Στις 16 Ιουνίου, το 1917, γεννήθηκε στο Plainfield του Νιου Τζέρσι ο Ίρβιν Πεν, ένας εκ των εμβληματικότετων φωτογράφων του 20ού αιώνα, του οποίου οι συναρπαστικές φωτογραφίες, η πρωτοποριακή και άρτια τεχνική καθώς και η αδιαπραγμάτευτη καλλιτεχνική προσέγγιση των έργων του κατάφεραν να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα στην τέχνη, τη μόδα και τη διαφήμιση, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της σύγχρονης φωτογραφίας μόδας.
Σπουδές και πρώτα βήματαΔείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Ίρβιν Πεν, γιος Ρώσων μεταναστών εβραϊκής καταγωγής, σπούδασε ζωγραφική και σχέδιο στην Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Πενσυλβάνια με καθηγητή τον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή του Harpe’s Bazaar Αλεξέι Μπρόντοβιτς, ο οποίος εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του φοιτητή του θα τον προσλάβει αμισθί, τα καλοκαίρια του 1937 και του 1938, ως βοηθό του στο περιοδικό.
Μετά την αποφοίτηση του το 1938, ο Ίρβιν Πεν, ο οποίος ακόμη δεν είχε καμία πρόθεση να ακολουθήσει το επάγγελμα του φωτογράφου, θα μετακομίσει στη Νέα Υόρκη όπου και θα συνεργαστεί με διάφορα περιοδικά ως freelancer σχεδιαστής και εικονογράφος, ενώ αργότερα θα λάβει την θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο κατάστημα Saks της Πέμπτης Λεωφόρου. Είναι, επίσης, η περίοδος που θα αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή και θα αρχίσει να φωτογραφίζει τις βιτρίνες και τις ταμπέλες του Μανχάταν.
Το 1941, ωστόσο, θα παραιτηθεί, ύστερα από την απόφαση να μεταβεί στο Μεξικό για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του διαμέσου του αμερικάνικου Νότου αλλά και την περίοδο παραμονής του στη γειτονική χώρα, θα αισθανθεί απογοήτευση από το αποτέλεσμα της ζωγραφικής του δουλειάς φτάνοντας στο σημείο να καταστρέψει τα ίδια του τα έργα, ωστόσο, θα ανακαλύψει τις δεξιότητες του στη φωτογραφία, απαθανατίζοντας τα τοπία, τους ανθρώπους και τους δρόμους που του κέντρισαν το ενδιαφέρον.
Η μακροχρόνια συνεργασία με τη VogueΔείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Έχοντας επιστρέψει ένα χρόνο αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα συνάψει το 1943 τη σημαντικότερη και πιο μακροχρόνια συνεργασία της καριέρας του, αυτή με το θρυλικό περιοδικό μόδας Vogue, η οποία θα διαρκέσει για περίπου 65 συναπτά έτη, σχεδόν έως τον θάνατο του το 2009. Στενός συνεργάτης και συνοδοιπόρος για πέντε δεκαετίες ο καλλιτεχνικός διευθυντής του περιοδικού Αλεξάντερ Λίμπερμαν, ο οποίος σε μια προσπάθεια να εκμοντερνίσει το εν λόγω έντυπο, θα ενθαρρύνει τον Ίρβιν Πεν να κατευθυνθεί στον τομέα της φωτογραφίας μόδας, βλέποντας στον προστατευόμενο του μια «σαφήνεια στους στόχους» καθώς και την «ελευθερία της επιλογής».
Στις πρώιμες δουλειές του ο Πεν ανέπτυξε μερικά από πιο πρωτοποριακό του χαρακτηριστικά του έργου του, τα οποία θα εδραιωθούν με τον πέρασμα των χρόνων ως το σήμα κατατεθέν μιας εξαιρετικά γόνιμης καριέρας. H λιτή του προσέγγιση όσον αφορά τον φωτισμό και τα σκηνικά ήταν εμπνεόμενη από το κίνημα του μοντερνισμού στις Καλές Τέχνες και το σχέδιο. Για τον νεαρό φωτογράφο ζητούμενο υπήρξε ο μινιμαλισμός. Με το ουδέτερο φόντο σε αποχρώσεις του λευκού και του γκρι να αφήνει τον απαραίτητο χώρο τόσο για τα ρούχα όσο και για τα πρόσωπα της φωτογραφίας να «διηγηθούν» τη δική τους ιστορία.
