Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Ακόμη ένα καλοκαίρι που ανταμώνουμε με τον Γιάννη Χαρούλη και το λαούτο τουΔευτέρα βράδυ και ο κόσμος συρρέει στο Κατράκειο Θέατρο στη Νίκαια για το live του Γιάννη Χαρούλη. Ανάμεσά τους εγώ και η παρέα μου. Ο καιρός μουντός, κάποιες ψιχάλες βρέχουν τους ώμους μας καθώς περιμένουμε στην ουρά να μπούμε στο ανοιχτό θέατρο, οι οποίες γίνονται εντονότερες τη στιγμή που βρίσκουμε θέσεις να κάτσουμε. Κανείς δεν δείχνει να νοιάζεται για καμία πιθανή μπόρα. Όλοι έχουμε αποφασίσει αυτή την αρχή της εβδομάδας να την χαρούμε με καλή μουσική και αντάμωμα με έναν καλλιτέχνη που προσωπικά για εμένα είναι συνυφασμένος με το καλοκαίρι. Δεν τον χωρούν τον Γιάννη Χαρούλη οι τοίχοι κανενός κλειστού μαγαζιού. Είναι προορισμένος να ακούγεται σε ανοιχτωσιές, η φωνή του με τη χαρακτηριστική χροιά της να αντιλαλεί και να μην περιορίζεται, και ο ήχος από το λαούτο του να φτάνει στις ψυχές μας. Ποτέ δεν κουράζεσαι να τον ακούς. Κάθε καλοκαίρι απλά ανανεώνεις το ραντεβού μαζί του και ανταμώνετε σε ανοιχτά θέατρα ανά την Ελλάδα για να τραγουδήσετε δυνατά, να χορέψετε, να γελάσετε, να συγκινηθείτε. Και σε αυτό το live στο Κατράκειο πολυ σύντομα εγκαταλείψαμε τις θέσεις που είχαμε πιάσει και βρεθήκαμε μπροστά, εκεί όπου μπορούσαμε να γίνουμε “ένα”, να νιώσουμε τη μουσική του “στο πετσί” μας. Και μπορεί όλα αυτά να ακούγονται κλισέ, όμως η όλη αίσθηση ενός live του Χαρούλη δεν μπορεί να μεταφερθεί με λέξεις. Απλά αν τον συναντήσετε οπουδήποτε κι αν σας βρει το φετινό καλοκαίρι, απλώς μη διστάσετε να κλείσετε εισιτήρια για να τον ακούσετε. Κι εκείνος θα βρει τον τρόπο να μιλήσει στις ψυχές σας.
Ευδοκία Βαζούκη
«Με αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς»… Το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου που κυκλοφόρησε το 1972 και επανεκτελέστηκε με τη θρυλική Σωτηρία Μπέλλου κάποια χρόνια αργότερα, τώρα αποκτά μία άλλη υπόσταση με την προσθήκη της Μαρίνας Σάττι και του Μικρού Κλέφτη. Η νέα αυτή διασκευή κυκλοφόρησε περίπου πριν μία εβδομάδα και κατάφερε να κάνει αυτό που έκανε ανέκαθεν ο Σαββόπουλος, με τη μουσική του πορεία: να διχάσει. Όντως, πρόκειται για μία απρόσμενη μουσική συνάντηση και η αλήθεια είναι πως είναι αρκετά πιθανό στο πρώτο άκουσμα, αυτός ο εκμοντερνισμός του να σε πιάσει κάπως απροετοίμαστο. Παρ’ όλα αυτά -κατ’ εμέ πάντα-, στην πορεία σίγουρα εξοικειώνεσαι και τελικά απολαμβάνεις αυτή τη νέα πνοή που δόθηκε σε αυτό το πολύ σημαντικό τραγούδι.
Το «Ζεϊμπέκικο» είναι για ένα άσμα αφιερωμένο σε όσους τρώνε «βρώμικο ψωμί», με μία εκτέλεση που θυμίζει λίγο αρχαία τραγωδία… Δημιουργήθηκε από τον Σαββόπουλο στα σκληρά χρόνια της δικτατορίας, με αφορμή τα 50 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αν και γεννήθηκε σε χρόνους αυταρχικούς, κατάφερε να περάσει τη λογοκρισία της Χούντας, να κυκλοφορήσει και εν τέλει να γίνει ορόσημο του «νέου κύματος» στην Ελλάδα της δεκαετίας του ‘70. Η επανασύσταση του στο κοινό το 2023 μοιάζει ίσως πιο επίκαιρη από ποτέ. Λαμβάνοντας υπόψιν τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, καταλαβαίνουμε πως ζητήματα όπως η προσφυγιά, η φτώχεια και η αδικία που γνωρίζουν άνθρωποι στον κόσμο είναι θέματα που ακόμη μαστίζουν και θα συνεχίσουν να μαστίζουν, όσο δεν μαθαίνουμε από την ιστορία μας και δεν αντιμετωπίζουμε τον άνθρωπο με αλληλεγγύη. Ο Διονύσης Σαββόπουλος κατάφερε ακόμη για μία φορά με τη ριζοσπαστική συνεργασία του και τους ριζοσπαστικούς στίχους του να «ταρακουνήσει» την ελληνική κοινωνία και να δώσει μία άλλη πνοή στο εμβληματικό αυτό τραγούδι.
