Μετά από δύο μήνες προβών, μετά από ένα εργαστήριο χρήσης της μάσκας, μετά από δεκάδες απογεύματα στο σχολικό προαύλιο της Σιβιτανιδείου Σχολής που τους φιλοξενεί, ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για κάποιο ανοιχτό θέατρο της Ροδόπης – εκεί όπου θα κάνουν τις τελευταίες γενικές πρόβες του «Οιδίποδα τυράννου». Είναι η δεύτερη απόπειρα του Σίμου Κακάλα να διαβάσει ένα αρχαίο κείμενο – πόσο μάλλον την τελειότερη τραγωδία του Σοφοκλή – στο αργολικό κοίλον, αφού πρώτα περιοδεύσει σε άλλα μεγάλα αρχαία και υπαίθρια θέατρα – με πρώτο το Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης την Πέμπτη 12 Ιουλίου. Από εκεί θα ξεκινήσει η περιπέτεια του «ξακουστού» Οιδίποδα που, σε αυτήν την ενδιαφέρουσα απόπειρα, θα φέρει τον Χορό στο ίδιο βάθρο με τον ήρωα.
Γεύση από πρόβαΣτην αυλή ενός ιστορικού σχολείου στον αθηναϊκό νότο, ο Σίμος Κακάλας βρίσκεται να δοκιμάζει μερικές από τις μάσκες της Μάρθας Φωκά. Καμία έκπληξη θα σκεφτεί κανείς για τον δημιουργό που, από παραγκωνισμένο σκηνογραφικό υλικό, εισήγαγε ξανά τη μάσκα στην θεατρική πράξη. Αυτή τη φορά, οι μάσκες υπογραμμίζουν τον τελετουργικό χαρακτήρα της ανάγνωσης του στον «Οιδίποδα τύραννο» του Σοφοκλή. Τώρα βρίσκονται και στα χέρια της πρωταγωνιστικής ομάδας που εμφανίζονται αργά και σταθερά από τις άκρες της ξύλινης εξέδρας κάτω από τον ήχο του βιολιού που παίζει ο Φώτης Σιώτας: Είναι ο 12μελής θίασος που ενώνεται στο «σώμα» του Χορού της τραγωδίας αναγγέλοντας πως «ρημάζει το οικοδόμημα του Κάδμου, θρήνο το θρήνο, στεναγμό, το στεναγμό». Από αυτό το συμπαγές θεατρικό σώμα – το οποίο και θα ορίσει την θεώρηση της παράστασης – ξεχωρίζει αίφνης ο Γιάννης Στάνκογλου και ως Οιδίποδας τους καθησυχάζει πως «θα σταθεί ανάμεσα σ’ αυτούς και στο καθήκον».
Από εκεί, από το Χορό, θα προκύψουν άλλωστε όλοι οι ρόλοι της σοφόκλειας τραγωδίας (Κρέων, Ιοκάστη, Τειρεσίας)· μέχρι τη στιγμή που ο σκηνοθέτης θα διακόψει για παρατηρήσεις: Θα ζητήσει πιο γρήγορο και κοφτό ρυθμό στους αγώνες λόγου ανάμεσα στους Στάνκογλου, Νταλιάνη και Μαλάκη, θα επιθεωρήσει τις εκφράσεις τους ενώ η Σοφία Πάσχου, κοιτάζοντας το σημειωματάριο της, να κάνει τις πρώτες συστάσεις για την κινησιολογία. Και ξανά έτοιμοι για πρόβα.