Ο ίδιος, ως τελειομανής, υπήρξε σχεδόν εμμονικός με τη λεπτομέρεια, επικεντρωμένος στη φόρμα, το σχήμα, τη γραμμή και το φως, αλλά και την ακρίβεια στην αποτύπωση, η οποία πήγαζε από μια βαθιά επιθυμία να αποδώσει πιστά την ιδέα του σχεδιαστή του ρούχου και τη ραφιναρισμένη δουλειά της μοδίστρας. Ενώ, εξαιτίας της αγάπης του για την προσωπογραφία προσπαθούσε να αναδείξει τη μοναδική προσωπικότητα των μοντέλων του. Αποτέλεσμα; Φωτογραφίες φορμαλιστικά υπέροχες. Απόλυτα διαχρονικές και απαιτητικές μοντέρνες συνθέσεις. Μινιμαλιστικές και με διάχυτο φωτισμό.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου θα γνωρίσει στην Ιταλία τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο και θα ξεκινήσει να δημιουργεί τα περίφημα ασπρόμαυρα φωτογραφικά πορτραίτα του, ο Ίρβιν Πεν είχε πλέον αποκτήσει μεγάλη φήμη για τις εντυπωσιακές νεκρές του φύσεις και τις προσωπογραφίες του. Ως επακόλουθο ο Λίμπερμαν θα τον στείλει για φωτογράφιση σε διάφορα μέρη του κόσμου. Την περίοδο εκείνη ο Πεν θα κατασταλάξει στην προτίμηση του για λήψη φωτογραφιών μέσα στο ελεγχόμενο περιβάλλον ενός στούντιο, καθώς έτσι μπορούσε να απαλλαγεί αρκετά εύκολα από οτιδήποτε δεν ήταν σημαντικό για τη σύνθεση του και να εστιάσει στα θέματά που τον ενδιέφεραν.
Το 1948 καθώς βρισκόταν στο Περού για λογαριασμό της Vogue, θα ταξιδέψει στην ιστορική πόλη Κούσκο, ύστερα από προσωπική του επιθυμία. Εκεί θα απαθανατίσει με απόλυτο σεβασμό τους κατοίκους της επαρχίας με τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες. Ενώ από το 1964 έως το 1971 θα δημιουργήσει μια αντίστοιχη σειρά πορτραίτων σε φυσικό φως, ασπρόμαυρων και έγχρωνμων, ταξιδεύοντας με ένα κινητό στούντιο σε περιοχές όπως η Δαχομέη (νυν Μπενίν), το Νεπάλ, το Μαρόκο και η Νέα Γουινέα. Το 1974 οι φωτογραφίες αυτές θα δημοσιευθούν σε έναν τόμο με τίτλο «Worlds in a small room», δίνοντας έμφαση στην ανάγκη για διατήρηση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας.
Μια λαμπρή σταδιοδρομίαΔείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Κατά τη διάρκεια της σχεδόν εβδομηντάχρονης καριέρας του ο σπουδαίος Αμερικανός φωτογράφος κάλυψε μια ευρεία γκάμα θεμάτων: Τη μόδα και το στυλ, τις προσωπογραφίες, τις νεκρές φύσεις και τις μελέτες πάνω στο γυμνό σώμα. Ενώ, το διαχρονικό και ποιοτικό στυλ της δουλειάς του δεν παρέμεινε ποτέ στάσιμο αλλά εξελισσόταν μαζί με τα νέα δεδομένα στον χώρο της μόδας, του πολιτισμού και των εκδόσεων, ιδιαίτερα την εποχή ανόδου της τηλεόρασης. Η καριέρα του δείχνει να σφυρηλατήθηκε μέσα από τις απαιτήσεις μιας εσωτερικής καλλιτεχνικής φωνής σε έναν κόσμο εμπορικό, την ηθική κατάσταση της αμερικανικής συνείδησης εξαιτίας του πολέμου του Βιετνάμ, την ανάπτυξη της φωτογραφίας ως τέχνης κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980 και τους μεταγενέστερους προσωπικούς του φόβους όσον αφορά τη θνητότητα.
Το 1949-1950, σε μια εποχή που η αναθέσεις του για το περιοδικό Vogue θα μειωθούν προσωρινά αναγκάζοντας τον να στραφεί στη διαφήμιση, θα καταπιαστεί με ένα καθαρά προσωπικό πρότζεκτ. Μια μελέτη πάνω στο γυμνό σώμα, μέσα από μια σειρά φωτογραφιών σε κοντινή λήψη, με στόχο να ανατρέψει τα υπάρχοντα πρότυπα τελειότητας που επικρατούσαν στη βιομηχανία της μόδας, προτρέποντας τον θεατή να αναζητήσει την ομορφιά στο παραμελημένο και το παραγνωρισμένο. Οι ιδιαίτερες αυτές απεικονίσεις της ανθρώπινης σάρκας θεωρήθηκαν αρκετά τολμηρές για την εποχή τους και δεν εκτέθηκαν παρά μόνο μετά το 1980.
Οι προσωπογραφίεςΔείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Οι προσωπογραφίες του, είτε πρόκειται για ιθαγενείς πληθυσμούς άλλων χωρών, είτε για εμβληματικές προσωπικότητες του σύγχρονου πολιτισμού, είτε για εργαζόμενους με τη χαρακτηριστική στολή εργασίας και τα εργαλεία της δουλειάς τους, αποτελούν περίτρανη απόδειξη ότι η αντιληπτική του ικανότητα ως φωτογράφου επεκτεiνόταν πέρα από το ανθρώπινο πρόσωπο και τη φιγούρα σε πιο περίπλοκους κώδικες.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των πρώιμων πορτραίτων του είναι η εμπνευσμένη από τον κυβισμό καινοτόμος ιδέα δημιουργίας μιας «γωνίας» με τη χρήση πάνελ, ώστε τα «εγκλωβισμένα» στον χώρο πρόσωπα της φωτογράφισης να αποτυπωθούν στον φακό της κάμερας με τα συναισθήματα τους εκτεθειμένα. Χωρίς να έχουν κάπου να κρυφτούν. Παράλληλα, πειραματιζόταν με τις περικοπές.
Ανάμεσα στις διασημότητες που απαθανάτισε ο Ίρβιν Πεν βρίσκουμε τους Πάμπλο Πικάσο, Σαλβαντόρ Νταλί, Όντρεϊ Χέπμπορν, Τ.Σ. Έλιοτ, Τρούμαν Καπότε, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Άλφρεντ Χίτσκοκ, Κολέτ, Τζόαν Ντίντιον, Σιμόν Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ιβ Σεν Λοράν, Μαρσέλ Ντουσάμ, Μαρλέν Ντίτριχ, Τζόρτζια Ο’Κιφ κ.α.
Ένας πρωτοποριακός φωτογράφοςΔείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Τη ριζοσπαστικότερη καινοτομία στον χώρο της μοντέρνας φωτογραφίας ο Πεν την έφερε ωστόσο τη δεκαετία του 1970. Απογοητευμένος από την κακή ποιότητα εκτύπωσης των φωτογραφιών του λόγω των περικοπών στο μπάτζετ της Vogue, ο σπουδαίος φωτογράφος έμαθε πως να εκτυπώνει μόνος του τις φωτογραφίες του, τελειοποιώντας τη διαδικασία εκτύπωσης πλατίνας που χρονολογείται από το τέλος του 19ου αιώνα και καθιστώντας την και πάλι δημοφιλή. Η συγκεκριμένη τεχνική του επέτρεψε να αποδώσει με αψεγάδιαστη ευκρίνεια τη λεπτομέρεια και την πλούσια τονικότητα της φωτογραφίας. Αν και απαιτούσε ενδελεχή προετοιμασία και τον απόλυτο έλεγχο στον σκοτεινό θάλαμο.
Το 1975 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης θα παρουσιάσει μια μικρή έκθεση με την πιο πρόσφατη προσωπική δουλειά του, μια σειρά εικόνων από αποτσίγαρα τα οποία αντικατόπτριζαν τις ανησυχίες του καλλιτέχνη πάνω στην θνητότητα και τη σήψη. Ακολούθησαν μια σειρά φωτογραφιών με συντρίμμια πεζοδρομίων, οι οποίες εκτέθηκαν το 1977 στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, υπό τον γενικό τίτλο «Street Material». Και οι δύο αυτές εκθέσεις έφεραν ακόμη πιο κοντά τον κόσμο της τέχνης και της φωτογραφίας.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Τη δεκαετία του 1980 θα επικεντρωθεί στα έγχρωμα πορτραίτα, τις νεκρές φύσεις, ενώ θα επιστρέψει μετά από σχεδόν 43 χρόνια στη ζωγραφική και το σχέδιο. Επιπλέον, θα ξεκινήσει μια γόνιμη και επιτυχημένη συνεργασία με τον Ιάπωνα σχεδιαστή μόδας Ισέι Μιγιάκε. Η εξερεύνηση «σκοτεινών θεμάτων» όπως η θνητότητα θα εξαπλωθεί και στη δουλειά του για το περιοδικό Vogue. Ιδιαίτερα στις φωτογραφίες των κολεξιόν των αγαπημένων του σχεδιαστών όπως ο Καρλ Λάγκερφελντ και ο Κριστιάν Λακρουά.
Ο Ίρβιν Πεν θα εξακολουθεί να εργάζεται για τη Vogue και μετά τον θάνατο του Λίμπερμαν το 1999. Μόνιμη συνεργάτης του η συντάκτρια και συγγραφέας Φίλις Πόσνικ μαζί με την οποία θα εστιάσουν στα πορτραίτα, τα εντιτόριαλ ομορφιάς και τις νεκρές φύσεις, χαρίζοντας μάς μερικές από τις ωραιότερες φωτογραφίες των τελευταίων είκοσι χρόνων. Ο σπουδαίος Αμερικανός φωτογράφος θα φύγει από τη ζωή στις 7 Οκτωβρίου του 2009 αφήνοντας πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά.