Στην διοικητική έδρα του Ελληνικού Φεστιβάλ, στα Πετράλωνα, βρίσκονται όλοι στις θέσεις τους. Τα τηλέφωνα χτυπούν ασταμάτητα, οι αίθουσες συσκέψεων είναι γεμάτες, τα γραφεία καλυμμένα από σκόρπιες σημειώσεις και post it. Κι είναι ακόμα πρωί. Μα πως αλλιώς, όταν το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου μετράει μέρες μέχρι την πρεμιέρα του για το καλοκαίρι του 2023;
Είναι η δεύτερη φεστιβαλική σεζόν απαλλαγμένη από τα βάρη της πανδημίας, η θητεία της στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου έχει πρόσφατα ανανεωθεί για μια ακόμα τριετία και η Κατερίνα Ευαγγελάτου δρομολογεί τις τελευταίες λεπτομέρειες πριν την έναρξη της διοργάνωσης. Φέτος, η μεγάλη της έγνοια, είναι η πλατφόρμα του Grape, του showcase προώθησης παραγωγών του Φεστιβάλ. Μια χειρονομία που αντιμετωπίζει ως παρακαταθήκη προς την παραστατική κοινότητα.
Αυτά, συμβαίνουν κατά την μισή μέρα της. Γιατί η υπόλοιπη, όπως λέει, είναι αφιερωμένη αλλού, στο πιο δημιουργικό κομμάτι της ζωής της, την σκηνοθεσία. Είναι, εξάλλου, η ίδια που ανοίγει τα φετινά Επιδαύρια ως προσκεκλημένη του Εθνικού Θεάτρου, σκηνοθετώντας την τραγωδία του «Ιππόλυτου». Δεύτερη φορά στην Επίδαυρο, δεύτερη φορά να εκπροσωπεί το Εθνικό στον αργολικό θεσμό, δεύτερη φορά με Ευριπίδη· και η Κατερίνα Ευαγγελάτου αδυνατεί να διαχωρίσει τις αναμνήσεις της ζωής της στον εμβληματικό χώρο από την δουλειά της εκεί. Την τροφοδοτούν με πολύ προσωπικό υλικό, όπως λέει. Παρόλα αυτά, παραμένει άγρυπνη με την αγωνία της σκηνοθεσίας να την βασανίζει. Κι αν την ρωτήσεις που γέρνει περισσότερο η προσοχή της, θα απαντήσει κάθετα: «Μα στην παράσταση φυσικά».
Αναθρεμμένη στο θέατρο από κούνια, συμπληρώνει 17 χρόνια ενεργή στη σκηνοθεσία, είναι σίγουρη πια πως το σπίτι της είναι η τέχνη, χωρίς να παραγνωρίζει τα θεσμικά της καθήκοντα. Και σίγουρα δεν είναι περήφανη που ο προσωπικός της χρόνος καταστρατηγείται από τον επαγγελματικό.
Τελικά, πότε αισθάνθηκες ότι πραγματικά αναλαμβάνεις χρέη καλλιτεχνικής διεύθυνσης στο Φεστιβάλ;Από την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα δημιουργικά. Φυσικά, το ότι δεν μπορέσαμε να υλοποιήσουμε όλα όσα σχεδιάσαμε, ήταν μια άλλη ιστορία. Εργαστήκαμε πάρα πολύ, καταστρώσαμε δεκάδες σχέδια επί σχεδίων σαν να επρόκειτο να κάνουμε δέκα Φεστιβάλ – κι όχι ένα. Πολύ ειλικρινά, λοιπόν, από την πρώτη στιγμή που μπήκα στο κτίριο του Φεστιβάλ, εντάχθηκα απόλυτα στο κλίμα εργασίας. Η αλήθεια είναι ότι τα δύο πρώτα χρόνια – εφόσον τα έφερε έτσι η συγκυρία της πανδημίας – ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου σχετιζόταν με τη διαχείριση κρίσεων κι αυτό, ναι, υποσκέλιζε την καλλιτεχνική ενασχόληση. Ευτυχώς, πέρυσι και φέτος διανύουμε δύο πολύ ανοιχτές χρονιές προγραμματισμού.
