καθώς έρχεται να αποδείξει σε τι είδους πλάσματα εξελισσόμαστε στον 21ο αιώνα. Ζούμε, δηλαδή, σε καιρούς που συμβαίνουν πράγματα τα οποία δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και γι’ αυτό μας δημιουργείται η ανάγκη να φτιάξουμε ψεύτικα έργα τέχνης για να νοηματοδοτήσουμε με λίγη αλήθεια την ζωή μας».
Θέατρο μέσα στο σινεμά και το ανάποδοΣτο «Rohtko» (ο αναγραμματισμός του τίτλου σχολιάζει την πρακτική των προϊόντων – μαϊμού να διαστρεβλώνουν τα labels) η σκηνική ζωή αρχίζει σε ένα κινέζικο εστιατόριο, με τον Mark Rothko ανάμεσα στους πελάτες του να καταθέτει τον σκεπτικισμό του για νόημα της τέχνης, την αξία των masterpieces, την σημασία της αυθεντικότητας αλλά και της αυθεντίας, τον ρόλο των συλλεκτών και των εκτιμητών τέχνης. Ο 14μελής θίασος πρωταγωνιστεί σε μια σύνθεση, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, που περισσότερο θυμίζει χορογραφία διαλόγων παρά μια τυπική δραματουργία. Η κάμερα τους ακολουθεί παντού, καταγράφει και τις μικρότερες των κινήσεων και εκφράσεων τους, λειτουργώντας σαν μεγεθυντικός φακός σε μια πινακοθήκη προσώπων και συμβάντων που φέρνουν τον Ρόθκο αντιμέτωπο με τα σύγχρονα ερωτήματα της τέχνης.
Η σκηνή φιλοξενεί τις χωρητικότητες των σωμάτων και η οθόνη χωράει όλα τα προηγούμενα· λες και στο ένα επίπεδο εξελίσσεται η πραγματική ζωή και στο άλλο η απεικόνιση της. Ο Ταρκόβσκι, δηλαδή συνδιαλέγεται και κατασκευαστικά με την θεματική του: Το αυθεντικό και την κόπια του. Τι είναι πιο αληθινό και τι όχι; «H εμπειρία», απαντάει, «είναι ό,τι πιο αληθινό στη σχέση με την τέχνη. Δεν έχει να κάνει με το αν συμβαίνει στη σκηνή ή αν η κάμερα παρουσιάζει την πραγματικότητα της σκηνής. Έχει να κάνει με το πως το προσλαμβάνει ο θεατής. Το στοίχημα είναι να χτίσουμε περίπλοκες πραγματικότητες, υβριδικές φόρμες – που δεν είναι ούτε θέατρο, ούτε σινεμά, ούτε συναυλία – και να κατασκευάσουμε μια μοναδική εμπειρία. Η εμπειρία είναι πάνω από τις απορίες που μπορεί κανείς να διατυπώσει, δεν επιδέχεται ερωτήματα. Πρέπει να βρεις λεπτούς τρόπους για να φτάσεις στο συναίσθημα, πρέπει να φτάσεις εκεί όπου δεν χρειάζονται λόγια. Γι’ αυτό και πάντα λέω πως αν μπορείς να εξηγήσεις τι θα κάνεις στη σκηνή, ίσως δεν χρειάζεται να ανεβάσεις μια παράσταση» εξηγεί· παραπέμποντας με έναν τρόπο στην πεποίθηση του ίδιου του Μαρκ Ρόθκο για την τέχνη: «Ένας πίνακας δεν είναι η εικόνα μιας εμπειρίας, αλλά η ίδια η εμπειρία», συνήθιζε να λέει.
Νέες δυνατότητες αφήγησηςΟ Πολωνός σκηνοθέτης ξεκαθαρίζει, πάντως, πως δεν τον ενδιαφέρει η τέχνη του live cinema ή ο χαρακτήρας του επικού, αλλά η δυνατότητα περισσότερων τρόπων θέασης. «Δημιουργούμε μια διασταύρωση του θεατρικού και του κινηματογραφικού συναισθήματος και κάτι νέο αποκαλύπτεται. Δεν εκπορεύεται από την διάθεση να μιμηθούμε το σινεμά. Θέλουμε, όμως, να πολλαπλασιάσουμε τα μέσα που ταξιδεύουν τη σκέψη μας. Προσφέρουμε νέες δυνατότητες για να γεννηθούν αφηγήσεις. Φυσικά, πριν χρησιμοποιήσεις new media στο θέατρο οφείλεις να θέσεις μια ερώτηση στον εαυτό σου: Η παράσταση σου τα χρειάζεται πραγματικά; Μπορείς να πεις την ιστορία σου και χωρίς αυτά;» τονίζει.
Το «Rohtko» ήταν η πιο απαιτητική και ακριβή παραγωγή που παρουσίασε φέτος το Dailes Theater (σε συμπαραγωγή με το TeatrOpole στην Πολωνία) το μεγαλύτερο θέατρο ρεπερτορίου της Βαλτικής, χωρητικότητας 900 θέσεων. Και παρότι, όπως εξηγεί ο γενικός διευθυντής του Γιούρι Ζάγκαρς, το θέατρο επιχορηγείται κατά το 50% από το κράτος, το ρίσκο του «Rohtko» ήταν υπολογίσιμο.