Το έργοΑκόμα και ο Αριστοτέλης είχε δηλώσει ότι ο «Οιδίππους τύραννος» είναι ένα υπόδειγμα της δραματικής τέχνης. Το έργο που εκτιμάται ότι πρωτοπαρουσιάστηκε στα 428 π.Χ. και 2.500 χρόνια μετά εξακολουθεί να παρίσταται αγέραστο, καλείται για μια ακόμη φορά να επαληθεύσει την τραγικότητα και το μεγαλείο του – τώρα όπως το διαβάζει σκηνοθετικά ο Σίμος Κακάλας, ένας επίμονος αναζητητής τεχνικών και αφηγήσεων. Ωστόσο, εδώ, μοιάζει να συναντά ένα έργο που σηματοδοτεί τον κανόνα της τραγικής τέχνης. «Είναι ένα έργο που έχει τόσα ανεξάντλητα επίπεδα, τα οποία ανυπομονώ να δω να ορθώνονται. Παρότι, μ’ έναν τρόπο όλοι ξέρουμε το μύθο, η πλοκή είναι τόσο άρτια, το κείμενο προάγει ζητήματα Δημοκρατίας, της ηθικής στάσης και του ορθού λόγου ενώ παράλληλα θέτει το μέγα ερώτημα του ‘ποιος είμαι’, της αναζήτησης του εαυτού· της σκέψης του πως σκοτώνεις αυτό που ήξερες για σένα με σκοπό να αναγεννηθείς – μια μεγάλη θεματική πρόκληση στην εποχή μας όπου ανάμεσα σε χιλιάδες κατασκευασμένους εαυτούς στα ψηφιακά μέσα, ψάχνουμε να απαντήσουμε στο ποιοι είμαστε. Βέβαια, για τον Οιδίποδα η απάντηση στο ερώτημα είναι και η καταστροφή του», παρατηρεί ο σκηνοθέτης της παράστασης, επισημαίνοντας μερικά από τα θεμελιώδη ‘κεφάλαια’ της υπερ-τραγωδίας του Σοφοκλή.
Ο Γιάννης Στάνκογλου – μετά την συνάντηση με έναν άλλο κορυφαίο ρόλο, τον «Προμηθέα δεσμώτη» του Αισχύλου – εδώ εντοπίζει το θρίαμβο του Σοφοκλή στο γεγονός ότι δια μέσου του Οιδίποδα «φέρνει τον άνθρωπο δίπλα στην ανατροπή».
Ο Σοφοκλής παρουσιάζει τον Οιδίποδα όντας πια βασιλιάς της Θήβας, έχοντας στο παρελθόν σώσει την πόλη από το αίνιγμα της Σφίγγας. Όμως, τώρα, ο καταστρεπτικός λοιμός που απειλεί το βασίλειο του και φέρνει τους πολίτες της Θήβας ικέτες στην βοήθεια του, του ζητεί να αποκαλύψει τον δολοφόνο του προκατόχου του βασιλιά Λάϊου και πρώτου άνδρα της τωρινής συζύγου του Ιοκάστης. Αυτός είναι ο όρος για να υποχωρήσει το κακό. Ο Κρέων, αδελφός της Ιοκάστης, ταξιδεύει ήδη για απαντήσεις στο μαντείο των Δελφών την ώρα που ο Οιδίππους καλεί τον μάντη Τειρεσία ως βοηθό στη λύση του μυστηρίου.
Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου, που υποδύεται την Ιοκάστη, υπογραμμίζει την τελειότητα της γραφής του Σοφοκλή ως ένα σπουδαίο εργαλείο για τον ηθοποιό λέγοντας πως «το ποιητικό και οντολογικό επίπεδο συνομιλεί με το σασπένς, τα ψυχικά και θρησκευτικά διλήμματα με τις σχέσεις των ανθρώπων κι όλα αυτά σε μια απόλυτη ισορροπία. Μοιάζει ο Σοφοκλής να έχει κάνει το ιδανικό μοντάζ στον Οιδίποδα».