Ανδρομάχη Αρβανίτη
«Την τελευταία του μέρα στην Αθήνα προτού μετακομίσει στο εξωτερικό, ο Κωνσταντίνος συναντά τη Σοφία στο πάρκο. Υπό από την πίεση του χρόνου, οι δύο (όχι και τόσο στενοί) φίλοι συμφωνούν να παίξουν ένα παιχνίδι για να μοιραστούν αυτά που δεν γνωρίζει ακόμη ο ένας για τον άλλον». Αυτή είναι η υπόθεση της ταινίας «Τα άνθη στα άνθη», ντεμπούτο του Γιώργου Αθανασίου, που είχε κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – και το μόνο που ήξερα για την ταινία πριν τη δω το βράδυ της Δευτέρας στο σινεμά Στέλλα στην Κυψέλη ήταν αυτή η μικρή παράγραφος. Ομολογώ ότι από αυτή τη σύνοψη και από τις λίγες εικόνες που είχα δει περίμενα να παρακολουθήσω κάποια ρομαντική κομεντί για μια φιλία που μεταμορφώνεται σε έρωτα και τα λοιπά και τα λοιπά. Για να μην παρεξηγηθω, αυτό που τελικά είδα ήταν σίγουρα ρομαντικό , τρυφερό (παράλληλα συγκινητικό και αστείο). Σίγουρα όμως δεν ήταν μια τετριμμένη ταινία – συγκεκριμένα δεν περίμενα καθόλου ότι θα εξελιχθεί έτσι όπως εξελίχθηκε. Ουσιαστικά ο Γιάννης Αθανασίου γύρισε μια ταινία, όπου ανακαλύπτουμε σιγά σιγά τους πρωταγωνιστές όσο ανακαλύπτουν κι αυτοί ο ένας τον άλλον μέσα από ερωτήσεις – από τις πιο προσωπικές (για παιδικά τραύματα και ανασφάλειες) μέχρι τις πιο κουλές (όπως τι θα αγόραζε ο Βαμβακάρης στο σούπερ μάρκετ). Δεν θα πω περισσότερα για να έχετε τη χαρά να ανακαλύψετε κι εσείς την ευχάριστη έκπληξη που αποτελούν τα “Άνθη στα άνθη”, θα πω μόνο πως αν ψάχνετε μια ταινία ιδανική για θερινό σινεμά, μια ταινία που θα σας κάνει να γελάσετε, να προβληματιστείτε, να ταυτιστείτε, τότε τη βρήκατε. Μπορείτε να τη δείτε στο σινε Αλεξάνδρα στο Χαλάνδρι αυτή τη Δευτέρα 19 Ιουνίου στις 20:50 και Τρίτη 20 Ιουνίου στις 21:00 (παρουσία συντελεστών).