Με έκπληξη διαπίστωσε πως η παράσταση είχε εκτός από καλλιτεχνική και μεγάλη εμπορική αποδοχή. Από τον Δεκέμβριο είχαν πουληθεί όλα τα εισιτήρια του δεύτερου κύκλου παρουσίασης του, που έγινε τον Απρίλιο – ενώ ήδη έχει οριστεί η επανάληψη του για τον Αύγουστο και τον Νοέμβριο του 2023. «Σε πρώτη φάση είχαμε υπολογίσει πως θα δίναμε το ανώτερο δέκα παραστάσεις. Σοκαριστήκαμε ευχάριστα όταν διαπιστώσαμε πως όλα τα εισιτήρια πουλήθηκαν αμέσως. Και ήταν ακριβά εισιτήρια» σημειώνει.
Τελικά, η τέχνη μοιάζει αδύνατον να απέχει από τον κύκλο της οικονομίας. Παρότι, υπήρξε ιδιαιτέρως δημοφιλής στους κύκλους της αμερικανικής ελίτ, ο Μαρκ Ρόθκο πρέσβευε μια αντιστασιακή φιγούρα στο σύστημα του αμερικανικού καπιταλισμού. Είναι γνωστή η ιστορία της ακύρωσης της συμφωνίας του να παραχωρήσει έργα του στο νεοϋρκέζικο εστιατόριο Four Seasons στο κτίριο Seagram: Όταν επισκέφθηκε το χώρο, διαπιστώνοντας τα ταξικά χαρακτηριστικά του, επέστρεψε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό της αμοιβής του, απέσυρε τα έργα και στη συνέχεια τα δώρισε στην Tate του Λονδίνου.
Πώς, όμως, αισθάνεται σήμερα ένας σκηνοθέτης καθώς ασκεί κριτική στον θηριώδη πια καπιταλισμό ενώ και ο ίδιος αποτελεί μέρος του συστήματος του; «Καταρχάς, δεν πιστεύω ότι κάνω πολιτικό θέατρο. Αλλά από την άλλη, το να αποτελεί κανείς μέρος της καλλιτεχνικής αγοράς είναι πολιτική απόφαση. Ρωτάω, λοιπόν, πολλές φορές τον εαυτό μου αν είναι σωστό να ασκώ κριτική στον καπιταλισμό την στιγμή που είμαι γρανάζι της τέχνης, σε ένα από τα καλύτερα θέατρα της Λετονίας, με πολύ υψηλό επίπεδο παραγωγής. Κάποιοι, ίσως, να υπήρξαν επικριτικοί με αυτή μου την απόφαση Εγώ πάλι δεν το βρίσκω αντιφατικό», ομολογεί ο Λούκας Ταρκόφσκι. «Θεωρώ πως είναι καλύτερο να αναρωτιέσαι για τα πράγματα μέσα σε ένα μεγάλο θέατρο. Σου δίνει την ακόμα δυνατότητα να θέσεις ερωτήσεις όχι μόνο στον εαυτό σου αλλά και στο κοινό. Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη αντίφαση στη σχέση καπιταλισμού και τέχνης – και οποιουδήποτε παράγοντα αναγκάζεται να συνομιλήσει με καπιταλιστικούς όρους – βρίσκεται στις κρατικές επιχορηγήσεις που μειώνονται ολοένα και περισσότερο. Τα θέατρα παλεύουν να παραμείνουν όρθια με αξιοπρεπείς όρους και οι δημιουργοί βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να ψάχνουμε συνεργασίες και χορηγούς για να κάνουμε τέχνη, στηρίζοντας το καπιλιτιστικό σύστημα. Είναι αλήθεια, πως χρειάζεται να κάνουμε ένα μεγάλο συμβιβασμό για να είμαστε δημιουργοί. Αλλά όπως έχει πει και ο Ρόθκο ‘να είσαι καλλιτέχνης σημαίνει πως πρέπει να μεταμορφώνεσαι σε ληστή για να κλέψει τη θέση των πλουσίων σε αυτόν τον κόσμο’».
H παράσταση “Rohtko” κάνει πρεμιέρα στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης στις 25 Μαϊου (έως 28/5).
Σκηνοθεσία: Lukasz Twarkowski
Συγγραφέας του κειμένου και Δραματουργός: Anka Herbut
Σχεδιασμός Σκηνικών: Fabien Lédé
Σχεδιασμός Κοστουμιών: Svenja Gassen
Χορογραφία: Pawel Sakowicz
Πρωτότυπη Μουσική: Lubomir Grzelak
Σχεδιασμός Βίντεο: Jakub Lech
Σχεδιασμός Φωτισμών: Eugenijus Sabaliauskas
Παίζουν: Juris Bartkevičs, Kaspars Dumburs, Ērika Eglija-Grāvele, Yan Huang, Andrzej Jakubczyk, Rēzija Kalniņa, Katarzyna Osipuk, Artūrs Skrastiņš, Mārtiņš Upenieks, Vita Vārpiņa, Toms Veličko, Xiaochen Wang