Το ανέβασμα που αξιοποιεί τη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα σε δραματουργική επεξεργασία της Έλενας Τριανταφυλλοπούλου (η οποία έχει γράψει τα χορικά εξ αρχής ενώ έχει χρησιμοποιήσει και σύντομο υλικό από τα ποιήματα του Αρχίλοχου) φέρνει μπροστά δύο βασικές θεματικές παραμέτρους: Την αναπόφευκτη σύγκρουση με το πεπρωμένο και εξ αυτής, την αναζήτηση του εαυτού. Όπως σημείωνε και ο Αμερικανικός θεωρητικός του κλασικισμού, Τσαρλς Σίγκαλ για τον «Οιδίποδα»: «Το έργο είναι τραγωδία όχι μόνο για το πεπρωμένο αλλά και για την προσωπική ταυτότητα: Για την αναζήτηση των αρχών και του νοήματος της ζωής μας, για την ισορροπία μας ανάμεσα σε έναν και πολλούς εαυτούς, για τη συνειδητοποίηση των μεγάλων περιοχών σκότους στη γνώση του ποιοι είμαστε, και για την προσπάθεια να εξερευνήσουμε το ουσιαστικό μυστήριο της ταυτότητάς μας. Δραματοποιεί το μοναχικό μονοπάτι της αυτοανακάλυψης, καθώς ο Οιδίπους διαχωρίζει τον αληθινό εαυτό του από τον φαντασιακό». Και η ‘Ελενα Τριανταφυλλοπούλου υπερθεματίζει: «’Ποιος είμαι;’. Η απάντηση έχει ήδη δοθεί πριν την έναρξη του έργου από τον ίδιο τον Οιδίποδα απαντώντας στο αίνιγμα της Σφίγγας: ‘Ο άνθρωπος’. Ο άνθρωπος ως τραγικό υποκείμενο που πορεύεται αγωνιώντας να βρει την αλήθεια μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο τραυματικές αποκαλύψεις. Ο άνθρωπος που δεν σταματά να βυθίζεται στο σκοτάδι, ενώ αναζητά το φως. Ο άνθρωπος που παλεύει να σπάσει το προσωπείο του και να γνωρίσει τον εαυτό του».
Η σκηνοθεσίαΠολλοί μελετητές της φόρμας της αρχαίας τραγωδίας έχουν πει πως το αίνιγμα του είδους είναι η διαχείριση του Χορού. Και πως αν αυτό απαντηθεί, τότε κάθε τραγικό κείμενο μπορεί να ανέβει στην πληρότητα του. Ο Σίμος Κακάλας, – αφού βάλει πολλά εισαγωγικά στην έννοια του «καινούργιου» που χρησιμοποιεί – είναι πως στον Οιδίποδα στέφει το Χορό ως μια δραματική οντότητα, μια μηχανή που κινεί το έργο. Και από αυτή ξεπηδούν κάθε φορά οι ρόλοι του Οιδίποδα, της Ιοκάστης, του Κρέοντα, του Τειρεσία, του Αγγελιαφόρου, του Εξάγγελου οι οποίοι στη συνέχεια θα επιστρέψουν μέσα στην ‘ανωνυμία’ του Χορού και θα αφομοιωθούν από αυτόν. Σημειωτέον, ότι ο Χορός εμφανίζεται με όρους ‘μεταμόρφωσης’, δηλαδή πάντα μέσα από τη χρήση της μάσκας (κατασκευές της σταθερής συνεργάτιδας του Σίμου Κακάλα, Μάρθα Φωκά)· γεγονός που μεταφράζεται σε μια συνθήκη απόκρυψης της ταυτότητας για όλους τους επί σκηνής λειτουργούς της παράστασης.
«Αυτή η προσπάθεια αντιτίθεται σε αυτό που δομικά είναι η τραγωδία, δηλαδή τον Χορό και τους υποκριτές ως δύο ξεχωριστές πραγματικότητες. Κι αυτό το επιχειρούμε για δύο λόγους: Καταρχάς γιατί έχουμε χάσει τον χώρο και την χρήση του αρχαίου θεάτρου – από την στιγμή που όλη η δράση συμπυκνώνεται μέσα σε μια ορχήστρα. Και κατά δεύτερον, ως μια θεωρητική, δραματουργική σκέψης όπου όλα τα πρόσωπα προέρχονται από το Χορό, δηλαδή από τον λαό. Και οι ήρωες, οι βασιλιάδες είναι κομμάτια από εμάς».
Οι ήρωες – Οι ηθοποιοίΤο σκηνοθετικό εύρημα να δώσει πρόκριμα στο Χορό του Οιδίποδα κι όχι στους ‘επώνυμους’ ήρωες προκύπτει ως μια γενναία πρόκληση για την πρωταγωνιστική ομάδα. Οι βασικοί ρόλοι ερμηνεύονται από τον Γιάννη Στάνκογλου ως Οιδίποδα, τη Μαριλίτα Λαμπροπούλου ως Ιοκάστη, τον Γιάννη Νταλιάνη ως Κρέοντα, τον Χρήστο Μαλάκη ως Τειρεσία, τον Γιώργο Αμούτζα ως Αγγελιαφόρο, τον ίδιο το Σίμο Κακάλα ως Εξάγγελο και τον Πανάγο Ιωακείμ ως Υπηρέτη. Η σκηνοθετική διαδικασία, ωστόσο, τους εντάσσει εξ αρχής στο σώμα του Χορού και την ίδια ώρα τοποθετεί άπαντες – και τους 13 ερμηνευτές της παράστασης – μέσα στη συνθήκη της μάσκας, την οποία και διδάχθηκαν σε ένα παράλληλο, με τις πρόβες, workshop. «Αυτό σημαίνει πως εγώ τυχαίνει να υποδύομαι τον Οιδίποδα. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ο Χορός να λειτουργήσει ως ένας οργανισμός που θα κυοφορεί τον λόγο. Κι αυτό, τόσο για μένα – και φαντάζομαι για όλη την ομάδα – είναι μια δοκιμασία για να δούμε τον ρόλο μας, τα αιτήματα του αλλά και τελικά τον εαυτό μας πάνω στη σκηνή πολύ πιο καθαρά» επισημαίνει ο Γιάννης Στάνκογλου.
Για τον Γιάννη Νταλιάνη, η σκηνοθετική ιδέα είναι πολύ δύσκολη στην πραγμάτωση της, αλλά την ίδια ώρα τρομερά δελεαστική αφού «τώρα είσαι κάτι, είσαι ένας ρόλος και σε λίγο είσαι κάτι άλλο. Σε ό,τι με αφορά αυτή η διαδικασία, με τις όποιες προκλήσεις, μου προξενεί μια αίσθηση μεγάλου δέους. Αυτή η σχέση του ‘μπαίνω – βγαίνω’ από το ρόλο, μέσα στο ρόλο, από το Χορό – μέσα στο Χορό, σημαίνει συνάμα πως μπαίνω και βγαίνω από τον εαυτό μου. Και το σημαντικότερο – εκτός φυσικά από να είσαι καλός χειριστής της μάσκας – κεντρίζει τον ναρκισσισμό του ηθοποιού ή ακόμα και τον καλώς εννοούμενο εγωϊσμό του που του επιβάλλει την ανάγκη να εκτεθεί, να φανεί. Εδώ, λοιπόν, η μάσκα του επιβάλλει κάτι πολύ πιο βαθύ και ουσιαστικό από αυτό», σημειώνει.
Γιάννης Στάνκογλου: Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ο Χορός να λειτουργήσει ως ένας οργανισμός που θα κυοφορεί τον λόγο
Η άποψη του Γιάννη Νταλιάνη θα βρει σύμφωνο και τον Χρήστο Μαλάκη που διαπιστώνει πως αυτή η διαδικασία υπογραμμίζει και την αξία του κοινού αιτήματος. «Δεν εννοώ μόνο το κοινό αίτημα του Χορού που είναι σημαντικό για την δική μας εσωτερική διαδικασία. Γιατί, ναι, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση να κινούμαστε ως ένα σώμα και να μιλάμε ως ένα στόμα μέσα από τη συνεκφώνηση. Από εκεί και πέρα, η δική μας επιλογή περιγράφει και ένα άλλο κοινό αίτημα, αφού ως μέλη του Χορού εκπροσωπούμε τους πολίτες, δηλαδή την κοινωνία μιας πόλης».