Νιώθεις πως αποδείχθηκες ανθεκτική στην διαχείριση της κρίσης;Ομολογώ πως η θέση αυτή έχει περισσότερες ευθύνες και δυσκολίες παρά χαρά – αυτή είναι η αλήθεια
Σαφώς, όταν περνάς από τέτοιες θέσεις μια από τις παράλληλες αποστολές σου είναι αυτή: Να ασκήσεις την αντοχή σου, μαζί με άλλα πράγματα.
Και το γερό στομάχι, ίσως.Το στομάχι ήταν ήδη εξασκημένο εξαιτίας της καλλιτεχνικής μου ιδιότητας και της οικογενειακής μου καταγωγής· είμαι στη δημόσια σφαίρα από πολύ νωρίς. Κι ίσως αυτή η πρότερη εκπαίδευση, με βοήθησε να αντέξω όσα προέκυψαν στο πλαίσιο αυτών των καθηκόντων.
Πιστεύεις ότι η ανθεκτικότητα και τα αντανακλαστικά σου είναι ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους ανανεώθηκε η θητεία σου;Σε αυτό θα έπρεπε, μάλλον, ν’ απαντήσει η πολιτική μου προϊσταμένη. Πάντως, πιστεύω ότι συνεκτιμήθηκαν πολλά πράγματα και κυρίως η καλή δουλειά, το καλλιτεχνικό αποτύπωμα, η αύξηση στα εισιτήρια, ο απόλυτα ελεγχόμενος προϋπολογισμός και απολογισμός, η οικονομική ευρωστία και γενικότερη υγεία του οργανισμού. Φυσικά, και το γεγονός ότι καταφέραμε – ακόμα και το καλοκαίρι του 2020 – να παραμείνουμε ανοιχτοί. Ήταν μια ομαδική δουλειά. Στο πρόσωπό μου επιβραβεύτηκε ολόκληρη η ομάδα, η διοικητική, η καλλιτεχνική, η οργανωτική. Ηγούμαι ενός οργανισμού, αλλά δεν είμαι μόνη μου.
Ομολογώ πως η θέση αυτή έχει περισσότερες ευθύνες και δυσκολίες παρά χαρά – αυτή είναι η αλήθεια. Κι αυτό είναι κάτι που, σε προσωπικό επίπεδο, με προβληματίζει. Είναι μια θέση με ιδιαίτερα αυξημένη εποπτεία σε όλη την γκάμα των Τεχνών: Στην πραγματικότητα, σε εμάς απευθύνονται όλοι οι ‘Ελληνες καλλιτέχνες, με εξαίρεση τους εικαστικούς όπου δεν είμαστε τόσο ενεργοί. Παρόλα αυτά, αποτελούμε το μόνο δημόσιο οργανισμό στην Ελλάδα που κάνει ένα τόσο ευρύ open call. Κι αυτό σημαίνει ότι αυξάνεται ο αριθμός των καλλιτεχνών που δυσαρεστούνται, όταν δεν μπορούν να είναι κομμάτι του προγραμματισμού. Εκεί δημιουργούνται εμπλοκές: Υπάρχουν άτομα που όταν βλέπουν τις προτάσεις τους να μην προχωρούν, εκλαμβάνουν το γεγονός ως προσωπική απόρριψη και όχι ως μια πρόταση που τελικά δεν ταίριαζε με την συνολική κατεύθυνση της διοργάνωσης. Εξάλλου, κι εγώ ως καλλιτέχνις, έχω προτείνει πράγματα που δεν έγιναν αποδεκτά από οργανισμούς, μα δεν προσπάθησα να υπονομεύσω ή να βρίσω δημοσίως τον καλλιτεχνικό διευθυντή τους. Αυτή είναι μια πτυχή που με κουράζει, που με στενοχωρεί αφού εκεί πάνω χτίζονται μια σειρά από κακόβουλα σχόλια και ψεύδη. Από εκεί προκύπτει η μεγαλύτερη δυσκολία. Από την άλλη, υπάρχει η τρομερή ενέργεια που παίρνω τις ημέρες διεξαγωγής του Φεστιβάλ, από το κοινό και τον κόσμο, από τους ξένους καλλιτέχνες που ενθουσιάζονται με την ποιότητα της διοργάνωσης· κι εκεί λες «αξίζει τον κόπο».
Αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία και η επιλογή γινόταν με την διαδικασία του διαγωνισμού, θα έβαζες υποψηφιότητα για δεύτερη τριετία; Το ρωτώ καθώς η θέση σου προτάθηκε, δεν είχες μπει σε διαδικασία διεκδίκησης.Πιθανώς· δεν μπορώ να το αποκλείσω. Φαντάζομαι πως θα έπαιζε μεγάλο ρόλο ποια θα ήταν η επιτροπή επιλογής και ποια τα κριτήρια που θα έθετε. Κι επίσης, αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία δεν ξέρω αν θα επιθυμούσα την ανανέωση. Μπορεί να θεωρούσα πως είχε κλείσει ένας κύκλος, πως είχα δείξει ένα δείγμα δουλειάς. Δεν είμαι, δηλαδή, σίγουρη πως – αν δεν είχε μεσολαβήσει η πολύ προβληματική διετία της πανδημίας – θα έμπαινα σ’ αυτήν την διαδικασία. Μπορεί να ήμουν πλήρης. Ωστόσο, ο κύριος λόγος που συνεχίζω τώρα, είναι γιατί θέλησα να προλάβουν να εγγραφούν κάποιες από τις πρωτοβουλίες που προσπαθήσαμε να εγκαινιάσουμε. Λόγω των συγκυριών, οι συνεργάτες μου κι εγώ δεν καταφέραμε να ολοκληρώσουμε την πρώτη φάση των προτάσεών μας. Θα ήταν σαν να αφήναμε τη δουλειά στη μέση. Κι εγώ δεν είμαι quitter, δεν τα παρατάω.
Πράγματα που επιδίωκες να αλλάξουν στον οργανισμό, έχουν πράγματι αρχίσει να αλλάζουν;Αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία δεν ξέρω αν θα επιθυμούσα την ανανέωση. Μπορεί να θεωρούσα πως είχε κλείσει ένας κύκλος, πως είχα δείξει ένα δείγμα δουλειάς
Ορισμένα ναι, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο. Πιστεύω, όμως, ότι είμαστε σε πολύ καλό δρόμο. Κάποια από αυτά είναι πράγματα που ήδη φαίνονται, όπως τα υπερσύγχρονα γραφεία στα οποία βρισκόμαστε, οι πρωτοβουλίες σε σχέση με το διεθνές στίγμα του Φεστιβάλ, οι διεθνείς συμπαραγωγές και οι παγκόσμιες πρεμιέρες μας, ένα τεράστιο δίκτυο που έχει ανοιχτεί με τα φεστιβάλ παγκοσμίως, οι νέες δραματουργίες, η προσπάθεια του Grape, του πρώτου συστηματικού showcase, διοικητικές αλλαγές που περίμεναν χρόνια για να συμβούν, όπως ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας κ.α. Ναι, πράγματι, βλέπω αλλαγές.
Υπάρχουν έργα υποδομών που, εκ των πραγμάτων, θα τα δείτε να ολοκληρώνονται σε επόμενη φάση, με άλλη διοίκηση. Ωστόσο, πολλά συμβαίνουν ήδη: Τα νέα μας γραφεία εδώ, τα νέα μας γραφεία στην Πειραιώς 260, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και των σκηνικών εξοπλισμών, η νέα εντυπωσιακή όψη του Ηρωδείου, ο εκθεσιακός χώρος στην Επίδαυρο που ανοίγει πάλι και αλλάζει, οι διοικητικές τομές (που δεν είχαν γίνει ποτέ στον οργανισμό) μέχρι και καλλιτεχνικά ζητήματα όπως είναι το Open Plan, οι πλατφόρμες επικοινωνίας με το εξωτερικό, η εκδοτική μας σειρά, το ευδιάκριτο στίγμα του κάθε φεστιβαλικού χώρου, οι προϋπολογισμοί για τα έργα των Ελλήνων καλλιτεχνών, οι οποίοι έχουν αλλάξει σημαντικά από την στιγμή που αναλάβαμε. Όλα αυτά είναι πράγματα που θεωρώ πως μόνο καλό έχουν κάνει στον οργανισμό και πως αξίζουν να συνεχιστούν – με την υπογραφή, φυσικά, του επόμενου καλλιτεχνικού διευθυντή ή διευθύντριας.
