Πόσες γενιές να έχει άραγε “μεγαλώσει” ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου; Αυτή ήταν η απορία μου φεύγοντας από τη χθεσινή συναυλία του στο Καλλιμάρμαρο, έχοντας δει στο κοινό πολλά μικρά παιδιά να παρακολουθούν άναυδα το show που παρακολουθήσαμε πάνω από 45 χιλιάδες θαυμαστές του Βασίλη. Κάποτε είχα υπάρξει κι εγώ αυτό το παιδάκι – μάλιστα η πρώτη συναυλία που πήγα όταν ήμουν περίπου 10 χρονών ήταν του Παπακωνσταντίνου – και αν θυμάμαι κάτι από εκείνη την πρώτη μου εμπειρία είναι το δέος που είχα νιώσει.
Πολλά χρόνια αργότερα, λίγα έχουν αλλάξει. Έχω πάει σε αμέτρητες συναυλίες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε φεστιβάλ, σε πάρκα, σε θέατρα, σε κέντρα μουσικής. Κάθε φορά είναι υπέροχος. Χθες όμως, όσοι βρεθήκαμε στο Καλλιμάρμαρο, ζήσαμε κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι που σίγουρα έγραψε συναυλιακή ιστορία.
Από νωρίς το απόγευμα οι δρόμοι γύρω από το Καλλιμάρμαρο είχαν παραλύσει και από την αρχή είχε γίνει ξεκάθαρο ότι στο στάδιο δεν θα έπεφτε καρφίτσα. Ο ενθουσιασμός ήταν διάχυτος και όπως άκουσα πολλούς να λένε “δεν γινόταν να λείπουμε από τα 50 χρόνια”. Μέχρι τις 9 οι κερκίδες και η αρένα είχαν γεμίσει και οι τελευταίοι που έφταναν (μαζί τους κι εγώ) μάλλον δεν μπορούσαν να πιστέψουν το θέαμα μπροστά τους: Το Καλλιμάρμαρο κατάμεστο, όπως δεν το είχαμε ξαναδει.
Μόλις είχε πέσει εντελώς ο ήλιος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου βγήκε στη σκηνή και μάλλον ούτε ο ίδιος ήταν προετοιμασμένος για αυτό το ιστορικό sold out. “Δεν σας πιστεύω” έλεγε ξανά και ξανά συγκινημένος, λίγο πριν αρχίσει να μας αφηγείται την “ιστορία” του – στην αρχή με λόγια και μετά με τραγούδια.
“Είναι μία ολόκληρη ιστορία. Ξεκίνησε το ΄73 όταν ήμουν φαντάρος στη Χούντα. Έγραψα 4 τραγούδια, παίρνοντας άδεια. Μετά έφυγα, πήγα στη Γερμανία και εκεί τραγουδούσα Λοϊζο, Θεοδωράκη… Εκεί γνώρισα μία ομάδα φοιτητών, που έγιναν αδέρφια μου. Αυτοί μου άνοιξαν τα μάτια, εκεί πολιτικοποιήθηκα και τους ευχαριστώ”. Μετά γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη “και στην πρώτη μας συναυλία ήρθε το μήνυμα ότι έπεσε η Χούντα. Γυρίσαμε αμέσως μαζί, με σύστησε στην εταιρεία που εργαζόταν και εγώ αμέσως ζήτησα να με γνωρίσουν με τον Μάνο Λοϊζό”. Πράγματι, η συνάντησή του με τον σπουδαίο συνθέτη δεν άργησε να έρθει. “Τα μάτια του, τα τρυφερά, μεγάλα μάτια του με γονάτισαν” θυμήθηκε ο Παπακωνσταντίνου και ξεκίνησε να τραγουδά δύο θρυλικά τραγούδια του Λοϊζου, τον “Τσε Γκεβάρα” και τον “Στρατιώτη”.
