Από την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο το 1957, μέχρι και τον τελευταίο ρόλο του στη «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη, ο Θανάσης Βέγγος μάς χάρισε ατελείωτες στιγμές γέλιου και συγκίνησης, με τον τρόπο που μόνο εκείνος μπορούσε.
Οι αξέχαστοι ρόλοι του στις ταινίες «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», «Θανάση πάρε τ’ όπλο σου», «Παπατρέχας» κ.α., έμειναν αποτυπωμένοι στη μνήμη όλων όσοι αγαπήσαμε τον ελληνικό κινηματογράφο.
Πολλοί, όμως, δεν γνωρίζουν τον απρόσμενο τρόπο, με τον οποίο αυτός ο αληθινός «πολυτεχνίτης» ανακάλυψε το ταλέντο του στην υποκριτική και έκανε τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο.
Πρώτη επαφή του Θανάση Βέγγου με το θέατρο έγινε στη Μακρόνησο, όπου εξέτιε την θητεία του ως «ανεπιθύμητος» φαντάρος, λόγω της αντιστασιακής δράσης του πατέρα του με τον ΕΛΑΣ. Οι εξόριστοι συχνά ανέβαζαν τις δικές τους ερασιτεχνικές παραστάσεις, για να ψυχαγωγηθούν, αφού δεν είχαν κανέναν άλλο τρόπο διασκέδασης.
Εκεί ήταν που ο Θανάσης Βέγγος ανακάλυψε το κωμικό ταλέντο του. Στην προσπάθεια του να βάλει ένα χαμόγελο στα πρόσωπα των συγκρατουμένων του, ανέβαινε στη σκηνή και με τις εκφράσεις και κινήσεις του έκανε το κοινό του αμέσως να γελά.
Εκεί γνώρισε και τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο, ο οποίος ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο την ίδια περίοδο με εκείνον. Φυσικά, ο σπουδαίος για τον ελληνικό κινηματογράφο Κούνδουρος δεν γνώρισε τον Θανάση Βέγγο ως ηθοποιό, αλλά ως έναν… «καλό άνθρωπο» που τον βοήθησε να επιβιώσει όσο ζούσε απομονωμένος σε έναν λόφο μακριά από τους υπόλοιπους εξόριστους.
Όπως έχει αναφέρει πολλές φορές σε συνεντεύξεις του ο διάσημος σκηνοθέτης, ο Θανάσης Βέγγος χωρίς να τον γνώριζε του έφερνε φαγητό, του έφτιαξε ένα κρεβάτι και τον βοήθησε στις δύσκολες στιγμές που περνούσαν. Σιγά-σιγά έγιναν καλοί φίλοι και όσο περισσότερο τον παρακολουθούσε τόσο πιο ξεκάθαρο γινόταν για εκείνον, ότι ο φίλος του ο Θανάσης είχε ένα ξεχωριστό ταλέντο.
Έτσι, του μίλησε για τα σχέδια του να γυρίσει μια ταινία όταν γυρίσουν από την εξορία, και του υποσχέθηκε να του δώσει έναν ρόλο. Πράγματι, όταν επέστρεψαν, τον βρήκε, έκανε πραγματικότητα την υπόσχεση του, και τον περιέλαβε στην πρώτη ταινία του, με τίτλο «Η Μαγική Πόλη».
Η «Μαγική Πόλη» είναι μία από τις ταινίες ορόσημο του ελληνικού κινηματογράφου. Ένα νεορεαλιστικό δράμα που αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του ρεύματος του νεορεαλισμού στην Ελλάδα.
Φυσικά, αυτή η ταινία αποτέλεσε ορόσημο και για την καριέρα των δύο αυτών σπουδαίων ανθρώπων του σινεμά. Από τη μία, ο Κούνδουρος έκανε ένα εκπληκτικό ντεμπούτο με την ταινία που τελικά εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1954, με τον αγγλικό τίτλο «Magic City».
Από την άλλη, ο Θανάσης Βέγγος ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κινηματογράφο και κατάφερε να αναδείξει το ταλέντο του, παρ’ όλο που δεν είχε πάρει ποτέ μαθήματα υποκριτικής. Από τη μία στιγμή στην άλλη, ο φτωχός «πολυτεχνίτης» από το Νέο Φάληρο ανακάλυψε το έμφυτο ταλέντο του και τα επόμενα χρόνια συμμετείχε -με μικρούς ρόλους βέβαια- σε μερικές από τις πιο εμβληματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, από τον «Δράκο» του Κούνδουρου μέχρι το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν.
Και μπορεί ο Βέγγος να μην είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Μαγική Πόλη», αλλά πράγματι ευθύνεται για τη γέννηση της ταινίας. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Νίκος Κούνδουρος πριν γνωρίσει τον Θανάση Βέγγο και τον επισκεφτεί στο οικογενειακό του σπίτι, δεν είχε ιδέα υπό ποιες συνθήκες ζούσε η εργατική τάξη.
Γόνος πλούσιας οικογένειας, με ένδοξο παρελθόν στην πολιτική σκηνή της χώρας, ο Νίκος Κούνδουρος δεν είχε έρθει ποτέ ξανά τόσο κοντά σε αυτόν τον τόσο διαφορετικό κόσμο στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Σύμφωνα με συνέντευξη του Νίκου Κούνδουρου στην εφημερίδα Espresso το 2011: «Η “Μαγική Πόλη” και όλο αυτό το φτωχικό νεορεαλιστικό ντεκόρ της πάλι στον Βέγγο οφειλόταν. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα σπίτι του στο Φάληρο… Τέτοια φτώχεια δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου εγώ, ο γόνος μεγαλοαστών που μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Γύρισα σπίτι θυμάμαι κι έπιασα τη μάνα μου. Με είχε ταράξει η φτώχεια μαζί με την καλοσύνη του Θανάση. Τότε, είπα: “Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να καταπιαστώ, τον πόνο και την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων θέλω να δείξω…”. Και το έκανα, πιστεύω!»
Πράγματι, ο Νίκος Κούνδουρος από τότε γύρισε άλλες δώδεκα ταινίες που άφησαν εποχή και τον ανέδειξαν ως μία από τις σημαντικότερες μορφές του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ ο αγαπημένος μας Θανάσης Βέγγος πρωταγωνίστησε σε αμέτρητες επιτυχίες, και έμεινε στην ιστορία ως ο «καλός μας άνθρωπος» με την τρομερή εκφραστικότητα και το έμφυτο ταλέντο.