MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
21
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΠΗΓΑΜΕ / ΕΙΔΑΜΕ

Hot or Not #68: Όσα μας άρεσαν και όσα μας «χάλασαν» αυτή την εβδομάδα

Η ομάδα του Monopoli κάνει έναν απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε και συγκεντρώνει όλα όσα της τράβηξαν το ενδιαφέρον.

Monopoli Team | 25.06.2023

Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑHot or Not #67: Όσα μας άρεσαν και όσα μας «χάλασαν» αυτή την εβδομάδα12.09.2018

(+) Όλα όσα μάς άρεσαν

(+)  Ανεβήκαμε στο Τρένο της Αγάπης του Εμανουέλ Γκατ

Ο Εμανουέλ Γκατ είναι επισκέπτης της Ελλάδας από τις αρχές των zeros – όταν δηλαδή ήταν στην δημιουργική ακμή του και μόλις είχε δημιουργήσει την ομάδα του που φέρει το όνομα του. Με αυτό το σχήμα επέστρεψε την περασμένη εβδομάδα στην Πειραιώς 260 παρουσιάζοντας το «Love train», μια χορογραφία του 2020, μια δημιουργία δηλαδή στην καρδιά της πανδημικής ύφεσης. Κι όμως το χορογραφικό του έργο αντανακλά χαρά και ενέργεια, σαν να είναι ένας ξεχωριστός οργανισμός από τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε. 13 χορευτές του Emanouel Gart Dance, μέσα σε νέο- μπαρόκ φορέματα σε μια σκηνή γυμνή κι όμως ατμοσφαιρικά φωτισμένη, εμφανίζονται κατά σύνολα (αυτά είναι και το πιο ενεργό κομμάτι της παράστασης), σε δίδυμα ή σε πιο ποιητικά σόλο με συνεκτικό κρίκο τα τραγούδια της διάσημης μπάντας των 80’s Tears for Fears. H pop culture της δεκαετίας του ’80 αποτυπώνεται και στα χορογραφικά μοτίβα που, οι παλιότεροι θυμούνται από video clip του MTV. Η ομάδα έχει δημιουργήσει μια εξαιρετική συνοχή, η μεταξύ τους ενέργεια είναι συχνά πιο σημαντική και από την ίδια τη χορογραφία με ένα θέαμα που τελικά αποπνέει χαρά, ενθουσιασμό και αισιοδοξία. Από τις πιο ευχάριστες στιγμές του ξένου προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών, μέχρι τώρα.
Στέλλα Χαραμή 

(+) Το Black Stone αξίζει την προσοχή που έλαβε – και πολλά παραπάνω

Με την τρίτη εβδομάδα προβολής του, μετά τον καταιγισμό από θετικές κριτικές, παρακολούθησα κι εγώ σε θερινό το δικαίως πολυσυζητημένο Black Stone του Σπύρου Ιακωβίδη. Μια μαύρη κωμωδία που αναδεικνύει με σατιρικό τρόπο τις παθογένειες της Ελληνικής κοινωνίας και φέρνει νέο αέρα στον νέο Ελληνικό κινηματογράφο.

Η υπόθεση αφορά τη Χαρούλα, την εξαιρετική Ελένη Κοκκίδου που παρουσιάζει μια εντελώς κλισέ  προσωποποίηση της αθάνατης Ελληνίδας μάνας. Η γραφική Χαρούλα ψάχνει απεγνωσμένα τον εξαφανισμένο μεγάλο της γιο, Πάνο, ενώ παράλληλα ο μικρότερος γιος της, ο Λευτέρης, είναι σε αναπηρικό καροτσάκι και είναι πλήρως εξαρτημένος από την βοήθεια της. Όλα αυτά εκτυλίσσονται από τη σκοπιά ενός ντοκιμαντέρ, καθώς ένα συνεργείο καταγράφει το ταξίδι της Χαρούλας  και προσπαθεί να ρίξει φως στο γιατί ο Πάνος έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Στην πορεία, θα μπει στη ζωή της Χαρούλας και του Λευτέρη ο Μιχάλης, ένας μαύρος “γέννημα-θρέμμα Κυψελιώτης” (ο δημοφιλής ράπερ Νέγρος του Μοριά-Black Morris), που θα κάνει τα πάντα για να βοηθήσει την οικογένεια, καταρρίπτοντας στερεότυπα και οδηγώντας τη Χαρούλα να καταπολεμήσει την ξενοφοβία και τον ρατσισμό που υποβόσκει μέσα της.

