Σαν παιδί μαζί με 20.000 κόσμου στην Ριζούπολη για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου
Είκοσι – εικοσιπέντε λεπτά πριν ο δείκτης φτάσει στις 9 το βράδυ της μεγαλύτερης ημέρας του χρόνου, έξω από το θύρα 2 της Ριζούπολης, ένα ανθρώπινο κύμα, ένα πλήθος που δεν ήξερες από πού ξεκινούσε και πού σταματούσε, έκανε ακόμα κι αυτό το ποδοσφαιρικό γήπεδο, να μοιάζει νάνος.
Δίπλα μου ένας γύρω στα 50 έλεγε στη συνοδό του μεταξύ σοβαρού και αστείου «τι διάολο, λεφτά μοιράζουν;», την ίδια στιγμή που προσπαθούσα να υπολογίσω πόση ώρα θα χρειαστεί για να μπούμε στο γήπεδο, με Χ κόσμο μπροστά μας και με Χ χρόνο να χρειάζεται για να μπει ο καθένας
Όχι δεν μοίραζαν λεφτά, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό, κάτι ανείπωτα όμορφο, κάτι αέναα μεθυστικό, κάτι που δεν το άλλαζες ούτε μ’ όλα τα λεφτά του κόσμου. Μια γιορτή, μια ξεγνοιασιά, ένα συναίσθημα που όσο διαρκεί σε κάνει να νομίζεις πως ζεις σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, με τον άνθρωπο στο κέντρο, τη φύση δίπλα του, τη χαρά οδηγό, το παίδεμα των κατατρεγμένων φυλαχτό για τον αγώνα και τη μουσική μητέρα όλων
«Αυτό» ρε παιδί μου, όχι το σκοτεινό αλλά το φωτεινό. Αυτό το συναίσθημα, που νιώθαμε την τελευταία μέρα του σχολείου με μπουγέλα και παιχνίδι στους δρόμους μέχρι να αργήσει να νυχτώσει και να μας ψάχνουν οι γονείς μας. Έτσι ακριβώς νιώθεις, σαν παιδί, σαν μικρό παιδί.
Οι παραπάνω σκέψεις για το τι θα επακολουθήσει (τι θα «ζηστεί» θα έλεγε κάποιος) λειτούργησαν καταπραϋντικά μπροστά στην ατέλειωτη ουρά και την αναμονή. Κι όταν μπήκαμε στο γήπεδο και πατήσαμε χορτάρι, με το μικρό φεγγάρι να αρχίζει να εμφανίζεται, καταλάβαινες πως αυτή δεν θα είναι απλά η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, αλλά μια πραγματικά μεγάλη μέρα.
Πάνω από 20.000 άνθρωποι γέμισαν τις κερκίδες και την αρένα της Ριζούπολης και όταν έσβησαν τα φώτα και ακούστηκε η πρώτη νότα, ο κόσμος αγκάλιασε τη βραδιά με χειροκρότημα και τραγούδι, σαν αυτό να περίμενε για να απελευθερωθεί.
Διαβάστε περισσότερα στο Reader