Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Κι εν μέσω πολιτικού αναβρασμού στην χώρα λόγω εκλογών, βρέθηκα ένα απόγευμα στις βελούδινες, κόκκινες θέσεις της Σκηνής «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου, για να παρακολουθήσω την παράσταση «Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα», του Τόνυ Κούσνερ – ένα έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Μόσχου. Ένα έργο πολιτικό, ένα έργο σύγχρονο και με ευαισθησίες, που μιλάει για μια άλλη εποχή αλλά την ίδια στιγμή μοιάζει να αναφέρεται σε όλες. Το έργο ήρθε για να γράψει μέσα μου την καταλληλότερη στιγμή, καθώς θίγει ζητήματα όπως αυτό της ευθύνης μας απέναντι στους άλλους και απέναντι στην ίδια μας την εποχή, μιλά για τα διλήμματα, τις δύσκολες αποφάσεις ενώ θέτει το εξής φλέγον ερώτημα: Ο καθένας από εμάς με τη στάση του επηρεάζει και διαμορφώνει τελικά τις πολιτικές εξελίξεις και τον ρου της Ιστορίας ή εμείς τείνουμε να διαμορφωνόμαστε από αυτά;
Η υπόθεση τοποθετείται στη Γερμανία του ’30 και συγκεκριμένα στο Βερολίνο, τη στιγμή που καταρρέει η Δημοκρατία της Βαϊμάρης μέχρι την εκλογική άνοδο του ναζιστικού κόμματος και την επικράτηση του Χίτλερ, εγκαθιδρύοντας τους μηχανισμούς του Γ’ Ράιχ. Πρωταγωνιστές του έργου μία παρέα καλλιτεχνών, που αποτελούν τη μεσαία τάξη της εποχής. Αυτό το τμήμα της κοινωνίας που την ίδια στιγμή σιωπά και ανέχεται, αγανακτεί και εναντιώνεται, μπορεί να ξεχνά αλλά δεν παύει να ονειρεύεται και να ελπίζει. Κι αυτή η μεσαία τάξη είναι ίδια σε κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή. Μέσα από 26 αριστοτεχνικά δομημένες σκηνές, παρακολουθούμε πώς η πολιτική αναταραχή αλλάζει σταδιακά τις ισορροπίες στις ανθρώπινες σχέσεις, γκρεμίζοντας ψευδαισθήσεις και φέρνοντας τον καθένα αντιμέτωπο με τους άλλους, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό, ενώ η δραματική διαχρονικότητα της ιστορίας “χτυπούσε” συνεχώς σαν καμπανάκι στο μυαλό μου μέσα από γεγονότα που αφορούν διώξεις κοινωνικών και φυλετικών ομάδων, καταστρατήγηση ατομικών ελευθεριών και συλλογικών δικαιωμάτων και άλλα που μπορεί να χαρακτηρίζουν τη ναζιστική περίοδο αλλά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε σήμερα πως μας ακούγονται μακρινά και άγνωστα – τουναντίον. Από την παράσταση δεν λείπει καθόλου το χιούμορ, οι γρήγορες ατάκες, ενώ ο γρήγορος κινηματογραφικός ρυθμός της σε παρασέρνει – σε αυτό βοηθάει και ο ρόλος του Θανάση Ραφτόπουλου ως κομπέρ, που έρχεται να συνδέσει τις 26 σύντομες σκηνές και να τους δώσει έναν τίτλο. Οι ήρωες του Κούσνερ είμαστε εμείς, εμείς στο χθες, στο σήμερα, το αύριο, το πάντα. Οι ήρωες του Κούσνερ είναι η μεσαία τάξη του Βερολίνου, αλλά την ίδια στιγμή είναι η μεσαία τάξη της Αθήνας, του Λονδίνου, του Παρισιού, του κόσμου όλου. Είναι οι απλοί άνθρωποι αυτοί που στις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας, προσπαθούν να διαλέξουν τη σωστή πλευρά της, με όποιον τρόπο. Ένα σπουδαίο κείμενο, με πολύ καλές ερμηνείες, που επιτρέπει τους παραλληλισμούς με καταστάσεις στο σήμερα κι αυτό ήταν για εμένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του.
Ευδοκία Βαζούκη
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το περασμένο βράδυ της Τρίτης μάς βρήκε σε πολύ καλό μουντ καθώς ήμασταν και εμείς στον πεζόδρομο της οδού Νίκης. Τι συνέβη εκεί και γιατί δεν έπρεπε να το χάσεις: Έξω από το «σπίτι» του περιοδικού δρόμου «Σχεδία» (Κολοκοτρώνη 56), σε συνεργασία με το Athens Pride, διοργανώθηκε το απόλυτο street party! Στα decks του ήταν η πολύ δυνατή ομάδα των Strap-on Unicorns και από τις 9 μέχρι τις 11 χορέψαμε ασταμάτητα σε pop anthems και ήπιαμε τα δροσιστικά ποτάκια μας από το ειδικά διαμορφωμένο μενού του Shedia Home. Γενικά, διασκεδάσαμε πολύ και ειδικά, αυτό συνέβη για καλό σκοπό. Ήταν μία γιορτή υπό την αιγίδα του Athens Pride, λίγο πριν μπει ο Ιούνιος που είναι και επισήμως ο pride-month, μια γιορτή που με τη μουσική και τη συμβολή των Strap-on Unicorns ήταν χρωματιστή και συμπεριληπτική. Παράλληλα, στηρίξαμε το μοναδικό ελληνικό περιοδικό δρόμου, τη Σχεδία στο νέο της σπίτι, το οποίο λειτουργεί -και εκτός πλαισίου πάρτυ- καθημερινά για καφέ, μπραντς και φαγητό. Πρόκειται για μία εστία αλληλεγγύης και καλοσύνης που έχει φτιαχτεί για να βοηθήσει και να στηρίξει τους συνανθρώπους μας οι οποίοι είναι άστεγοι και κοινωνικά αποκλεισμένοι. Απέναντι σε μία κοινωνία που χωρίζει τους ανθρώπους σε πρώτη και δεύτερη κατηγορία, η Σχεδία στέκεται ανάχωμα και μάς καλεί με την ίδια της τη λειτουργία ως περιοδικό αλλά και με τις διάφορες δράσεις της να γίνουμε και εμείς μέρος σε αυτόν τον αγώνα. Εμείς την Τρίτη το βράδυ περάσαμε καλά αλλά και σε μία πιο σημαντική νότα, νιώσαμε μέρος της Σχεδίας την οποία θα συνεχίζουμε να στηρίζουμε, είτε στον δρόμο, είτε στο «σπίτι» της!
Ανδρομάχη Αρβανίτη
Η αλήθεια είναι πως την περιοχή του Βύρωνα δεν την γνωρίζω αρκετά καλά. Αφορμή στάθηκε λίγες ημέρες πριν η παρέα μου για να την επισκεφτώ, όχι όμως τυχαία, αλλά στοχευμένα, για ένα μοντέρνο ‘γαστροκαφέ’ – όπως αυτοχαρακτηρίζεται – στην πλατεία Σμύρνης, το λεγόμενο ‘Φίφτυ Γαστροκαφέ’. Είτε προτιμάς brunch, είτε δείπνο με την παρέα σου το μεσημέρι έως αργά, βραδιές γεμάτες μουσική, ακόμη και party, το cozy μαγαζί της πλατείας στο Βύρωνα αποτελεί μία εξαιρετική επιλογή που σου εγγυώμαι ότι θα σε αποζημιώσει πολύπλευρα.
Εξαιρετικής ποιότητας φαγητό προσαρμοσμένο για όλα τα διατροφικά γούστα με ευφάνταστες συνταγές, συμπεριλαμβανομένων νηστίσιμων και χορτοφαγικών επιλογών που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα εξίσου νόστιμα πιάτα με κρεατικά – είναι όλα θα δεις με μια πρώτη ματιά στο μενού. Έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις ανάμεσα στον εσωτερικό, minimal αλλά παράλληλα funky χώρο με την ανοιχτή κουζίνα ή στον εξωτερικό – θερμαινόμενο τον χειμώνα και ιδανικό για τις καλοκαιρινές βραδιές στην πλατεία – χώρο του ‘γαστροκαφέ’ για να ζήσεις μία απόλυτη εμπειρία γαστρονομίας και διασκέδασης. Ο chef Παναγιώτης Παπαδόπουλος και ο barista/bartender Βασίλης Μυρσινιάς – ιδιοκτήτες του ‘Φίφτυ Γαστροκαφέ’ – φροντίζουν να ανανεώνουν το μενού ανά δύο μήνες, να μαγειρεύουν καθημερινά με φρέσκα υλικά και ποιοτικές πρώτες ύλες, σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε πελάτη. Δοκιμάσαμε την γευστικότατη φάβα με καραμελωμένα κρεμμύδια και λάδι μυρωδικών, το σαγανάκι με λάιμ και μαρμελάδα τοματίνι, το ιδιαίτερο χοιρινό σωτέ με μαρμελάδα πεπόνι, μουστάρδα και δενδρολίβανο και το – προσωπικό αγαπημένο μου – σπετσοφάι με λουκάνικο, πιπεριές και τραχανά – ήταν μάλιστα η πρώτη φορά μετά από καιρό που δοκίμασα ξανά τραχανά. Θα το βρεις στην οδό Βορείου Ηπείρου 2 στον Βύρωνα.