Η ταινία δεν αποτελεί μόνο μια καλή κωμωδία, αλλά σατιρίζει βαριά κοινωνικά θέματα όπως η καταπίεση, η φτώχεια, η ξενοφοβία και η αντιμετώπιση των ανθρώπων με αναπηρία στη χώρα μας. Παρουσιάζεται μια πολύ ρεαλιστική ματιά για τη ζωή των ατόμων σε καροτσάκι και τους αγώνες από τους δικούς τους για να έχουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Όσοι έτυχε να έχουμε τέτοιους ανθρώπους στην οικογένεια μας, ξέρουμε πως η πραγματικότητα είναι έτσι και χειρότερη. Παράλληλα, ο ρόλος του Μιχάλη είναι καταλυτικός για την υπόθεση, με τον Νέγρο του Μοριά να κάνει την έκπληξη ερμηνευτικά. Ο Μιχάλης ανατρέπει τις αντιλήψεις των γύρω του για το χρώμα του δέρματος του, αποδεικνύοντας ότι δεν ξέρουν τίποτα πραγματικά για εκείνον. Δίνοντας ένα μάθημα ανθρωπιάς, σε κάνει να αναθεωρήσεις πολλά για την κοινωνία μας και τον τρόπο που λειτουργούμε, ακόμα και υποσυνείδητα, στο κάθε τι διαφορετικό.

Εκτός από το πετυχημένο χιούμορ και τα κοινωνικά ζητήματα που αγγίζει, ο τρόπος που είναι γυρισμένη η ταινία, σε ύφος mockumentary, προσδίδει μια αμεσότητα στην αφήγηση και παρουσιάζει κάτι καινούριο στο Ελληνικό κοινό. Το Black Stone αποτελεί μια πολυδιάστατη σάτιρα-μάθημα και δεν είναι τυχαίες οι ήδη πολλές υποψηφιότητες του για βραβεία. Αν αυτή είναι μόνο η αρχή για τον πρωτοεμφανιζόμενο Σπύρο Ιακωβίδη, τότε περιμένουμε πολλά από τα επόμενα project του στη μεγάλη οθόνη.
Σπύρος Χαϊντούτης

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑBlack Stone12.09.2018

(+) «Βουτώντας» στην 35η Έκθεση Βιβλίου Πειραιά στο Πασαλιμάνι

Φωτογραφία: Ειρήνη Δερμιτζάκη

Σύντροφοι βιβλιοφάγοι μαζευτείτε. Μία από τις προηγούμενες μέρες είπα να συνδυάσω την καθιερωμένη μου βόλτα στο Πασαλιμάνι με την 35η Έκθεση Βιβλίου Πειραιά που φιλοξενείται εκεί τις τελευταίες εβδομάδες. Άφησα, λοιπόν, την γλυκιά δροσιά του σπιτιού μου και ξεκίνησα για τον -προσωρινά- παραθαλάσσιο παράδεισο βιβλίων. Η έκθεση φιλοξενεί βιβλία και κόμικ όλων των ειδών, όλων των ηλικιών, ικανοποιώντας όλα τα γούστα. Η γενικότερη εμπερία μου ήταν πολύ ευχάριστη. Πρόκειται για ένα ιδιάιτερα θερμό και φιλικό περιβάλλον. Οι εκπρόσωποι των βιβλιοπωλείων και εκδοτικών οίκων είναι πρόσχαροι και παραπάνω απο πρόθυμοι και ενθουσιώδεις να σε βοηθήσουν και να μοιραστούν τις απόψεις τους περί των βιβλίων μαζί σου.