Σειρά είχε το “Μπουμ” και το “Αρνιέμαι”, σε μία συναυλία από την οποία δεν έλειψαν τα πολιτικά τραγούδια, αλλά ούτε και οι πολιτικές τοποθετήσεις – τις οποίες εξάλλου ο Βασίλης ποτέ δεν φοβάται. “Όταν γεννήθηκα πριν από πολλά, πολλά χρόνια και αντίκρυσα για πρώτη φορά τον κόσμο ήταν πολύ ωραία, σκέφτηκα τι ωραία ζωή μάς περιμένει. Ψιλομεγάλωσα και ήρθαν οι εκλογές. Τότε ήρθε και ο μόνιμος φόβος. Μετά ήρθαν κι άλλες εκλογές και πάντα φοβάμαι ακόμα για το τι θα γίνει αύριο. Φοβάμαι τι θα γίνει πάλι για εμάς χωρίς εμάς” μάς είπε και όλοι ξέραμε τι θα ακολουθήσει.
Τα καπνογόνα δεν άργησαν να ανάψουν και όλο το στάδιο πλέον φώναζε “Βασίλη ζούμε για να σ’ ακούμε”. Σε μία από τις πιο εκρηκτικές στιγμές της συναυλίας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου φώναξε ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τον Νίκο Μπελογιάννη και τον Τσε Γκεβάρα, λίγο πριν ερμηνεύσει το “Πόρτο Ρίκο” του Άλκη Αλκαίου, με σύσσωμο το στάδιο να χειροκροτεί, ενώ στο “Χαιρετίσματα στην εξουσία” ήταν που επικράτησε πραγματικός χαμός.
Ο Βασίλης τραγούδησε όλους τους μεγάλους ποιητές μας, από τον Καρυωτάκη μέχρι και τον Οδυσσέα Ελύτη, προκαλώντας ανατριχίλα “Με το λύχνο του άστρου” σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και με τις “Μικρές Νοθείες” στον πιο όμορφο φόρο τιμής στον Θάνο Μικρούτσικο.
Η πιο συγκινητική στιγμή της συναυλίας ήταν σίγουρα εκείνη που ακούσαμε το “Αχ μαμά” και στις γιγαντο-οθόνες βλέπαμε μία φωτογραφία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με τη μητέρα του.
Για το τέλος άφησε μερικές από τις πιο αγαπημένες επιτυχίες του, το “Βράδυ Σαββάτου”, το “Σ’ ακολουθώ”, το “Πριν το τέλος” (που μάς χάρισε μία σχεδόν κατανυκτική στιγμή), το “Έφηβα Γεράκια” και ολόκληρο το στάδιο τραγουδούσε σαν μαγεμένο έναν έναν τους στίχους.
Μετά από 3,5 ώρες ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού – αλλά κανείς δεν ήθελε να φύγει. Οι πρώτες μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη από το εμβληματικό “Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ” άρχισαν να ηχούν και πάλι η συγκίνηση ήταν αναπόφευκτη. Το πραγματικό “αντίο” όμως ήρθε με ένα τραγούδι λίγο πιο σημαδειακό. “Το παιχνίδι παίζεται ακόμα” τραγούδησε και μας ξεκαθάρισε ότι τα 50 χρόνια δεν είναι το τέλος.
Αυτό το ταξίδι που ονομάζεται “Βασίλης Παπακωνσταντίνου” δεν έχει ακόμα τελειώσει – αυτό είναι σίγουρο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας αναρωτιόμουν αν είχα ζήσει ξανά κάτι τέτοιο (μάλλον όχι) και αν υπάρχει άλλος Έλληνας καλλιτέχνης που θα μπορούσε να κάνει αυτό που με τόση ευκολία έκανε χθες το βράδυ ο Βασίλης. Αν κάτι έγινε ξεκάθαρο στο μυαλό μου είναι ότι δεν παρακολουθήσαμε μια απλή συναυλία, αλλά μία ιστορική βραδιά ενός ζωντανού θρύλου. Και ανυπομονούμε για τα επόμενα δέκα, έικοσι, τριάντα, πενήντα χρόνια που θα μας συντροφεύει η μουσική του.