Μάρλον Μπράντο: Η ταραχώδης ζωή ενός αντισυμβατικού και σπουδαίου σταρ
Σαν σήμερα, 1 Ιουλίου το 2004, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς στην ιστορία του Χόλιγουντ, ο γοητευτικός καρδιοκατακτητής Μάρλον Μπράντο.
Ένας ταραχώδης, σκανδαλώδης βίος όριζε την φύση του Μάρλον Μπράντο, που έμελλε να γράψει ιστορία στην 7η τέχνη, αφήνοντας παρακαταθήκη το ταλέντο και τις εμβληματικές ερμηνείες του σε σημαντικά κινηματογραφικά έργα.
Ο θηριώδης Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Ελία Καζάν, ο τίμιος λιμενεργάτης Τέρρυ Μαλλόυ στο «Λιμάνι της Αγωνίας» και ο αρχηγός της μαφίας στον αξέχαστο «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, είναι μόνο μερικοί από τους ρόλους που σημάδεψαν την πορεία και την καταξίωση του στον κινηματογράφο. Είναι ένας από τους δημιουργούς της μεθοδικής υποκριτικής, όπου οι ηθοποιοί δεν υποδύονται απλά έναν ρόλο, αλλά είναι σα να τον ζουν. Την μέθοδο αργότερα υποστήριξαν κι άλλοι σπουδαίοι ηθοποιοί, όπως ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο Αλ Πατσίνο και ο Τζακ Νίκολσον.
Τα πρώτα χρόνιαΟ Μπράντο ήταν αντισυμβατικός και ατίθασος από μικρή ηλικία και πολλές φορές οι ρόλοι που επέλεγε να ενσαρκώσει εξομοιώνονταν με αυτή τη πλευρά του εαυτού του. Γεννημένος στις 3 Απριλίου 1924 στη Νεμπράσκα των ΗΠΑ από πατέρα μικροεπιχειρηματία και μητέρα ηθοποιό. Οι γονείς του ήταν αλκοολικοί και λογομαχούσαν πολύ συχνά, ενώ ο πατέρας του ήταν συχνά βίαιος και αδιάφορος με τα παιδιά και τη γυναίκα του, με αποτέλεσμα να χωρίσουν όταν εκείνος ήταν 11 ετών.
Αφού η συμπεριφορά του τον έδιωξε από δυο σχολεία και τον στρατό, μετακόμισε μαζί με τις δυο μεγαλύτερες αδερφές του στη Νέα Υόρκη κι εκεί παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή της Στέλλα Άντλερ και του Λι Στράσμπεργκ, όπου γνώρισε τον σκηνοθέτη Ελία Καζάν.
Μετά από μια αποτυχημένη εμφάνιση στο Μπρόντγουεϊ, ερμήνευσε για πρώτη φορά τον ρόλο που ταυτίστηκε με τα αρρενωπά χαρακτηριστικά του, αυτόν του Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο θεατρικό του καθηγητή του στη σχολή, Ελία Καζάν.
Η καριέρα στο Χόλιγουντ ξεκίνησε το 1950 με την ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν «Το κορμί μου σου ανήκει» και την επόμενη χρονιά με την κινηματογραφική μεταφορά του «Λεωφορείον ο Πόθος», με την οποία προτάθηκε για το πρώτο του Όσκαρ, όμως ήταν ο μόνος ηθοποιός του καστ που δεν κέρδισε βραβείο ερμηνείας εκείνη τη χρονιά!
Μετά από μια σειρά αποτυχημένων ταινιών που απλά είχαν ως σκοπό την αύξηση του χρηματικού του κασέ, ο Μπράντο συμμετείχε την δεκαετία του ’70, σε δυο ταινίες αριστουργήματα της 7ης τέχνης, τον «Νονό» και το εμβληματικό πολεμικό θρίλερ «Αποκάλυψη Τώρα», του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Αν και οι ρόλοι δεν ήταν μεγάλοι σε διάρκεια και διάλογο, αποτελούσαν σημαντικό κομμάτι στην ουσία των ταινιών.