Περπατώντας κατά μήκος των πάγκων και ανάμεσα από τον πολύ κόσμο που είχε έρθει να απολαύσει την έκθεση, συνάντησα τόσο κλασικά κι αγαπημένα βιβλία και συγγραφείς, όσο και ποικίλες νέες επιλογές που μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Μπορώ να πω, μάλιστα, πως όσοι διαβάζουμε από μικροί, η έκθεση είναι η ιδανική αφορμή για μία νοσταλγική αναδρομή, καθώς εξερευνούμε το κάθε κιόσκι ξεχωριστά. Από τα χρωματιστά και παιχνιδιάρικα εξώφυλλα με τους χαρακτήρες που λάτρευα μικρή, τα 38 βιβλία (υπολογίζω κάπου εκεί θα έχουν φτάσει τώρα) της σειράς «Το Ημερολόγιο ενός Σπασίκλα» που σημάδεψε τα χρόνια του δημοτικού, στα κόμικ της Marvel και των Star Wars, καταλήγοντας στον Χόρχε Μπουκάι και τα βιβλία – therapy sessions του, την Taylor Jenkins Reid και η λίστα συνεχίζεται. Άντε θα ομολογήσω· και κάποια βιβλία guilty pleasure από το BookTok. Κανείς δεν είναι τέλειος.

Ωστόσο, ανάμεσα στην πανδαισία βιβλίων, κόμικ, μάνγκα και τα συναφή, παρατήρησα και μερικά κιόσκια-διαμαντάκια. Αυτά bonus κιόσκια, διαθέτουν συλλεκτικά επιτραπέζια για τους φίλους και συμπαθούντες, καθώς επίσης αφίσες ρετρό που απεικονίζουν πασίγνωστα εικαστικά έργα, λογότυπα συγκροτημάτων και γενικότερα σύμβολα της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας.

Η έκθεση θα είναι διαθέσιμη καθημερινά μέχρι και τις 2 Ιουλίου, από τις 19:00 μέχρι τις 23:00. Καλοκαιρινό βραδάκι συντροφιά με βιβλίο (και ένα δροσερό κοκτέιλ από το Ten Drops ακριβώς δίπλα, προτείνω ανεπιφύλακτα) με θέα θάλασσα, καραβάκια και νυχτερινό ουρανό στο Πασαλιμάνι.
It’s a date θα έλεγα.
Ειρήνη Δερμιτζάκη

(+) Μία παράσταση γεμάτη χιούμορ, ζωντάνια και ενδιαφέρον που πρέπει να δείτε

Το καλοκαίρι για μένα πάντα αρχίζει επίσημα με την πρώτη παράσταση που θα δω σε κάποιο από τα αγαπημένα θερινά θέατρα της Αθήνας. Φέτος, η αρχή αυτή έγινε πολύ θεματικά με την παράσταση «Οι Παίχτες» στο Κατράκειο Θέατρο της Νίκαιας, και δε θα μπορούσα να είμαι πιο ενθουσιασμένη για αυτή την επιλογή. Η αλήθεια είναι πως μήνες πριν έψαχνα να βρω εισιτήρια για το κλασικό αυτό έργο της ρωσικής δραματουργίας που σύστηνε στο κοινό ένα ξεχωριστό παιχνίδι εξαπάτησης στο Θέατρο Κιβωτός, όμως τα απανωτά-και πολύ δικαιολογημένα όπως κατάλαβα- sold-out δε μου το επέτρεψαν και έτσι ήλπιζα να πετύχω την παράσταση στην περιοδεία της. Καταφθάνοντας βέβαια την Τετάρτη στο Κατράκειο, η αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν με μία μικρή επιφύλαξη τους τρόπους που θα μπορούσε να έχει προσεγγίσει σκηνοθετικά το έργο του Νικολάι Γκόγκολ ο Γιώργος Κουτλής, όμως μόλις μπήκαν στη σκηνή οι ηθοποιοί, κάθε αμφιβολία πέταξε στον αέρα όπως και τα δεκάδες τραπουλόχαρτα που έφευγαν από τα χέρια τους κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα, αισθάνθηκα την παρεΐστικη ατμόσφαιρα που έχουν δημιουργήσει μεταξύ τους  οι Γιάννης Νιάρρος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Τζαβάρας, Γιώργος Μπουκαούρης και Θέμης Πάνου, που κατάφερε αμέσως να με βάλει στο κλίμα του έργου και να μην χάσω λεπτό το ενδιαφέρον μου για όσα εκτυλίσσονταν στη σκηνή. Τόσο το σύγχρονο και έξυπνο χιούμορ της παράστασης και η ζωντανή μουσική που έδινε δυναμικά τον ρυθμό, όσο και η-θετικά πάντα- τρελή ενέργεια των πρωταγωνιστών και η διάδρασή τους με το κοινό, είναι οι λόγοι που θα ξανά έβλεπα με το ίδιο ενδιαφέρον τους «Παίχτες» και θα με ενθουσίαζαν σίγουρα το ίδιο. Η πλοκή είναι απλή αλλά και εξαιρετική ταυτόχρονα, καθώς σε ένα πανδοχείο της ρωσικής υπαίθρου συναντιούνται 3 παθιασμένοι με την εξαπάτηση χαρτοπαίκτες και αποφασίζουν να στήσουν μία πλεκτάνη πολλών χιλιάδων ευρώ σε έναν φαινομενικά όχι και τόσο έξυπνο νεαρό. Τελικά, σε ένα παιχνίδι με βάση την εξαπάτηση, είσαι ποτέ σίγουρος πως θα καταφέρεις να μην εξαπατηθείς και εσύ ο ίδιος; Σπεύστε οπωσδήποτε σε μία επόμενη στάση της καλοκαιρινής περιοδείας των «Παιχτών» για να το ανακαλύψετε!
Ειρήνη Μωραΐτη 