Ναταλία Βουρλιωτάκη
Η Θεατρική Ομάδα Ρέκτις μας συστήνεται φέτος μέσα από το έργο “Απόγνωση” σε επιμέλεια Περικλή Μοσχολιδάκη. Η ιστορία 4 γυναικών που έπεσαν θύματα βίας και κακοποίησης με πρόσχημα τον έρωτα. Οι γυναίκες αφηγούνται τις ιστορίες τους και δείχνουν ότι το σημαντικότερο βήμα είναι να μιλάς και να ζητάς βοήθεια.
Οι γυναίκες εμφανίζονται ντυμένες με ένα πράσινο φόρεμα, τακούνια, περούκα και γυαλιά σαν κούκλες. Στην σκηνή υπάρχει ένας άνθρωπος που βάζει τη μουσική στις αλλαγές των ιστοριών και ένα τραπέζι που έχει ένα κόκκινο κραγιόν και μωβ σκιά. Κάθε φορά που μιλάει μια κοπέλα, μπαίνει μουσική, οι υπόλοιπες την βοηθάνε να βγάλει τα ρούχα της. Μένει με μαύρα ρούχα και όσο μιλάει ζωγραφίζει στο πρόσωπο της τις μελανιές και τα αίματα. Στην παράσταση οι γυναίκες μαθαίνουν στο κοινό να κάνουν την χειρονομία της βοήθειας. Κλείνεις τον αντίχειρα σου μέσα στα υπόλοιπα δάχτυλα.
Ένα έργο βαρύ που σε αφήνει άφωνο. Δυστυχώς, στην εποχή μας η θεματολογία της παράστασης είναι άκρως επίκαιρη, αφού σχεδόν κάθε μέρα γίνονται γνωστές ιστορίες που μας συγκλονίζουν με τη βιαιότητα τους, έχοντας, σχεδόν ως αποκλειστικό τους θύμα τις γυναίκες. Όταν τα φώτα έκλεισαν πριν ξεκινήσει η τελική υπόκλιση, το κοινό έμεινε βουβό σε μια εκκωφαντική ησυχία. Είναι μια παράσταση που αγγίζει ένα θέμα βαρύ με σεβασμό. Μια παράσταση που όλοι πρέπει να δούμε. Κάθε φορά που ανεβαίνει το έργο, γυναίκες από το κοινό με πραγματικές ιστορίες παίρνουν δύναμη. Στέλνουν μηνύματα στον Περικλή για να του πουν πως τις βοήθησε. Κάποιες κατάφεραν να βγουν από τέτοιες σχέσεις, άλλες ένιωσαν πως δεν είναι μόνες. 15900. Γραμμή SOS για κακοποιημένες γυναίκες.
Σπύρος Χαϊντούτης
Την περασμένη Τετάρτη βρέθηκα στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου «Άστορ» για να παρακολουθήσω δωρεάν μια συζήτηση με θέμα «Η Τέχνη του Μοντάζ». H συγκεκριμένη συζήτηση διοργανώθηκε από την Rolex στα πλαίσια του «Φεστιβάλ Τεχνών Rolex: Γιορτάζοντας 20 χρόνια καλλιτεχνικής καθοδήγησης». Με διάρκεια από τις 22 έως τις 28 Μαΐου σε πολλούς διαφορετικούς χώρους Αθήνας, το Φεστιβάλ που διοργανώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε ένα πλούσιο πρόγραμμα για τον χορό, τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και το θέατρο. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πρόγραμμα mentoring όπου γνωστοί επαγγελματίες κάθε κλάδου συνομιλούν με το κοινό μέσα από διάφορες εκδηλώσεις.