Ο Γιώργος Αμούντζας στο ντεμπούτο του με ρόλο στην Επίδαυρο, εστιάζει στην αξία της χρήσης της μάσκας, υπενθυμίζοντας κάτι που του έγινε σαφές από την διάρκεια των workshop για την χρήση της. «Η μάσκα κρύβει κάτι μικρό, αλλά αποκαλύπτει κάτι μεγάλο» σημειώνει και παρατηρεί πως τόσο η παρουσία της μάσκας όσο και η έντονη σωματικότητα, στην οποία μυείται το σύνολο του θιάσου, «γυμνάζει την εσωτερική πνοή του Χορού και χωρίς υπερβολές, μέσα από μια λιτότητα, οδηγούμαστε όλοι στην ουσιαστική αναζήτηση μιας κοινής αλήθειας».
Ανάμεσα στα μέλη του Χορού που δεν έχουν το καθήκον να μεταμορφώνονται αλλά να υπηρετούν το συλλογικό σχήμα, ο ηθοποιός Μάρκος Γέττος επισημαίνει πως πέραν από το παραστατικό αποτέλεσμα και την καθαυτή θεατρική διαδικασία «δεν έχουμε συνηθίσει να δουλεύουμε έτσι στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά ορίζουμε το θέατρο συνόλου, όλοι λειτουργούμε για όλους και έχουμε όλοι την ίδια ανάγκη να υπάρχουμε μαζί».
Η έννοια της τελετουργίας της παράδοσης μοιάζει να καθόρισε και το μουσικό κόσμο που κλήθηκε να δημιουργήσει ο Φώτης Σιώτας για τον Οιδίποδα τύραννο του Σίμου Κακάλα. Αυτοσχεδιάζοντας στις πρόβες αλλά και έχοντας ετοιμάσει κάποια προσχέδια, ο μουσικός και συνθέτης άντλησε από πεντατονικές κλίμακες όπως η ελληνική ηπειρώτικη μουσική αλλά και διάφορα αφρικανικά ιδιώματα, δημιουργώντας μια νέα γλώσσα, χωρίς φολκλόρ αναφορές. «Παράδοση σημαίνει παραδίδω κάτι, οπότε σκέφτηκα τι μπορώ να κάνω εγώ με αυτά τα υλικά χωρίς να γίνομαι βέβηλος» σχολιάζει. Με το «πειραγμένο», όπως λέει, βιολί του αλλά και με τη ηλεκτρική κιθάρα του γίνεται μέρος του Χορού: «Συλλαβίζω μαζί τους και είναι μια πρόκληση να μπαίνω μουσικά μέσα στις συνεκφωνήσεις του Χορού ως μια ακόμα φωνή» εξηγεί. Κι έτσι στις συνθέσεις του Φώτη Σιώτα για τον «Οιδίποδα» θα συναντήσει κανείς ήχους από μοιρολόγια (στους κομμούς της τραγωδίας) ερεθίσματα από αναστενάρια, βραζιλιάνικες μπαλάντες και τελετές αφρικάνικων βουντού που άλλοτε έχουν επικλητικό και συγκινησιακά φορτισμένο χαρακτήρα κι άλλοτε επιβλητικό «αλλά όχι σπουδαιοφανές» όπως διευκρινίζει.