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Την εβδομάδα που μάς πέρασε είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μέσω της υπηρεσίας COMOSTE Replay TV ένα «διαμαντάκι» του ελληνικού κινηματογράφου, τον «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη (1966). Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Βοιωτία. Στο υποστατικό ενός πλούσιου γαιοκτήμονα συντελείτε ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ο κοινωνικά απομονωμένος και καταπιεσμένος γιος -εδώ ο Ανέστης Βλάχος σε μια ανατριχιαστικά σπουδαία ερμηνεία- βιάζει και δολοφονεί την κωφάλαλη ψυχοκόρη της οικογένειας (Έλλη Φωτίου) με τον πατέρα (Αλέξης Δαμιανός) και την μητριά (Μαίρη Χρονοπολύλου) να καλύπτουν το έγκλημα και τη μικρή κόρη (Έλενα Ναθαναήλ), η οποία επιστρέφοντας από τις σπουδές της δεν έχει ιδέα για το τι έχει συμβεί, να οδηγείται σιγά σιγά στην επώδυνη αλήθεια. Πολλά είναι εκείνα τα στοιχεία που θαυμάζω σε αυτή την ταινία. Θα σταθώ στον τρόπο που κτίζεται το σασπενς -με ελάχιστο ή και καθόλου διάλογο- μέσα από τα γκρο πλαν στα γεμάτα φόβο ή/και ενοχή πρόσωπα των ηρώων που κρατούν τον θεατή καθηλωμένο και την εξαιρετική «λαϊκή – avant garde» μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Στον τρόπο που «απογυμνώνεται» η ελληνική επαρχία, οι μύθοι και τα μυστικά της, τόσο μέσα από την ίδια την ιστορία και τις διαφορετικές μορφές (έμφυλης και όχι μόνο) βίας, κακοποίησης, καταπίεσης, συγκάλυψης, όσο και μέσα από τα υπέροχα πλάνα μιας ανελέητης φύσης. Εδώ ο Θεσσαλικός κάμπος ανάγεται σε έναν δυσοίωνο πρωταγωνιστή με τη συνδρομή του Νίκου Γαρδέλη στη φωτογραφία. Και θα σταθώ στις δύο αξεπέραστες σκηνές: Τη σκηνή του τραπεζιού, το απόγειο των χιτσκοκικών επιρροών της ταινίας, με όλη την οικογένεια μαζεμένη και στη μέση τα ψάρια της λίμνης (εκεί που «πέταξαν» το πτώμα) να φέρνουν τους ήρωες -τουλάχιστον εκείνους που γνωρίζουν- αντιμέτωπους με τις πράξεις και τις αποφάσεις τους. Και την τελευταία σκηνή του γάμου της κόρης, ενδεδυμένη με το διονυσιακό μουσικό θέμα του Μαρκόπουλου, όπου ο Ανέστης Βλάχος χορεύει στο κέντρο και οι υπόλοιποι καλεσμένοι τον περικυκλώνουν» ενώ παράλληλα ανακαλύπτεται το σώμα της άτυχης κοπέλας, σε ένα ακούσιο «κατηγορώ» προς τον εγκλωβισμένο, ένοχο ήρωα και παράλληλα σε μια υποδήλωση της όλης συγκάλυψης. Όσες φορές και να παρακολουθήσω τη συγκεκριμένη ταινία, ποτέ δεν θα είναι αρκετές.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Πρώτα από όλα θέλω να πω ότι προσπάθησα. Είχα προκαταβάλει τον εαυτό μου αρνητικά λόγω των προηγούμενων σεζόν; Ναι. Είχα, όμως ελπίδες ότι στην τελευταία θα γίνει κάποιο θαύμα; Επίσης ναι. Στην τέταρτη και τελευταία σεζόν του “Εγώ Ποτέ”, της κατά τα άλλα πολύ αγαπημένης Μίντι Κάλλινγκ, γράφεται ο επίλογος στην ιστορία της Ντέβι. Την βλέπουμε να προχωράει ερωτικά με τον Μπεν, να χωρίζει (ξανά), να βρίσκει νέο επεισοδιακό έρωτα (ξανά), να προσπαθεί να γίνει δεκτή απο το πανεπιστήμιο των ονείρων της, να συνειδητοποιεί οτι η μαμά της, μετά τον θάνατο του μπαμπά της, χρειάζεται να είναι ευτυχισμένη με κάποιον άλλο και η λίστα συνεχίζεται. Φυσικά, δεν λείπουν οι χαώδεις καταστάσεις, στις οποίες εκείνη ποτέ… δεν αποτυγχάνει να υποβάλλει τον εαυτό της. Αυτός, είναι άλλωστε και ο απώτερος σκοπός της Μίντι Κάλλινγκ. Να δημιουργήσει μια καταστροφική χαρακτήρα, η οποία παίρνει την μία λανθασμένη απόφαση μετά την άλλη, μαχαιρώνει πισώπλατα τις κολλητές της φίλες, μπλέκεται σε κάθε σεζόν σε τουλάχιστον ένα ερωτικό τρίγωνο και παρόλα αυτά το κοινό ακόμα την συμπαθεί και συμπάσχει μαζί της. Σόρρι Μίντι, αλλά όχι. Σίγουρα κατάφερε το πρώτο σκέλος, όμως δεν βρήκα τον εαυτό μου σε κανένα σημείο να λέει: «Έλα μωρέ την καημένη, πολύ την συμπαθώ. Γιατί της συμβαίνουν όλα αυτά;» Και η απάντηση του εκατομμυρίου είναι μία κάποια τοξικότητα, που θα την ονομάσουμε ανωριμότητα, για να είμαστε ασφαλείς.