Και τώρα στο φλέγον ζήτημα! Ο καλεσμένος και μέντορας Κινηματογράφου της Rolex, o Walter Murch, είναι σίγουρα ένας από τους σπουδαιότερους εν ζωή μοντέρ εικόνας και ήχου. Έχει συνεργαστεί με τον Francis Ford Coppola στην Τριλογία «The Godfather» και στο «Apocalypse Now» και σε άλλες σπουδαίες ταινίες όπως το «The Conversation», «The English Patient». Έχει κερδίσει Όσκαρ ενώ έχει γράψει και βιβλίο για το μοντάζ με τίτλο «In the Blink of an Eye». Μαζί του στην συζήτηση βρισκόταν ο Γιώργος Μαυροψαρίδης, πολυβραβευμένος μοντέρ, ο οποίος έχει μοντάρει -σχεδόν- όλες τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου, λαμβάνοντας υποψηφιότητες για Όσκαρ και ΒAFTA. Τη συζήτηση συντόνιζε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Έχοντας αναφέρει περιληπτικά λίγα λόγια για όλους τους ομιλητές, μπορώ πια να πω και για την εμπειρία μου. Η συζήτηση έγινε εξ ολοκλήρου στα αγγλικά -με ειδικά ακουστικά για μετάφραση στα ελληνικά για όποιον το επιθυμούσε- και αφορούσε κυρίως τη δουλειά του Murch. Με τη βοήθεια διάφορων αποσπασμάτων από ταινίες όπως το «The Godfather» και το «The Conversation», ο Murch μας εξηγούσε την διαδικασία που ακολουθούσε για να φτάσει σε αυτό το αποτέλεσμα. Ο τρόπος που εξηγούσε τα πράγματα, έδινε πράγματι στον ακροατή τη δυνατότητα να καταλάβει έναν σπουδαίο τρόπο να αντιλαμβανόμαστε τί πραγματικά χρειάζεται μια σκηνή για να λειτουργήσει. Και αυτό αφορά τη διαδικασία του μοντάζ, στην οποία με βάση ένα ήδη καταγεγραμμένο υλικό και τη σκηνοθετική ματιά κάποιου άλλου, προσπαθείς πια εσύ -ο μοντέρ- να γράψεις τη δική σου ιστορία, να συμβάλεις με τον δικό σου δημιουργικό και καλλιτεχνικό τρόπο στο τελικό αποτέλεσμα. Άλλωστε, η ταινία θα μπορούσαμε τολμηρά να πούμε ότι «ξαναγράφεται» -ή καλύτερα «ξαναγυρίζεται»- στο μοντάζ…
Φωτεινή Νικολίτσα
Την περασμένη Παρασκευή βγήκε ο τέταρτος δίσκος του Bloody Hawk, “Φθηνά Tricks” – ίσως ο καλύτερος δίσκος του ράπερ από τη Ξάνθη και ένας από τους κορυφαίους ελληνικούς δίσκους της χρονιάς, κατά τη δική μου (ταπεινή) άποψη. Πέρα από το γεγονός ότι τον ακούω συνέχεια τις τελευταίες ημέρες, αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση – και το συνειδητοποίησα σήμερα που προσπαθούσα να καταλήξω στα αγαπημένα μου κομμάτια – είναι ότι δεν πάτησα skip ούτε σε ένα τραγούδι. Όχι ότι δεν έχω αγαπημένα – αφού με ρωτάτε (ή και όχι) ξεχωρίζω το “Ταβάνι”, το “Μαχαλάς”, το “KVL” με τον Wang, το “Λουλούδι” και το “Φάντασμα”. Αυτό που εννοώ είναι ότι στο σύνολο του είναι ένας εξαιρετικά ολοκληρωμένος δίσκος, χωρίς ούτε ένα filler κομμάτι. Όλα τα tracks είναι 100% δουλεμένα, τα beats ένα κι ένα και οι στίχοι του BH άψογοι – εντάξει αυτό αναμενόμενο.