Κάθε χρόνο επιχειρείς να προσθέτεις νέα στοιχεία στον σχεδιασμό του προγράμματος, όπως τώρα το «Grape», το Showcase προώθησης των ελληνικών παραστατικών τεχνών.Είναι ένα συστηματικό πρόγραμμα για το οποίο δουλεύουμε εδώ και δύο χρόνια και έμεινε στον πάγο για τους γνωστούς λόγους της πανδημίας. Φέτος, με έχει κάνει πανευτυχή η ανταπόκριση των ξένων σε αυτό. Θα έρθουν εκπρόσωποι πολιτιστικών οργανισμών από όλες τις ηπείρους, από όλα τα μέρη της γης, από τους μεγαλύτερους θεατρικούς και χορευτικούς οργανισμούς. Ομολογώ πως δεν περίμενα με την πρώτη να έχουμε τέτοια υποδοχή της πρωτοβουλίας. Φαντάσου τι θα γίνεται σε τρία χρόνια από σήμερα!
Έχοντας εργαστεί στο εξωτερικό, ποια είναι η άποψη σου για το επίπεδο παραγωγής των ελληνικών παραστατικών τεχνών;Τα χρήματα για τον ελληνικό πολιτισμό δεν φτάνουν και δεν φτάνουν διαχρονικά
Είναι πολύ υψηλό. Κι αυτό φαίνεται και από τους ανθρώπους που έχουν μόνιμη παρουσία στο εξωτερικό, όπως είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, η Πατρίσια Απέργη, ο Χρήστος Παπαδόπουλος – άνθρωποι που έχουν μοχθήσει προσωπικά για να τα καταφέρουν. Υπάρχουν πολύ ιδιαίτερες σκηνικές γλώσσες στην Ελλάδα, ενδιαφέρουσα νέα γραφή – γι’ αυτό και στο Grape θα δείξουμε μόνο νέες δραματουργίες. Πιστεύω, λοιπόν, πως με συστηματική προσπάθεια σίγουρα θα καλλιεργήσουμε ένα πολύ υψηλό awareness, οι πολιτιστικοί οργανισμοί στο εξωτερικό θα μάθουν ότι είμαστε εδώ και το κυριότερο, πως δεν είμαστε μετρημένοι στα δάχτυλα, δεν είμαστε 5-6 διακεκριμένοι δημιουργοί αλλά τουλάχιστον άλλοι δέκα. Για μένα αυτό είναι τεράστιο: Ν’ ανοίξουμε ένα παράθυρο και να τους καλέσουμε να δουν 14 καινούργιες παραγωγές. Ασφαλώς, το αποτέλεσμα θα φανεί μακροπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση να μην ατονήσει ο θεσμός. Η ιδέα του Grape γεννήθηκε μέσα από την προσωπική μου εμπειρία: Γιατί έζησα την έλλειψή του στα χρόνια που βγήκα στο θέατρο ως σκηνοθέτρια. Κι ενώ είχαν διαλέξει παραστάσεις μου, όπως την «Ερωτευμένη νεκρή» και τον «Φάουστ», δεν υπήρχαν τα χρήματα, ούτε η πλατφόρμα για να ταξιδέψουμε. Θέλησα ν’ αφήσω αυτόν το θεσμό ως παρακαταθήκη στην κοινότητά μου. Μακάρι να ριζώσει.
Ομολογώ πως, για φέτος, η έγνοια μας είναι για το νέο μας εγχείρημα, την πλατφόρμα του Grape. Έχουμε φτιάξει ειδικό τμήμα στο Φεστιβάλ που ασχολείται μόνο με αυτό, έχουμε κάνει αγώνα να βρούμε χορηγούς, έχω κάνει προσωπικά ταξίδια για να πειστούν να έρθουν εκπρόσωποι σημαντικών θεσμών στην Αθήνα. Επομένως, η πρώτη μεγάλη μας επένδυση είναι αυτή. Υπάρχουν, φυσικά, κι άλλοι κύκλοι με στόχο την διεύρυνση του κοινού. Για παράδειγμα το Subset με curation του Σταύρου Γασπαράτου στο Ωδείο Αθηνών: Εδώ έχουμε ένα μίνι φεστιβάλ μέσα στο Φεστιβάλ, με νέα μουσική, σύγχρονη, κλασική, αλλά και πιο πειραματική, μέσα από την οποία φιλοδοξούμε να προσελκύσουμε ένα κοινό που, μέχρι τώρα, ερχόταν σποραδικά στο Φεστιβάλ. Επίσης, θα ήθελα πολύ να αυξηθεί το κοινό της Επιδαύρου – γι’ αυτό και η βεντάλια του φετινού προγραμματισμού καλύπτει ένα μεγάλο εύρος. Τέλος, θα ήθελα να συστήσουμε δημιουργούς που ενώ είναι πολύ γνωστοί στο εξωτερικό – όπως ο Αλεξάντερ Ζέλντιν – στην Ελλάδα δεν τους γνωρίζουμε. Θα ήθελα, λοιπόν, το Φεστιβάλ να κατοχυρώσει και τέτοιες πρωτιές.