(+) “Τανίνη, Αγάπη μου”: Μα γιατί μιλάνε όλοι γι’ αυτό το μαγαζί στα Εξάρχεια;

Φωτογραφία: Ευδοκία Βαζούκη

Αγαπώ πολύ να συναντώ φίλους κάπου έξω, μέσα στην εβδομάδα. Μαζί να “σπάμε” συνειδητά τη ρουτίνα της εβδομάδας, ανακαλύπτοντας κάθε φορά κι ένα νέο σποτ σε αυτήν εδώ την πόλη, που δεν ησυχάζει ποτέ και πάντα κάτι νέο έχει να μάς συστήσει. Αυτή την εβδομάδα σειρά είχε το “Τανίνη, Αγάπη μου”, ένα όχι και τόσο νέο σποτ στα Εξάρχεια, αλλά ένα από αυτά που καιρό τώρα θέλαμε να επισκεφθούμε με την παρέα μου. Με μια πραγματικά εντυπωσιακή λίστα από ετικέτες κρασιού – ο κατάλογος συνοδεύεται και από έναν χάρακα για να μη χαθείς – το “Τανίνη, Αγάπη μου” ξεφύτρωσε πριν από μερικά χρόνια στον αριθμό 91 της οδού Ιπποκράτους αποσκοπώντας, όπως κάπου διάβασα, «να μάς κάνει να σκεφτούμε διαφορετικά για το κρασί». Προσωπικά, τρέφοντας αληθινή αδυναμία για το κρασί, αλλά χωρίς καμία απολύτως εξειδικευμένη γνώση πέρα από τα βασικά, πραγματικά απήλαυσα τη διαδικασία του να χαζεύω την ατελείωτη συλλογή από επιλογές κρασιών από όλη την Ελλάδα, για τις οποίες μπορούσα μάλιστα να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες. Κάθε ένα από αυτά μπορούσαν να σερβιριστούν σε ποτήρι των 75, των 150 είτε σε μπουκάλι (750 ml) και φυσικά να συνοδευτούν με τυριά και αλλαντικά, πραγματικά πεντανόστιμα. Ο χώρος μικρός και απλός αλλά με ένα twist, ξεχωρίζει από μακριά χάρη στη ντιζαϊνάτη νέον ταμπέλα του. Μια πολύ καλή επιλογή για ένα χαλαρό βραδάκι μεσοβδόμαδα μετά τη δουλειά, που μπορεί να σου χαρίσει μια μοναδική εμπειρία γευσιγνωσίας χωρίς καν να την περιμένεις. Προτείνεται σίγουρα.
Ευδοκία Βαζούκη

(+) Για καλό φαγητό και κρασί στην “Κυβέλη” της Κυψέλης
Κυβέλη, φωτογραφία: Τατιάνα Γεωργακοπούλου