Ο δίσκος ανοίγει με το “Ταβάνι”, ένα χαρακτηριστικό ΒΗ κομμάτι (με τέλειο oldschool beat και μπράβο στον Mateos Nps για τις παραγωγές του στον δίσκο), που σε προϊδεάζει από την αρχή ότι αυτό που θα ακούσεις θα είναι πολύ δυνατό, ενώ κλείνει με τον καλύτερο τρόπο, ίσως το πιο ξεχωριστό κομμάτι του δίσκου (και αυτό λέει πολλά), το ‘”Φάντασμα”, στο οποίο ο Bloody Hawk πάει το storytelling σε άλλο επίπεδο, με μία (σουρεάλ αλλά παράλληλα ρεαλιστική αν αυτό βγάζει νόημα) ιστορία για έναν άνθρωπο που χάνει τον εαυτό του. Στο “KVL” δηλώνει γιατί κάνει ό,τι κάνει και σου θυμίζει κι εσένα γιατί αγάπησες τη μουσική του από την πρώτη στιγμή που τον άκουσες, ενώ το “Λουλούδι” είναι λίγο πιο προσωπικό – και για κάτι τέτοιες στιγμές ειλικρίνειας είναι που πάντα θα τον ακολουθούμε. Σίγουρα ο Bloody Hawk δεν είναι ο μοναδικός ράπερ που έχει να δώσει πολλά στην εγχώρια σκηνή, είναι όμως εκείνος που με κάθε νέα του δουλειά σε κάνει να εκτιμάς ξανά και ξανά το είδος. Μαζί με το “ΘΡΑΣΟΣ” του ΝΤΜ και το “Arte Povera” του Beats Pliz, αυτή είναι μία από τις καλύτερες στιγμές της ελληνικής σκηνής για φέτος.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Η τραγουδίστρια – τραγουδοποιός Danielle Ponder από το Rochester της Νέας Υόρκης ήταν μόλις 16 χρονών όταν συνέβησαν δύο καθοριστικά για τη ζωή της γεγονότα: Κράτησε στα χέρια της την πρώτη της κιθάρα -δώρο του πατέρα της-, είδε τον αδερφό της να καταδικάζεται σε 20 χρόνια φυλάκιση για ληστεία. Το δεύτερο γεγονός την ώθησε να γίνει δημόσιος συνήγορος υπερασπιζόμενη ανθρώπους που δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν δικηγόρο. Το πρώτο, τη βοήθησε, μέσα από τη μουσική, να διοχετεύσει όλο τον θυμό της για ένα δικαστικό σύστημα που τείνει να δείχνει το σκληρότερο του πρόσωπο στους «αδύναμους» και περιθωριοποιημένους, για μια δικαιοσύνη που έχει απωλέσει εκδικητικά το καθήκον να οδηγεί στη μεταμέλεια, τον σωφρονισμό και την αναμόρφωση, για μια κοινωνία που έμαθε να βάζει ταμπέλες -«ο φυλακισμένος», ο «καταδικασθείς», «ο κατηγορούμενος», «ο κακός» κλπ. Ενώ ήταν λίγο πριν τα 40 όταν και αποφάσισε να αφήσει τη δικηγορία για να ασχοληθεί εξ’ ολοκλήρου με τη μουσική. Και εγώ ακούγοντας σε ατέλειωτο repeat το νέο της single, το οποίο κυκλοφόρησε τώρα τον Μάιο, με τίτλο «Roll The Credits», δεν σταματάω να σκέφτομαι πως η Danielle Ponder, αυτή η εξαιρετική soul ερμηνεύτρια, ήρθε για να μας δώσει «μαθήματα» ελπίδας με τον πιο λυτρωτικό τρόπο.
Το «Roll The Credits», όπως σχολιάζει η ίδια, είναι ένα «τραγούδι για όλες τις μορφές της πνευματικότητας και για την ικανότητα μας να βρούμε τον θεό σε όλα τα πράγματα, αν δώσουμε προσοχή». Ό,τι και αν σημαίνει η λέξη «θεός» για τον καθένα, θα πρόσθετα εγώ. Το τραγούδι έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν την Ponder να ξεχωρίζει: Μια δυνατή ερμηνεία, μουσική που τιμά τις ρίζες της και μια ιστορία που επιθυμεί να εμπνεύσει γενναιότητα και δύναμη. Άλλωστε για εκείνη είναι η μουσική που της αποκάλυψε την τρυφερότητα που βρίσκεται στις καρδιές των ανθρώπων, την ικανότητα να κατανοούμε, να συμμεριζόμαστε και να ταυτιζόμαστε με τον άλλον, να αισθανόμαστε και πάνω από όλα να αγαπάμε. Η μουσική είναι εκείνη που τη δίδαξε ότι το σύστημα που έχουμε δεν αντανακλά τις καλύτερες πτυχές που όντως υπάρχουν μέσα στον καθένα από εμάς. Είναι η μουσική που αποκατέστησε την πίστη της ότι ένας πιο δίκαιος κόσμος είναι εφικτός. Και εγώ, επιστρέφοντας επίσης, με αφορμή τη νέα της δουλειά, στο περσινό υπέροχο debut άλμπουμ της «Some Of Us Are Brave» -ένας από τους καλύτερους δίσκους του 2022 για εμένα- δεν μπορώ παρά να συμφωνώ απόλυτα μαζί της.
Αριστούλα Ζαχαρίου