Θα τολμούσες περισσότερα, αν είχες στη διάθεση σου έναν γενναιότερο προϋπολογισμό;Το Φεστιβάλ χρειάζεται περισσότερα χρήματα και είναι κάτι που, τα τελευταία χρόνια, έχουμε συζητήσει πολλές φορές με το ΥΠΠΟΑ. Γίνεται προσπάθεια προς μια τέτοια κατεύθυνση, γιατί αυτό θα μας έδινε μεγαλύτερη ευχέρεια να κάνουμε ακόμα μεγαλύτερα διεθνή projects, να τονώσουμε ήδη υπάρχουσες πρωτοβουλίες, να βελτιώσουμε κι άλλο τον εξοπλισμό μας σε όλα τα θέατρα. Φέτος, έχουμε μια μεγάλη αλλαγή στο χώρο του Ηρωδείου, η μισή θα είναι ορατή από αυτό το καλοκαίρι και η υπόλοιπη θα παραδοθεί σε δύο χρόνια. Ασφαλώς, πολλές ενέργειες θα γίνονταν αν είχαμε περισσότερα χρήματα, αλλά η έλλειψη χρημάτων είναι ένα συνολικό πρόβλημα. Ειδικά, τα χρήματα για τον ελληνικό πολιτισμό δεν φτάνουν και δεν φτάνουν διαχρονικά.
Αντιμετωπίζεις το Φεστιβάλ ως μια χειρονομία που μπορεί να βελτιώσει τη θέση και την αναγνώριση του καλλιτέχνη στην κοινωνία; Γιατί, τους περασμένους μήνες, είδαμε πως η Πολιτεία έβαλε τους καλλιτέχνες σε μεγάλη αμφισβήτηση.Προκειμένου η κοινωνία να αντιμετωπίσει τον καλλιτέχνη ως αυτό που πραγματικά είναι, ως έναν ποιητή, ένα μάγο, έναν φορέα αλλαγής, μία ξεχωριστή αξία, θέλει – κατά τη γνώμη μου – πολλή δουλειά ακόμα
Θεσμοί όπως το Φεστιβάλ, το Εθνικό Θέατρο, η Λυρική Σκηνή έχουν μια διαχρονική αξία κι αυτό, αισθάνομαι πως, νοηματοδοτεί και το έργο των καλλιτεχνών. Πιστεύω ότι είναι μεγάλη τιμή για έναν καλλιτέχνη να πει ότι η παράστασή του ανεβαίνει στην Επίδαυρο. Ωστόσο, προκειμένου η κοινωνία να αντιμετωπίσει τον καλλιτέχνη ως αυτό που πραγματικά είναι, ως έναν ποιητή, ένα μάγο, έναν φορέα αλλαγής, μία ξεχωριστή αξία, θέλει – κατά τη γνώμη μου – πολλή δουλειά ακόμα. Έχουμε ξεχάσει ως κοινωνία τι πλάσματα είναι οι καλλιτέχνες, πόσο απαραίτητοι είμαστε για την ευημερία, τον πνευματικό πλούτο, για την ψυχική υγεία, την καλλιέργεια, την ψυχαγωγία, για τα νοερά ταξίδια, την παρηγοριά, την ελπίδα. Παρόλα αυτά, αξίζει οι σημερινές γενιές να ξαναβάλουν τους καλλιτέχνες σε ένα ψηλό βάθρο, στο βάθρο της πνευματικότητας όπου ανήκουν.