Κυβέλη, φωτογραφία: Τατιάνα Γεωργακοπούλου

Κάθε 4 χρόνια και συγκεκριμένα την ημέρα των εκλογών πηγαίνουμε πάντα οικογενειακά στην Κυψέλη, την παλιά “μας” γειτονιά, πρώτα για να ψηφίσουμε και μετά για φαγητό (συνήθως στην πλατεία Αγίου Γεωργίου) και παγωτό (πάντα στη Χαρά). Φέτος δεν προλάβαμε το φαγητό και μιας και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα προλάβουμε ούτε τη σημερινή Κυριακή (να φάμε έξω, όχι να ψηφίσουμε) σκέφτηκα να πάω έστω για φαγητό, μια τυχαία ημέρα που βρέθηκα στην Κυψέλη – για να μην μου μείνει και απωθημένο. Έτσι, αποφάσισα να επισκεφτώ την Κυβέλη, μιας και δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να το δοκιμάσω και όλοι μου είχαν πει τα καλύτερα. Καθίσαμε λοιπόν στα τραπεζάκια πάνω στην πλατεία και κάτω από τα πλατάνια και αρχίσαμε να μελετάμε τον κατάλογο – και ήταν δύσκολο να επιλέξεις με τόσες πεντανόστιμες επιλογές είναι η αλήθεια. Εμείς τελικά δοκιμάσαμε πεντανόστιμα κεμπαπακια σχάρας πάνω σε αφρατη πιτουλα, σκιουφιχτά με χοιρινά φιλετακια και μαλακιά φέτα και την καλύτερη σαλάτα τους κατ’ εμέ, την “Κυβέλη” με μανούρι, σύκο, ξηρούς καρπους και μια πεντανόστιμη σάλτσα από μέλι και πορτοκάλι – και διαπιστωσα ότι όλα τα καλά λόγια που είχα ακούσει ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Αν ποτέ βρεθείτε στην Κυψέλη, λοιπόν, εγώ σας προτείνω να επισκεφτείτε οπωσδήποτε την “Κυβέλη” και δεν θα το μετανιώσετε.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου

(+) Οι «Εξομολογήσεις» του Alexander Zeldin στην Πειραιώς 260

Την εβδομάδα που μάς πέρασε παρακολούθησα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, την παράσταση «Εξομολογήσεις» του Alexander Zeldin. Βασισμένη σε συνεντεύξεις που διεξήγαγε με τη μητέρα του, η παράσταση παρουσιάζει τη ζωή μιας γυναίκας, της Άλις, από τα νεανικά της χρόνια έως τα γηρατειά μέσα από «επεισόδια» των ίδιων της των αναμνήσεων: Η αποφοίτηση και τα όνειρα για το μέλλον, ο συμβιβασμός και ο γάμος σε νεαρή ηλικία, το διαζύγιο και η αναζήτηση της δικής της ταυτότητας, τα εμπόδια σε έναν κόσμο που δείχνει να μην είναι φτιαγμένος στα μέτρα της, ο αγώνας να παραμείνει πιστή στον αληθινό εαυτό της, τα τραύματα και οι πληγές που κουβαλάει μέσα της, οι άνθρωποι που λίγα θα δώσουν και δυστυχώς περισσότερα θα πάρουν, η αγάπη της για την τέχνη, η οικογένεια και τα παιδιά. Όλα αυτά σε ένα κοινωνικοπολιτιστικό, μεταπολεμικό πλαίσιο που έδειχνε να μην «μετατοπίζεται» αρκετά γρήγορα για εκείνη. Με τον ηλικιωμένο εαυτό της, εκείνον που θυμάται και εξομολογείται με ειλικρίνεια, παρών είτε στην πλατεία να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα -τις δικές της διηγήσεις- σαν ένας ακόμη θεατής, είτε σαν μια «σκιά» στα δωμάτια που συνέβησαν όλα, ένα ακόμη πρόσωπο της ιστορίας, ένας σιωπηλός παρατηρητής. Πότε να κουνάει τα χέρια της στον ρυθμό της μουσικής που χόρεψε κάποτε, πότε να παίρνει την έκφραση εκείνου που ξέρει τι πρόκειται να επακολουθήσει και σε μια σπάνια, σχεδόν μεταφυσική στιγμή να δίνει την εντύπωση πως επικοινωνεί, έστω και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, με τη νεότερη εκδοχή της.