Για τον «Νονό» κέρδισε το δεύτερο βραβείο Όσκαρ της καριέρας του, όμως δεν παρευρέθηκε στην απονομή, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την κακομεταχείριση των αυτοχθόνων Ινδιάνων από το Χόλιγουντ. Μάλιστα, έστειλε μια ιθαγενή της φυλής των Απάτσι για να αρνηθεί εκ μέρους του το βραβείο.
Δεν σταμάτησε όμως να προκαλεί, αφού οι αυτοκαταστροφικές του τάσεις που προκάλεσε η παχυσαρκία και το αλκοόλ, έκαναν δύσκολες τις συνεργασίες του με τους σκηνοθέτες και τους συνεργάτες του στο σετ. Για παράδειγμα, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση, όπου ο Κόπολα του διάβαζε τις ατάκες από το ακουστικό στο «Αποκάλυψη Τώρα», καθώς δεν ήταν σε θέση να τις απομνημονεύσει. Επίσης, ο ρόλος τον ήθελε γεροδεμένο και αθλητικό, όμως με το βάρος του να υπερβαίνει τα 150 κιλά, ο Κόπολα αποφάσισε να τραβάει κοντινά και σκοτεινά πλάνα στο πρόσωπό του, ώστε να μη φαίνεται το σώμα του.
Την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε ο «Νονός», ο Μπράντο πρωταγωνίστησε στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, μια ταινία που προκάλεσε αντιδράσεις για μια σκηνή βιασμού. Σύμφωνα με την συμπρωταγωνίστρια του Μαρία Σνάιντερ, ο Μπράντο είχε συμφωνήσει κρυφά με τον σκηνοθέτη για την επίμαχη σκηνή, κάτι που έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την ηθοποιό και την έκανε να κλάψει πραγματικά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όπως φαίνεται και στην τελική σκηνή που περιέχει η ταινία.
Στην επιβάρυνση της υγείας του συνέβαλλε ένα τρομερό έγκλημα που συγκλόνισε την ψυχολογία του για πάντα. Ο πρωτότοκος γιος του Κρίστιαν καταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα ετών για την δολοφονία του εραστή της εγκύου ετεροθαλούς αδερφής του Τσεγιέν, το 1990, ενώ η δεύτερη αυτοκτόνησε πέντε χρόνια μετά, σε ηλικία μόλις 25 ετών.
Το ησυχαστήριο του ηθοποιού ήταν το νησί Tetiaroa στην Αϊτή της Καραϊβικής, που αγόρασε το 1967, όταν το ερωτεύθηκε κατά τη διάρκεια γυρισμάτων της ταινίας «Η Ανταρσία του Μπάουντι», όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τη τρίτη γυναίκα του και μητέρα της Τσεγιέν.
Ο Μπράντο είχε μια θυελλώδη προσωπική ζωή, αφού λέγεται ότι διατηρούσε σεξουαλικές σχέσεις με εκατοντάδες γυναίκες και άντρες, στις οποίες περιλαμβάνονταν ονόματα όπως η Μέριλιν Μονρόε, η Ούρσουλα Άντρες, η Ρίτα Μορένο και ο Ρίτσαρντ Πράιορ. Έκανε τρεις γάμους και απέκτησε συνολικά 11 παιδιά.
Σύμφωνα με τον βιογράφο του Γουίλιαμ Μαν, ο Μάρλον Μπράντο χρησιμοποιούσε το περιστασιακό σεξ για να αντισταθμίσει την μοναξιά και κατάθλιψη που ένιωθε από μικρό παιδί, όταν οι γονείς του τον παραμελούσαν. Και οι τρεις γάμοι του ήταν με άσημες ηθοποιούς και όλοι ήταν σύντομοι χάρη στις απιστίες του. Η μόνη γυναίκα που λέγεται ότι αγάπησε ήταν η ηθοποιός Τζιλ Μπάνερ, η οποία αργότερα, έκανε σχέση με τον 18χρονο γιο του Κρίστιαν, προκειμένου να τον εκδικηθεί που την απατούσε. Η Μπάνερ πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1982. Η τελευταία σημαντική σχέση του Μάρλον Μπράντο ήταν με την οικονόμο του, Μαρία Ρουίζ, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.