Και για την υποβάθμιση των πτυχίων των δραματικών σχολών πως τοποθετείσαι; Το ρωτώ γιατί ο πατέρας σου, Σπύρος Ευαγγελάτος ήταν πρωτεργάτης της ίδρυσης της Σχολής Θεατρικών Σπουδών.Είμαι απόλυτα σύμφωνη με το σχέδιο ίδρυσης μιας Ακαδημίας Τεχνών, μιας νέας, πιο συμπεριληπτικής πανεπιστημιακής σχολής Παραστατικών Τεχνών. Είχαν γίνει πολλές προσπάθειες στο παρελθόν που δυστυχώς δεν εισακούστηκαν. Νομίζω πως αυτή είναι η ιδανική λύση: Να δημιουργηθεί ένα πανεπιστημιακό τμήμα με ειδικές εξετάσεις στα πρότυπα της Σχολής Καλών Τεχνών – υπάρχουν τέτοια πρότυπα λειτουργίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό – με προσανατολισμό κυρίως πρακτικό, αλλά και θεωρητικό. Επιπλέον, διαθέτουμε πολλούς σοβαρούς ανθρώπους για να διδάξουν εκεί. Και μακάρι η υλοποίηση της νέας σχολής να δρομολογηθεί σύντομα και ολοκληρωμένα.
Νωρίτερα, μίλησες για την τιμή ενός καλλιτέχνη να εργάζεται στην Επίδαυρο. Έτσι νιώθεις κι εσύ;Μόνο έτσι το εισπράττω γι’ αυτό και ως σκηνοθέτις έχω πάει μόνο μια φορά στη ζωή μου. Στα μάτια μου είναι ένα πολύ μεγάλο συμβάν, θέλει ειδική μεταχείριση, μελέτη και συγκέντρωση. Είναι μια πραγματικά διαφορετική… πίστα. Και είμαι πολύ χαρούμενη που επιστρέφω σε αυτό το θέατρο με τον «Ιππόλυτο», ένα έργο που με απασχολεί από το 2018 οπότε και είχα διδάξει ένα εργαστήρι στους Δελφούς με το Εθνικό Θέατρο. Από τότε γύριζε στο μυαλό μου και τελικά βούτηξα σ’ αυτό το πολύ παράξενο σύμπαν. Την ίδια ώρα, είμαι πολύ χαρούμενη για την ομάδα συνεργατών και ηθοποιών που είναι πολύ μεγάλη. Είναι 28 άνθρωποι επί σκηνής γιατί το έργο έχει δύο Χορούς, έναν ανδρικό κι έναν γυναικείο, σύνολο 17 νέοι ηθοποιοί που ήρθαν μαζί μας όλοι επιλεγμένοι από ακρόαση.
Βέβαια, στην περίπτωση σου αισθάνομαι πως η Επίδαυρος πάντα σημαίνει πολλά. Μπορείς να αποκοπείς από τις αναμνήσεις σου ή δημιουργείς και μέσα από αυτές;Δεν μπορώ και δεν θέλω. Γιατί αυτό με τροφοδοτεί με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από ό,τι άλλους συναδέλφους που σκηνοθετούν στην Επίδαυρο. Η Επίδαυρος είναι ένα κομμάτι της υπαρξιακής μου μνήμης, της μνήμης της οικογενείας μου. Πρωτοπήγα εκεί, μόλις λίγων ημερών. Μέναμε κάθε καλοκαίρι στο Ξενία, η Επίδαυρος ήταν για μένα τόπος προσκυνήματος και το λέω με γνήσια τρυφερότητα. Κάθε γωνιά του χώρου είναι ποτισμένη με χιλιάδες αναμνήσεις, τόσο καλλιτεχνικές όσο και οικογενειακές. Γιατί να θέλω, λοιπόν, όλα αυτά να τα αποποιηθώ; Αντίθετα με τρέφουν και ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνιδα.
Όσο ασκείσαι σε θέση ευθύνης τόσο αισθάνεσαι ότι απομακρύνεσαι – στην συλλογική συνείδηση – από την οικογενειακή κληρονομιά;Είμαι απόλυτα σύμφωνη με το σχέδιο ίδρυσης μιας Ακαδημίας Τεχνών, μιας νέας, πιο συμπεριληπτικής πανεπιστημιακής σχολής Παραστατικών Τεχνών
Όταν ξεκίνησα να σκηνοθετώ στο Εθνικό θέατρο, σε ηλικία 26 ετών, ήμουν πολύ νέα, γυναίκα και κόρη του Ευαγγελάτου και της Τασοπούλου. Φυσικά, πριν καν ανέβει η δουλειά μου, ακούστηκαν φωνές αμφισβήτησης. Και ως ένα βαθμό ήταν κατανοητό από την στιγμή που ήμουν ένα παιδί διάσημων γονιών, το οποίο ακολουθούσε τα βήματα τους. Αυτό, ωστόσο, είναι κάτι που έχω αφήσει πίσω μου κι όσο περνούν τα χρόνια παύει να με καθορίζει. Η πορεία μου, η καλλιτεχνική μου εργασία έχει δείξει πού στέκομαι, πού βαδίζω, αν έχω δική μου φωνή ή όχι. Σκηνοθετώ ήδη 17 χρόνια και θεωρώ πως κανείς πια δεν προτάσσει τις οικογενειακές καταβολές μου.
Πριν τον «Ιππόλυτο» είχες καταπιαστεί με τον «Ρήσο» και την «Άλκηστη». Μοιάζει, δηλαδή, ο Ευριπίδης να έχει σαφές προβάδισμα στις επιλογές σου στο αρχαίο δράμα. Γιατί;Είναι θέμα ενστίκτου, με το οποίο συνήθως διαλέγω έργα. Όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος μου έκανε την πρόταση της Επιδαύρου, πέρασα από πάρα πολλά κείμενα για να καταλήξω στον «Ιππόλυτο». Ξέρεις, δεν έχω κλειδωμένη λίστα έργων που θέλω να κάνω – ενώ πολλοί σκηνοθέτες λειτουργούν έτσι. Στο παρελθόν ναι, σκηνοθέτησα έργα που αγαπούσα πολύ, όπως τον «Βόυτσεκ» και τον «Άμλετ» αλλά τα σκηνοθέτησα γιατί ήταν η στιγμή τους. Έτσι και τώρα, πιστεύω πως είναι η στιγμή για τον «Ιππόλυτο».
Βέβαια, και πάλι η ζωή και ο θάνατος βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του έργου. Είναι δύσκολο να απομακρυνθείς από αυτές τις θεματικές; Είναι και ζήτημα ενός προσωπικού βάσανου;Στη δική μου ανάγνωση με απασχολεί πολύ το θέμα της ανθρώπινης μοίρας έναντι της ανθρώπινης βούλησης. Πόσα από τα πράγματα που μας συμβαίνουν καθορίζουμε εμείς και πόσα είναι αποτέλεσμα τύχης, μοίρας ή κάποιας ανώτερης δύναμης. Αυτές οι σκέψεις με κάνουν αυτόν τον καιρό να νιώθω ποιήτρια – έστω για τη μισή μου μέρα. Για την άλλη μισή, είμαι μια… διαχειρίστρια (αστειεύομαι).
Καταλαβαίνω πως η σκηνοθεσία είναι πυρηνική στην σχέση σου με την τέχνη.Ναι. Η ζωή μου είναι στην Τέχνη. Η τιμή να ηγηθώ του Φεστιβάλ είναι ένα κεφάλαιο που, σε δύο χρόνια από τώρα, θα κλείσει. Είναι κάτι άλλο, πολύ δημιουργικό βέβαια, αλλά άλλο.
Στο κατώφλι της πρεμιέρας του Φεστιβάλ Αθηνών και ένα μήνα πριν από την πρεμιέρα της σκηνοθεσίας σου γιατί ανησυχείς περισσότερο;Τι ερώτηση είναι αυτή; Για την παράσταση, φυσικά! Δεν κοιμάμαι!
Σου συμβαίνει σε κάθε σκηνοθεσία;Τις περισσότερες φορές. Αλλά τώρα είναι και το φορτίο της Επιδαύρου. Η κλίμακα του χώρου είναι αδυσώπητη.