Μια συνηθισμένη ζωή αλλά και τόσο ασυνήθιστη συνάμα που με συγκλόνισε και ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν οι τρεις γεμάτες ώρες που διήρκησε η παράσταση. Με συγκλόνισε η καθολικότητα του γυναικείου συλλογικού βιώματος, ανεξάρτητα από τους τόπους και τις εποχές: Ο σεξισμός, ο (υπολανθάνων) μισογυνισμός, η κακοποίηση, ο πατερναλισμός, η συγκαταβατικότητα, η υποτίμηση, η χειριστικότητα. Η ιστορία της Άλις είναι ξεχωριστή αλλά ταυτόχρονα είναι και η ιστορία πολλών γυναικών. Ενθουσιάστηκα με τον τρόπο που η πένα και η σκηνοθεσία του Alexander Zeldin αλλά και οι υπέροχες ερμηνείες των Αμέλντα Μπράουν (ηλικιωμένη Άλις) και Έρυν-Ζαν Νόρβιλ (νεότερη Άλις), παραλλήλιζαν νοητικά την ηρωίδα με τον «ήρωα» του αγαπημένου της πίνακα, τον Πιερότο του Αντουάν Βατό. Όπως ο ηθοποιός του πίνακα, ο οποίος υποδύεται τον Πιερότο, τον διάσημο χαρακτήρα της Κομέντια ντελ Άρτε πραγματοποιεί τη δική του επανάσταση ενάντια στην τυποποίηση του ρόλου του, έτσι και η Άλις επαναστατεί απέναντι σε όσους και όσα προσπαθούν να προδιαγράψουν το μέλλον της. Η Άλις, όπως και ο Πιερότος, δείχνει να στέκεται μόνη και αποξενωμένη από τον περίγυρο της, κοιτά τον θεατή κατάματα με βλέμμα γεμάτο πρόκληση, θλίψη και απορία για το ποια τελικά είναι, για την επόμενη κίνηση της, σαν να βρίσκεται σε εσωτερική διαμάχη με εκείνο το κομμάτι της που αποζητά να δώσουμε εμείς πνοή στις κινήσεις της. Σε αυτό σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η υποβλητική μουσική του Γιάννη Φιλιππάκη. Μια εξαιρετική παράσταση που μας καλεί να πάρουμε την απόφαση αν θα γίνουμε οι «Πιερότοι» τις δικής μας ζωής.
Αριστούλα Ζαχαρίου

(-) Και κάτι που δεν μάς άρεσε

(-)  Ένας μικρός «Λυγμός» στην Πειραιώς 260 για τον Κριστόφ Μαρτάλερ

Η τελευταία φορά που είδαμε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, κείμενο του ντανταϊστή Ντίτερ Ροτ ήταν σε σκηνοθεσία του Χέρμπερτ Φριτς, έναν από τους πιο γνωστούς ηθοποιούς της Φολκσμπύνε. Από τους κόλπους της Φολκσμπύνε, εξάλλου, και ο κορυφαίος Κριστόφ Μαρτάλερ επέλεξε ένα από τα άγνωστα κείμενα του Ελβετού συγγραφέα, το «Λυγμό», ως μια οντολογική αναρώτηση στην παροδικότητα της ζωής. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, η διαπίστωση είναι πικρή: Ο Ροτ παραείναι εγκεφαλικός για να αποτελέσει ένα δραματικό κείμενο. Εδώ, πέντε γυναίκες φαρμακοποιοί, διαφόρων ηλικιών, εκτοξεύουν αποσπασματικά φράσεις του «Λυγμού» καταχωρώντας φάρμακα στα ράφια του φαρμακείου, ακούγοντας Μότσαρτ. Η παράσταση – αναμφίβολα άρτια εκτελεσμένη- εξελίσσεται ως μια συλλογή από φιλοσοφικά «τσιτάτα» που, δυστυχώς, δεν έρχονται σε επικοινωνία μεταξύ τους και πολύ περισσότερο δεν έρχονται σε επικοινωνία με το κοινό. Είναι ελάχιστες οι χαραμάδες, κατά τις οποίες, αγγίζει πραγματικά ποιότητες ζωής κυρίως χάρη στο ασύγκριτο, φαρσικό χιούμορ που δεν λείπει ποτέ από τις παραστάσεις του Μαρτάλερ. Με εξαίρεση, επίσης, την εμπνευσμένη σκηνή του φινάλε – ένας Χριστός που σηκώνει στις πλάτες του τον πράσινο σταυρό του φαρμακείου και που, σχεδόν, συνδιαλέγεται με τους Μόντι Πάιθονς – ο «Λυγμός» κορυφώνεται σε μια «φρικτή φλυαρία», για να κάνουμε χρήση και μιας από τις φράσεις του κειμένου. Ακούγεται βλάσφημο για μια παράσταση του Κριστόφ Μαρτάλερ;
Στέλλα Χαραμή 

Περισσότερα από Εκδηλώσεις