Παρ’ όλα αυτά, αντικειμενικά, αν είσαι από τους τύπους – ενίοτε είμαι κι εγώ, no hard feelings -, που δεν παίρνει στα σοβαρά τα red flags στις σειρές και στις ταινίες, το “Εγώ Ποτέ” θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα ταραχώδες, αλλά διασκεδαστικό teen drama. Από αυτά που μισείς να αγαπάς ή που αγαπάς να μισείς.
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Από το ξεκίνημα της παραγωγής τον Νοέμβριο του 2021 μέχρι και την πρεμιέρα στις 4 Ιουνίου, η νέα σειρά της HBO «The Idol» δίχασε κοινό και κριτικούς. Η νέα σειρά με πρωταγωνιστές την Lily-Rose Depp και τον Abel Tesfaye (τον δημοφιλή μουσικό The Weekend), ενώ έχει προβάλει μόλις 2 επεισόδια, δεν άργησε να δεχτεί καταιγισμό από αρνητικές κριτικές, χαρακτηρίζοντας την ως πορνογραφικό υλικό, με βαρετό σενάριο και το χειρότερο project στην ιστορία της HBO. Το σενάριο επικεντρώνεται στη Jocelyn (Lily-Rose Depp) , μια μεγάλη pop star, διάσημη από παιδί, που προσπαθεί να ορθοποδήσει ξανά στον χώρο της showbiz αφού, μετά τον χαμό της μητέρας της και την σκληρή κριτική από τα media, κατέρρευσε ψυχολογικά. Στην πορεία συναντά τον Tedros (The Weekend) τον ιδιοκτήτη ενός αμφιλεγόμενου, μεγάλου νυχτερινού club, που ενθαρρύνει την Jocelyn να εξερευνήσει νέα κομμάτια της σεξουαλικότητα και του εαυτού της.
Η σειρά ίσως είχε κάτι να πει αν έμενε στον αρχικό της σκοπό: μια μαύρη κωμωδία που θα σατίριζε τη βιομηχανία της μουσικής και τον σεξιστικό τρόπο που αντιμετωπίζονται οι γυναίκες μέσα σε αυτό. Παρόλα αυτά, το σόου παρεκκλίνει πλήρως από την αρχική ιδέα, προκαλώντας πραγματικά απορία για το πως πήρε το πράσινο φως από την HBO. Ο άνθρωπος που οφείλεται για αυτό δεν είναι άλλος από τον Sam Levinson (δημιουργό και σκηνοθέτη της επιτυχημένης σειράς Euphoria), ο οποίος πήρε τη θέση από την αρχική σκηνοθέτη Amy Seimetz λόγω καλλιτεχνικών διαφορών. O Sam Levinson μαζί με τον πρωταγωνιστή The Weekend αποφάσισαν να ξαναγράψουν και να ξαναγυρίσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της σειράς, καθώς δεν τους άρεσε η «γυναικεία οπτική» στη ιστορία.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το βαρετό σενάριο, που κατά το μεγαλύτερο κομμάτι του δεν συμβαίνει τίποτα ουσιαστικό, ή οι αποκαλυπτικές σκηνές σεξ που δεν προσφέρουν τίποτα πέρα από shock value και προκλητικότητα. Το μεγάλο πρόβλημα της σειράς είναι ότι καταλήγει αυτό που στην αρχή θα σατίριζε. Μια πλήρης αφήγηση από αντρική σκοπιά που παρουσιάζει την γυναίκα ως αντικείμενο, που κάνει αστεία για βιασμούς και παρουσιάζει την κακοποιητική συμπεριφορά ενός ανθρώπου σε θέση ισχύος ως κάποιο επίτευγμα, που υποτιμά διαρκώς και παρουσιάζει ως πρόβλημα την ίδια την πρωταγωνίστρια και όχι την συμπεριφορά των γύρω της που την οδήγησαν εκεί.
Ο Sam Levinson έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι καταχράζεται τη θέση του για να προβάλει μέσα από της δημιουργίες του μισογυνιστικές απόψεις και σεξουαλικά απωθημένα, με 13 άτομα από το cast του The Idol να αναφέρουν κακοποιητικές συμπεριφορές από τον σκηνοθέτη μπροστά και πίσω από τις κάμερες και πως το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι αυτό για το οποίο συμφωνήσανε. Ωστόσο οι 2 βασικοί ηθοποιοί υπερασπίζονται τη σειρά δηλώνοντας ότι «η ιστορία αυτή δεν είναι για όλους, ξέραμε ότι θα προκαλέσει». Παρόλο το μεγάλο ποσοστό τηλεθέασης, η σειρά ευτυχώς ανακοινώθηκε ότι δεν θα συνεχιστεί με 2η σεζόν, κάτι πολύ λογικό από την πλευρά της HBO.
Σπύρος Χαϊντούτης