Νωρίτερα σχολίασες το κέντρο της ανάγνωσης σου, στον «Ιππόλυτο». Στη ζωή σου τι σε έχει βάλει συχνότερα σε ροή, η μοίρα ή η βούληση;Αφιερώνω πολύ λίγο χρόνο στον εαυτό μου και δεν είμαι καθόλου περήφανη γι’ αυτό. Ξέρω πως, πολλές φορές, δίνω την εντύπωση μιας πολύ δυναμικής προσωπικότητας. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η ζωή μου έχει αλλάξει ριζικά
Η ζωή μου είναι λίγο μυθιστορηματική. Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων που δεν θα αποφάσισα, όπως η οικογένεια στην οποία γεννήθηκα, τα τραγικά γεγονότα που την σημάδεψαν – όπως ο χαμός του αδερφού μου σε τόσο μικρή ηλικία. Κι από την άλλη, υπάρχει η απόδειξη πραγμάτων που αποφάσισα 100% – πολλές φορές, μάλιστα, παίρνοντας τον δύσκολο δρόμο. Σε μια περίοδο της εφηβείας μου προσπάθησα να αρνηθώ την αγάπη μου προς το θέατρο – στρεφόμενη προς άλλες σπουδές – αλλά τελικά είδα πως δεν είναι αυτή η αλήθεια μου. Επίσης, αποφάσισα να σπουδάσω την τέχνη μου και να μην πάω κατευθείαν να εργαστώ στο ιδιωτικό θέατρο που είχαν οι γονείς μου. Μα και μετά, όλες οι καλλιτεχνικές αποφάσεις μου ήταν συνειδητά δικές μου, και ζούσα παράλληλα με τα μεγάλα πένθη που με βρήκαν. Η ζωή μου, λοιπόν, είναι μια τρανταχτή απόδειξη ότι ο ανθρώπινος βίος είναι και τα δύο: Κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα επιλέξεις, αλλά πολλά μπορείς. Ή, έστω, μπορείς να τα αλλάξεις.
Θα άλλαζες κάτι στη ζωή σου; Θα έδινες περισσότερο χρόνο στην προσωπική σου ζωή;Δυστυχώς, αφιερώνω πολύ λίγο χρόνο στον εαυτό μου και δεν είμαι καθόλου περήφανη γι’ αυτό. Ξέρω πως, πολλές φορές, δίνω την εντύπωση μιας πολύ δομημένης, δυναμικής προσωπικότητας – ίσως και απόλυτης – κάθε πτυχή της ζωής της οποίας είναι ελεγχόμενη. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η ζωή μου έχει αλλάξει ριζικά. Ο χρόνος που απαιτείται για την αποτελεσματική διεύθυνση του Φεστιβάλ είναι απεριόριστος δεν υπάρχει μέρα που να μην δουλεύω για την διοργάνωση, είμαι πάντα διαθέσιμη. Κι όταν συνδυάζεται με μια καλλιτεχνική πορεία που επιθυμώ να μένει ενεργή, τα πράγματα περιπλέκονται κι άλλο, με τον χρόνο για τον εαυτό μου, το σύντροφο μου, τους φίλους μου να συρρικνώνεται. Προσπαθώ με νύχια και με δόντια να περιφρουρήσω κάποιες ώρες την εβδομάδα για την προσωπική μου ηρεμία, μα δεν είναι πάντα εφικτό· κι αυτό έχει πολύ μεγάλο κόστος. Ειδικά για μια γυναίκα.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ανοίγει το φετινή διοργάνωση των Επιδαυρίων για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου με την σκηνοθεσία της στον “Ιππόλυτο” του Ευριπίδη.
Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 7 και 8 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης
Δραματουργική επεξεργασία/Διασκευή: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια Εύα Γουλάκου. Μουσική:Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης. Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου. Χορογραφία: Αλέξανδρος Σταυρόπουλος. Βίντεο:Παντελής Μάκκας. Ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Παυλόπουλος. Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά. Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου.
Διανομή: Κόρα Καρβούνη, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σκουλά,Έλενα Τοπαλίδου, Γιάννης Τσορτέκης, Ορέστης Χαλκιάς
Χορός: Διαμαντής Αδαμαντίδης, Γιώργος Βασιλόπουλος, Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Νίκος Γονίδης, Νίκος Γρηγοριάδης, Χρήστος Διαμαντούδης, Δάφνη Κιουρκτσόγλου, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Μάριος Κρητικόπουλος, Ηρακλής Κωστάκης, Ιωάννα Λέκκα, Αμαλία Νίνου, Αλέξανδρος Πιεχόβιακ, Μελίνα Πολυζώνη, Αλέξανδρος Τωμαδάκης, Ηρώ Χαλκίδη, Μάριος Χατζηαντώνη, Νικόλας Χατζηβασιλειάδης
Μουσικοί επί σκηνής: Γιάννος Γιοβάνος, Γιάννης Παπαδόπουλος, Βαγγέλης Παρασκευαΐδης, Σπύρος Πολυχρονόπουλος