Εκτός από τις σκηνοθετικές εργασίες, η Σοφία Πάσχου διακρίνεται και για τους ιδιαίτερα κρίσιμους κινησιολογικούς σχεδιασμούς στις παραστάσεις όπου συμμετέχει. Εδώ, δηλώνει μια έντονη συγγένεια, με τον κόσμο του Σίμου Κακάλα κι αυτό της δίνει μια έξτρα ώθηση να δημιουργήσει την αφήγηση της κίνησης. Με δεδομένο ότι οι ηθοποιοί παίζουν κάτω από τη μάσκα και συμπεριφέρονται σκηνικά σαν ένας μηχανισμός, η Πάσχου σημειώνει πως προτεραιότητα της είναι «να λειτουργεί το σύνολο χωρίς τα πρόσωπα να χάνουν την ατομικότητα τους». Την ίδια ώρα, η χορογραφία της εστιάζει στο συναίσθημα του σώματος, δηλαδή «στην έκφραση των συναισθημάτων που θα αποτυπώνονται στις κινήσεις κι όχι στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών».
Η αισθητική της παράστασηςΓια πάνω από 1.5 μήνα η Μάρθα Φωκά έφτιαχνε ασταμάτητα πήλινα προπλάσματα που θα κάλυπταν τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Η αρχική ιδέα «να φύγουμε τελείως από το ρεαλισμό, να φτιάξουμε άμορφα πλάσματα» υπηρετήθηκε τελικά από τις μάσκες που δημιουργούν την εντύπωση μιας πέτρας, ενός σμιλεμένου, από αδρές γραμμές, βράχου. «Στην ουσία με τις μάσκες φτιάχνουμε ένα πλάσμα. Και κάθε επί μέρους σώμα που φοράει τη μάσκα του αναγκάζεται να αποκτήσει μέγεθος. Αυτή νομίζω ήταν και η ανάγκη της μάσκας από το αρχαίο θέατρο μέχρι σήμερα», εξηγεί η Μάρθα Φωκά.
Κι ενώ οι μάσκες της είναι τα μοναδικά σκηνικά αντικείμενα της παράστασης η σκηνογραφία και τα κοστούμια έρχονται από τον Γιάννη Κατρανίστα. Το κυρίως σκηνικό του – μια ευμεγέθης εξέδρα ως ανοιχτό πέταλο – συνιστά ένα απλό ξύλινο πατάρι που «μπορεί να φέρει τα σώματα, τις κινήσεις, να διακρίνει τους ρόλους και να τυποποιήσει τις σχέσεις σε σημαντικές σκηνές του έργου» αλλά και να δώσει τον χαρακτήρα ενός τελετουργικού εξαγνισμού. Πάνω στο πατάρι αναπτύσσεται ο Χορός, παραπέμποντας στην είσοδο του βασιλικού ανακτόρου. Την σκηνογραφία θα συμπληρώνουν ψηλές ξύλινες κατασκευές που έρχονται σαν υπομνήσεις του εθίμου της καύσης των νεκρών.
Ο “Οιδίπους τύραννος” του Σοφοκλή κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη στις 12 και 13 Ιουλίου. Η παράσταση συμμετέχει και παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Επιδαύρου στις 25 και 26 Αυγούστου.
Eισιτήρια για την περιοδεία εδώ
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας. Σκηνοθεσία: Σίμος Κακάλας. Δραματουργική επεξεργασία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου. Σκηνικά-Κοστούμια: Γιάννης Κατρανίτσας. Μουσική: Φώτης Σιώτας. Κίνηση: Σοφία Πάσχου. Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Γιάνναρος. Μάσκες: Μάρθα Φωκά.
Παίζουν: Γιάννης Στάνκογλου, Μαριλίτα Λαμπροπούλου, Γιάννης Νταλιάνης, Χρήστος Μαλάκης, Σίμος Κακάλας, Γιώργος Αμούτζας, Πανάγος Ιωακείμ
Χορός (αλφαβητικά): Γιώργος Αμούτζας, Μάρκος Γέττος, Πανάγος Ιωακείμ, Απόστολος Καμιτσάκης, Γιώργος Κορομπίλης, Αυγουστίνος Κούμουλος, Γιώργος Λόξας, Παύλος Παυλίδης.
Μουσικός επί σκηνής: Φώτης Σιώτας